Η φετινή Σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας (10-12 Οκτ.) δεν πραγματοποιείται σε κλίμα ευφορίας. Οι νέες διεθνείς εστίες κρίσης αλλά και οι νέοι κίνδυνοι στις χρηματαγορές δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού.

«Εάν όλοι όσοι μιλούν γι΄ αυτό δεν κάνουν κάτι, εάν δεν επιχειρήσουν να τον σταματήσουν βοηθώντας αυτές τις τρεις χώρες, τότε μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρό πρόβλημα, προκαλώντας σημαντικά ρίσκα».
Αυτό που φαίνεται να προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στο ΔΝΤ και που ασφαλώς αναμένεται να συζητηθεί στην επικείμενη Σύνοδο στην Ουάσιγκτον, είναι ο ρόλος των λεγόμενων «σκιωδών τραπεζών». Πρόκειται για χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως επενδυτικά ή συνταξιοδοτικά ταμεία που ασχολούνται με πολλές κοινές τραπεζικές δραστηριότητες, τα οποία ωστόσο δεν ελέγχονται τόσο αυστηρά όσο οι συμβατικές τράπεζες. Από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση πολλοί προειδοποιούν ότι λόγω της αυστηρής εποπτείας που ακολούθησε, πολλές ιδιωτικές τράπεζες μπορούν να στραφούν σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που υπάγονται σε λιγότερο αυστηρούς ελέγχους. Το φαινόμενο των «σκιωδών τραπεζών» παρατηρείται, σύμφωνα με το ΔΝΤ, περισσότερο στις ΗΠΑ, στη ζώνη του ευρώ και στη Μεγάλη Βρετανία. «Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα ο τομέας τους είναι πλέον μεγαλύτερος από το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα», είπε η Κρ. Λαγκάρντ.
Η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών
Ανησυχία προκαλεί στο ΔΝΤ και η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών στις βιομηχανικές χώρες. Την ώρα που οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, αρχίζουν να εγκαταλείπουν σταδιακά την χαλαρή νομισματική πολιτική των τελευταίων ετών, ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προετοιμάζει το έδαφος για την αγορά τιτλοποιημένων δανείων χαμηλής φερεγγυότητας από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
«Όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες των βιομηχανικών χωρών έκαναν χρήση αυτού του εργαλείου. Αλλά η νομισματική πολιτική δεν βοηθά από μόνη της. Είναι σαν να έχεις εξαιρετικούς αμυντικούς, αλλά δεν σκοράρεις».
Γι΄ αυτό και η ίδια ζητά από τις κυβερνήσεις να κινηθούν πλέον πιο αποφασιστικά, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε διαρθρωτικές αλλαγές στην παραγωγή και στην αγορά εργασίας, σε μια βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική αλλά και σε μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές.