Ανακεφαλαιοποίηση της δημοκρατίας

Το θεμελιώδες γεγονός των ημερών αφορά τη δημοκρατία και τον πολιτικό πλουραλισμό και όχι το καταγεγραμμένο πιστωτικό γεγονός που αφορά τη χώρα. Είναι φυσικό επακόλουθο της αξιακής και συνταγματικής έκπτωσης, της κατάλυσης του κράτους δικαίου, των θεσμών, της κυριαρχίας της λογικής της ισοπέδωσης έναντι κάθε αρχής αναλογικότητας, του θριάμβου της μετρολατρείας έναντι της προστασίας των θεσμών, του εξορθολογισμού έναντι του «λαϊκισμού», της οβιδιακής μεταμόρφωσης της ΕΕ.

Σήμερα δεν απαιτείται απλά επανεκκίνηση της οικονομίας αλλά άμεση ανακεφαλαιοποίηση της δημοκρατίας. Η πρώτη κινείται στα όρια της μετα-φυσικής, αφού κάποιοι εκτιμούν ότι η ανάπτυξη θα προκύψει ως αποτέλεσμα της συνολικής αποδόμησης της κοινωνίας και όχι απλά της στοχοποιημένης ανατροπής των δομικών στρεβλώσεων της. Υπό αυτό το πρίσμα η οικονομική ζωή θα προέλθει από τον οικονομικό θάνατο των πολλών, από μία διευρυμένη ανθρωπογεωγραφία της φτώχειας, την οποία οι πλέον συντηρητικοί κύκλοι στην Ένωση αντιμετωπίζουν ως πουργκατόριο εξαγνισμού των Ελλήνων.

Η δεύτερη απαιτεί την πολιτική αφύπνιση του πολίτη, την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων που λαμβάνει, την εθνική αυτογνωσία, την επανεργοποίηση του Δήμου ως πυρήνα πολιτικής αντιπαράθεσης και κατάθεσης εναλλακτικών προτάσεων και την επιστροφή στην πολιτική. Είναι τα συστατικά που αφυδάτωσε αργά αλλά σταθερά ο αμετροεπής κοσμοπολιτισμός, ο υπερφίαλος εθνοκεντρισμός, ο εγωκεντρισμός και ο ανεξέλεγκτος καταναλωτισμός. Είναι ο θρίαμβος του επιφαινόμενου έναντι του ουσιαστικού, η κυριαρχία της εικόνας έναντι του πολιτικού λόγου. Αυτή η λογική εξάλλου μετέτρεψε τη Βουλή των Ελλήνων σε ένα α-πολιτικού εν τέλη χαρακτήρα κοινοβουλευτικό πεδίο με πρωταγωνιστές πυρήνες μίας πολιτικής νομενκλατούρας που μάχεται λυσσαλέα για τα προνόμια της. Αυτοί που απέτυχαν ως φορείς πολιτικής κοινωνικοποίησης σήμερα εμφανίζονται ως τιμητές του εξορθολογισμού. Η χυδαιότητα του αποτυχημένου αγγίζει τα όρια της ύβρις και στηρίζεται σε έναν προκλητικό ναρκισσισμό. Η αποτυχία αποδόθηκε συνολικά στους πολίτες, αν και συστηματικά αποτέλεσαν υποκείμενα μίας διαδικασίας πολιτικής εκπόρνευσης που υφάρπαξε την ψήφο τους και τελικά υπονόμευσε το μέλλον τους.

Η ανακεφαλαιοποίηση της δημοκρατίας προϋποθέτει λειτουργικές, δομικές και συμμετοχικές λογικές. Απαιτεί τον πολιτικό εξοστρακισμό των αποτυχημένων, την εκρίζωση ιδεολογικών και κομματικών στεγανών και στερεότυπων. Κεφάλαια της είναι οι ενεργοί πολίτες, η πάνδημη συμμετοχή στις εκλογές, η αποκατάσταση της λειτουργίας των θεσμών, η στοιχειώδης εθνική αξιοπρέπεια που επιβάλλει ο απόλυτος, με όρους Κλαούζεβιτς, πόλεμος που κάποιοι έχουν κηρύξει στη χώρα.

Η εν εξελίξει διαδικασία ανακατανομής της φτώχειας συνιστά μία πολιτική επιλογή που διαπερνά σημαντικό τμήμα του πολιτικού φάσματος. Δεν έχει ούτε χρώμα ούτε κόμμα αλλά λειτουργεί ως ένα τυφλό χτύπημα κατά της κοινωνίας, τη δομή και συνοχή της, υπερκαλύπτοντας τις οριζόντιες και κάθετες επιστρώσεις της. Με όρους επιβίωσης συνιστά μία κοινή απειλή για τη συντριπτική πλειοψηφία όσων συνθέτουν την παρούσα μορφή κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

Η αδυναμία και ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί την κρίση που το ίδιο δημιούργησε το οδήγησε σε συνειδητή αποδοχή ενός μοντέλου ελεγχόμενης θεσμικά και συνταγματικά από-νομιμοποίησης και μεταβίβασης τους βάρους διαχείρισης της σε έναν εξω-κοινοβουλευτικό, μη πολιτικά υπόλογο παράγοντα υπό την ανοχή της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Η επιλογή αυτή οδηγεί πολλούς να επιθυμούν την παραμονή ενός μη εκλεγμένου στην πρωθυπουργία. «Το πείραμα της κυβέρνησης Παπαδήμου έχει θετικό πρόσημο και αποτελεί παρακαταθήκη για το εάν στο μέλλον χρειαστεί ή όχι να υπάρξει συγκυβέρνηση» υποστηρίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ουσιαστικά φωτογραφίζει μία άνευ ουσίας κοινοβουλευτική διαδικασία η οποία εξ ορισμού και a priori οδηγεί τη συλλογικότητα σε ένα σκοτεινό τούνελ εξω-κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Ως επιλογή αποτελεί μία πράξη πολιτικής αποστασίας και αποποίησης ευθυνών που μετατρέπει τη χώρα σε ένα Ιουράσιο πολιτικό περιβάλλον, ένα πολιτειακό τσίρκο. Αυτήν την εξέλιξη οφείλουν να αποτρέψουν οι πολίτες κάνοντας τις επιλογές τους με όρους πολιτικής αξιοπιστίας, δέσμευσης σε συνταγματικές αρχές και αποτροπής αυτού που προδιαγράφεται ως μία διαδικαστική διεκπεραίωση.

*Γ. Βοσκόπουλος
Επίκουρος Καθηγητής
Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας