Απομακρύνθηκε η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και τώρα υπάρχει η ευκαιρία για επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη, ύστερα από μήνες αβεβαιότητας και διαπραγματεύσεων, τονίζεται σε δημοσιεύματα και ραδιοτηλεοπτικές αναφορές αμερικανικών ΜΜΕ.
Ενδεικτικό είναι άρθρο γνώμης στην εφημερίδα Wall Street Journal, στο οποίο σημειώνονται οι “αισιόδοξες προβλέψεις” για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι δεν είναι πλέον δημοφιλείς οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο μιας ελληνικής εξόδου από το ευρώ και ότι παρά τη συνεχιζόμενη ύφεση και την υψηλή ανεργία, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έχει πιθανόν δίκιο όταν δηλώνει ότι η χώρα έχει πλέον μια σημαντική ευκαιρία να εξέλθει της κρίσης.
Στο άρθρο προβάλλεται η θέση ότι τα νέα δάνεια θα βοηθήσουν τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας και ότι η κατάσταση του ελληνικού προϋπολογισμού έχει βελτιωθεί αισθητά, ενώ θεωρεί ως θετικό το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού χρέους βρίσκεται πλέον στα χέρια των δημόσιων δανειστών με εξαιρετικά ρευστούς όρους. Ωστόσο, ακόμη σημαντικότερο θεωρείται, σύμφωνα με την ανάλυση, το μήνυμα που απέστειλε η ευρωζώνη στις διεθνείς αγορές κατά τις τελευταίες εβδομάδες, αναφορικά με την αποφασιστικότητά της να παραμείνει η Ελλάδα εντός νομισματικής ένωσης, αλλά και την ανακοίνωση της γερμανικής κυβέρνησης ότι θα συμβάλει στη σύσταση αναπτυξιακού ταμείου στην Ελλάδα, για την επαναπροσέλκυση ξένων επενδυτών.
Η Los Angeles Times, αναφερόμενη στο ίδιο θέμα, σημειώνει ότι οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών ενέκριναν τη διανομή έκτακτων δανείων ύψους 64 δισ. δολαρίων προς την κυβέρνηση της Αθήνας για τους επόμενους μήνες, προκειμένου αυτή να αποφύγει μια χαοτική χρεοκοπία.
Επίσης, προβάλλει δήλωση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά ότι “η Ελλάδα ορθοποδεί” και ότι “οι θυσίες του ελληνικού λαού δεν πήγαν χαμένες. Σήμερα, δεν είναι απλώς μια νέα ημέρα για την Ελλάδα, αλλά μια νέα ημέρα και για την Ευρώπη”.
Η New York Times, αναφερόμενη στις τελευταίες εξελίξεις για την Ελλάδα, σημειώνει την έγκριση από το Eurogroup της εκταμίευσης ποσού ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ για περαιτέρω στήριξη προς τη χώρα, μια βοήθεια καθοριστικής σημασίας για την αποτροπή χρεοκοπίας, όπως τονίζεται χαρακτηριστικά.
Στο ίδιο δημοσίευμα επισημαίνεται η συμφωνία για σύσταση ενιαίου εποπτικού φορέα για τις τράπεζες της ευρωζώνης, κάνοντας λόγο για ένα “απτό μέτρο που θα συμβάλλει στη διατήρηση του ευρώ, αλλά παράλληλα θα θέσει τη βάση για μια ευρύτερη οικονομική ένωση”. Όπως δήλωσαν οι υπουργοί Οικονομικών, η ΕΚΤ αναμένεται να αναλάβει την εποπτεία πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών τουλάχιστον έως το Μάρτιο 2014, ενώ θα αρχίσει να επιθεωρεί τράπεζες ενδεχομένως από το Μάρτιο του 2013, ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων η εφαρμογή των αποφάσεων της ΕΚΤ θα εξαρτάται από τις εθνικές αρχές των κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Ο ειδησεογραφικός οργανισμός Bloomberg σε ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες, αναφέρεται σε “θετικά αποτελέσματα” από τις συναντήσεις των Ευρωπαίων ηγετών, το προηγούμενο διήμερο στις Βρυξέλλες (σύνοδος κορυφής ΕΕ και Eurogroup), σχετικά με την αποδέσμευση της βοήθειας προς την Ελλάδα και την τραπεζική ένωση, επισημαίνοντας παράλληλα τις διαφωνίες που εμμένουν, μεταξύ της Γερμανίας και της Γαλλίας, ως προς την μελλοντική αναμόρφωση της Ευρωζώνης.
Όπως υπογραμμίζεται, η συμφωνία για την τραπεζική ένωση και την αποδέσμευση της δόσης για την Ελλάδα επέτρεψε στους Ευρωπαίους ηγέτες να επικεντρωθούν στον οδικό χάρτη για τη δημιουργία μιας “πραγματικής οικονομικής ένωσης”, κατά το πρότυπο των ΗΠΑ ή της Ελβετίας. Λόγω ωστόσο των επικείμενων γερμανικών εκλογών, η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ απέκλεισε το ενδεχόμενο επιβολής νέων βαρών στους Γερμανούς φορολογουμένους, μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων ή της διαγραφής χρέους, σύμφωνα με την ανταπόκριση, προσθέτοντας ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες άφησαν ωστόσο ανοιχτό το θέμα της διαγραφής χρέους, ενώ η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, που δεν περιορίζεται από τις ευρωπαϊκές πολιτικές ευαισθησίες, τονίζεται χαρακτηριστικά, φάνηκε περισσότερο αποκαλυπτική δηλώνοντας ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις “δεσμεύτηκαν στην περαιτέρω μείωση του χρέους εάν παραστεί ανάγκη”.