Στα τρόφιμα κρύβονται τα κλειδιά της παχυσαρκίας

Τι προκύπτει από τα συμπεράσματα πολλαπλών ερευνών

Στα τρόφιμα και όχι τα αναψυκτικά καλούνται να αναζητήσουν τις περισσότερες θερμίδες όσοι επιθυμούν να αδυνατίσουν, όπως προκύπτει από τη δημοσίευση έκθεσης-αναφοράς του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ. Χρησιμοποιώντας δεδομένα της μεγάλης επιδημιολογικής Έρευνας για τη Διατροφή του Εθνικού Συστήματος Υγείας (National Health and Nutrition Examination Survey-NHANES) από το 2005 έως το 2010, η έρευνα ανατρέπει τις καθιερωμένες αντιλήψεις για την πρόσληψη πρόσθετων σακχάρων εντοπίζοντας το μεγαλύτερο μέρος -και συγκεκριμένα το 67%- των θερμίδων από πρόσθετα σάκχαρα που προσλαμβάνει καθημερινά ένας ενήλικας στις τροφές και όχι τα αναψυκτικά. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία της αντίστοιχης μελέτης, αν και το διάστημα 1999-2008 η πρόσληψη σακχάρων από αναψυκτικά μειώθηκε κατά 39% στις ΗΠΑ, τα ποσοστά παχυσαρκίας δεν παρουσίασαν μείωση, με αποτέλεσμα το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ να συμπεραίνει ότι η παχυσαρκία δεν συνδέεται απαραίτητα με τα πρόσθετα σάκχαρα από τα αναψυκτικά. Σχεδόν το 70% των θερμίδων από πρόσθετα σάκχαρα που προσλαμβάνει ένας ενήλικας ημερησίως προέρχεται από επεξεργασμένες τροφές, όπως μαρμελάδες, ψωμί, γλυκά και παγωτά, εξειδικεύει η έρευνα.

Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να υποστηρίζεται και από παλαιότερες μελέτες που δεν εντοπίζουν σχέση μεταξύ της κατανάλωσης αναψυκτικών και της παχυσαρκίας. Ενδεικτικά, έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Obesity Reviews το 2010[1] ανέδειξε τον ελλιπή συσχετισμό μεταξύ της αύξησης βάρους και της πρόσληψης αναψυκτικών βάσει μέχρι τότε δημοσιευμένων μελετών, συμπεραίνοντας ότι η μείωση της κατανάλωσης αναψυκτικών δεν οδηγεί σε μείωση της παχυσαρκίας. Η έρευνα προέβη σε συστηματική ανάλυση 12 προηγούμενων μελετών οι οποίες είχαν δημοσιευτεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2009 με αντικείμενο την κατανάλωση αναψυκτικών που περιέχουν ζάχαρη χωρίς να εστιάζει σε διαιτητικά αναψυκτικά, 100% φυσικούς χυμούς φρούτων και μη ζαχαρούχα γάλατα. Στα συμπεράσματά τους οι συγγραφείς της έρευνας υπογραμμίζουν ότι προγράμματα μείωσης της κατανάλωσης αναψυκτικών δεν έχουν αποδειχτεί ότι συντελούν στην απώλεια βάρους, ιδίως για άτομα που κατά την αρχή της κάθε έρευνας ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα.

Αντίστοιχα επιδημιολογική μελέτη[2] με αντικείμενο την κατανάλωση αναψυκτικών σε ενήλικες του 2007 κατέληξε ότι η συχνή κατανάλωση αναψυκτικών που περιέχουν ζάχαρη δεν προκαλεί παχυσαρκία σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι σε πληθυσμούς στους οποίους η κατανάλωση αναψυκτικών είναι λιγότερο συχνή. Η έρευνα ανέλυσε δεδομένα για 38.409 άτομα ηλικίας 20 έως 74 ετών στις ΗΠΑ συλλέγοντας στοιχεία από τέσσερις βάσεις διατροφικών ερευνών που κάλυπταν τα έτη 1989-2001, 1994-1996 και 1999-2002. Ο κίνδυνος παχυσαρκίας, σύμφωνα με την μελέτη, αυξάνεται ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τον χρόνο που δαπανήθηκε μπροστά στην τηλεόραση και την περιεκτικότητα των τροφίμων που καταναλώθηκαν σε λιπαρά, ενώ μειώνεται ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο, τη σωματική δραστηριότητα και την καπνιστική συμπεριφορά.

Χαρακτηριστική για τα ελληνικά δεδομένα παραμένει άλλωστε μελέτη του 2012[3] με αντικείμενο τις διαφορές βάρους σε μαθητές 10-12 ετών επτά χωρών που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Project Energy με τη συμμετοχή 15 πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από 12 χώρες, μεταξύ των οποίων και το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, και με τη χρηματοδότηση της ΕΕ (7ο ΠΠ). Αν και η έρευνα δεν εξέτασε ευθέως τη σχέση μεταξύ κατανάλωσης αναψυκτικών και αύξησης βάρους στους μαθητές, τη μελέτησε στο πλαίσιο της διατροφικής συμπεριφοράς των μαθητών και διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό παχυσαρκίας και ταυτόχρονα το μικρότερο ποσοστό κατανάλωσης αναψυκτικών στο σύνολο των χωρών που βρέθηκαν στο μικροσκόπιο. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα διαπιστώθηκε το υψηλότερο ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών, ενώ το χαμηλότερο καταγράφηκε στο Βέλγιο. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα και την Ισπανία καταγράφηκε η χαμηλότερη πρόσληψη αναψυκτικών, με λιγότερα από 150ml ημερησίως, ενώ η υψηλότερη πρόσληψη βρέθηκε στην Ουγγαρία και τη Δανία, με περισσότερα από 600ml ημερησίως. Η έρευνα άλλωστε κατέδειξε βλαπτικές συμπεριφορές των Ελληνόπουλων, όπως η τάση να παραλείπουν το πρωινό σχεδόν δύο φορές την εβδομάδα και να μην ασκούνται επαρκώς. Συγκεκριμένα, τα αγόρια ανέφεραν 200 λεπτά αθλητικής δραστηριότητας κατά μέσο όρο την εβδομάδα, και τα κορίτσια 150 λεπτά, καταγράφοντας τους χαμηλότερους χρόνους, σε έντονη αντίθεση με τους μαθητές της Νορβηγίας (300 λεπτά) και τις μαθήτριες της Σλοβενίας (250 λεπτά) που κατέγραψαν αντίστοιχα τους υψηλότερους χρόνους σωματικής άσκησης.

 



[1]           R. D. Mattes, J. M. Shikany, K. A. Kaiser and D. B. Allison, “Nutritively sweetened beverage consumption and body weight: a systematic review and meta-analysis of randomized experiments”. Obesity Reviews. May 2011;12(5):346-65.

[2]           Sam Z. Sun, Mark W. Empie, “Lack of findings for the association between obesity risk and usual sugar-sweetened beverage consumption in adults – A primary analysis of databases of CSFII-1989–1991, CSFII-1994–1998, NHANES III, and combined NHANES 1999–2002”. Food Chem Toxicol. 2007 Aug;45(8):1523-36

[3]           Johannes Brug, Maartje M. van Stralen et al., “Differences in Weight Status and Energy-Balance Related Behaviors among Schoolchildren across Europe: The ENERGY-Project”. Plos One. 2012; 7 (4): e34742