Ανοίγουν εκ νέου οι στρόφιγγες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις τέσσερις μεγαλύτρες ελληνικές τράπεζες οι οποίςε ολοκλήρωσαν τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης με τα €18 δισ. του Ταμείου Χρηαμτοπιστωτικής Σταθερότητας. Πλέον Εθνική, Alpha Bank, Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς πληρούν τα κριτήρια που θέτει η ΕΚΤ ώστε να μπορεί να δανείζει στις εμπορικές τράπεζες με εξασφαλίσεις.
Η συνεχιζόμενη κινδυνολογία και φημολογία γύρω από τις εκλογές και το αποτέλεσμα καθώς και η εικοτολογία για επιστροφή στη δραχμή πήττουν την καταθετική βάση των τραπεζών στην Ελλάδα, κάτι που πλέον γίνεται αντιληπτό και στην Ισπανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες όσο καιρό δεν είχαν περόσβαση στα φθηνά κεφάλαι της ΕΚΤ δανείζονταν ευρωπαϊκό ρήμα μέσω του Εκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας ELA, ο οποίος όμως έχει κλιμακωτό κόστος που φτάνει έως και το 4%. Μετά την αποκατάσταση της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ οι τράπεζες θα αναδιαρθρώσουν τα κεφάλαια τους στρεφόμενες στο φθηνότερο χρήμα.
Το Φεβρουάριο, εν όψει του PSI Plus, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα χαρακτηρίστηκαν μη επιλέξιμα από την ΕΚΤ, με αποτέλεσμα η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ να υποχωρήσει στα 48,84 δισ. ευρώ από τα 73,37 δισ. ευρώ του Ιανουαρίου και να εκτιναχθεί το ύψος του ELA, ο οποίος προσωρινά ήταν η μόνη πηγή χρηματοδότησης. Ετσι, ο ELA έφθασε στα 107,3 δισ. ευρώ έναντι 54 δισ. ευρώ του Ιανουαρίου.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος το Μάρτιο η χρηματοδότηση των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επανήλθε στα 78,87 δισ. ευρώ και από τον ELA στα 46,4 δισ. ευρώ.
Η στήριξη από πλευράς του ελληνικού Δημοσίου κατευθύνθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ενίσχυση της ρευστότητας προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εκροή καταθέσεων άνω των 75 δισ. ευρώ την τελευταία τριετία και να αποτραπεί η ραγδαία απομόχλευση που θα προκαλούνταν, ενώ την ίδια στιγμή οι τράπεζες καλούνταν να χρηματοδοτήσουν τοποθετήσεις τους σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου, ομόλογα και έντοκα γραμμάτια, συνολικού ύψους περίπου 60 δισ. ευρώ.
Η ενίσχυση από πλευράς του Δημοσίου συνίσταται σε 28 δισ. ευρώ του πρώτου πακέτου, εκ των οποίων μόνο 5 δισ. ευρώ αφορούσαν σε κεφάλαια και τα υπόλοιπα αφορούσαν σε εγγυήσεις για ρευστότητα, ενώ στη συνέχεια δόθηκαν πακέτα εγγυήσεων ύψους 70 δισ. ευρώ, καθώς και πρόσθετες εγγυήσεις για τα ποσά που αντλούν οι τράπεζες από τον ELA. Οπως διευκρινίζουν οι οικονομολόγοι της Eurobank, δεν πρόκειται για «πραγματικό χρήμα» που βαρύνει τους φορολογουμένους, ενώ έναντι της στήριξης οι τράπεζες καταβάλλουν ως προμήθειες 1 δισ. ευρώ ετησίως.