Τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών στις 4 Μαρτίου ανακοίνωσε η ιταλική κυβέρνηση.
Νωρίτερα, ο Ιταλός πρόεδρος της Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματταρέλλα είχε υπογράψει το διάταγμα για τη διάλυση της βουλής και της γερουσίας.
Η απερχόμενη κυβέρνηση είχε συγκροτηθεί με κύριο άξονα το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα και με τη στήριξη δυνάμεων του Κέντρου, που είχε κατέλθει στις εκλογές του 2013 υπό τον πρώην πρωθυπουργό Μάριο Μόντι, καθώς και μικρού τμήματος της Κεντροδεξιάς, υπό τον Αντζελίνο Αλφάνο. Πρωθυπουργοί της διετέλεσαν κατά τη διάρκεια της πενταετίας 2013-2018 οι Ενρίκο Λέτα, Ματέο Ρέντσι (νυν γραμματέας και ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος) και Πάολο Τζεντιλόνι.
Ο κ. Τζεντιλόνι υπερασπίστηκε το έργο της κυβέρνησης του και διαβεβαίωσε πως θα παραμείνει στη θέση του μέχρι να υπάρξει μια νέα κυβέρνηση. Ο ίδιος τόνισε πως η Ιταλία πρέπει να είναι προετοιμασμένη να έρθει αντιμέτωπη με περίοδο αστάθειας, αλλά δεν πρέπει να φοβηθεί. «Δεν πρέπει να δραματοποιούμε τον κίνδυνο της αστάθειας» υπογράμμισε, σημειώνοντας πως είναι κάτι συνηθισμένο σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ STRATFOR ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΓΙΝΕΙ ΓΝΩΣΤΗ Η ΕΙΔΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΛΟΓΕΣ
Η Ιταλία θα είναι η βασική πηγή αβεβαιότητας για την ευρωζώνη το επόμενο έτος. Η χώρα θα διενεργήσει γενικές εκλογές και τα περισσότερα πολιτικά κόμματά της έχουν επικρίνει τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ελλείμματα. Ορισμένα επικρίνουν επίσης την ευρωζώνη. Ασχέτως του ποιος θα κερδίσει στις εκλογές, η επόμενη κυβέρνηση της Ρώμης θα πιέσει για αύξηση των δημοσίων δαπανών και για επανασχεδιασμό των στόχων για τα ελλείμματα του μπλοκ.
Η διαφορά μεταξύ των κομμάτων έχει να κάνει με τον τόνο που χρησιμοποιούν. Ορισμένα, όπως το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και τη δεξιά Λέγκα του Βορρά, θα είναι πιο πρόθυμα από άλλα να απειλήσουν τις Βρυξέλλες με μονομερή μέτρα αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά τους.
Οι απειλές αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αγνόηση των δημοσιονομικών στόχων του μπλοκ ή την αποχώρηση από την ευρωζώνη.
Φυσικά, η Ιταλία δεν είναι πιθανό να αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση το 2018, όμως η άνοδος μιας ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το νομισματικό μπλοκ.
Η απειλή και μόνο της αγνόησης των κανόνων της ευρωζώνης ή της αποχώρησης από αυτήν θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες στις χρηματαγορές, να οδηγήσουν σε υψηλότερα κόστη δανεισμού για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και να εγείρουν ερωτήματα για τις προοπτικές των εύθραυστων τραπεζών της Ιταλίας.
Επιπλέον, μια πιο ευρωσκεπτικιστική Ιταλία θα έρχονταν αντιμέτωπη με την προοπτική πολιτικής και θεσμικής απομόνωσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεδομένου του κατακερματισμού της ιταλικής πολιτικής σκηνής, οι επερχόμενες εκλογές είναι πιθανό να καταλήξουν σε μη αυτοδύναμη κυβέρνηση. Όμως, ακόμα και αν τα κόμματα δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε κάποιον κυβερνητικό συνασπισμό, θα μπορούσαν και πάλι να διορίσουν πρωθυπουργό με συναίνεση.
Οι Θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι χρηματαγορές θα υποδέχονταν θετικά μια τέτοια απόφαση διότι θα απέτρεπε προσωρινά μια οικονομική κρίση. Όμως το κόστος θα ήταν βαρύ, δημιουργώντας μια κυβέρνηση που θα ήταν μονίμως στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αποδυναμώνοντας την επιρροή της Ιταλίας στις διεθνείς υποθέσεις και υπονομεύοντας την ικανότητα της Ρώμης να εισαγάγει σαρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αν, από την άλλη πλευρά, οι νομοθέτες δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν στον διορισμό πρωθυπουργού, η Ιταλία μπορεί να διενεργήσει νέο γύρο εκλογών μέχρι το τέλος του 2018, παρατείνοντας την αβεβαιότητα που επισκιάζει το μέλλον της χώρας.