Συνταρακτική είναι η απαντητική επιστολή της Τράπεζας της Ελλάδος, προς την Διοίκηση του ΕΔΟΕΑΠ για το πώς συρρικνώθηκε το υπόλοιπο των διαθεσίμων του τελευταίου κατόπιν του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων (γνωστού ως PSI).
Από το ερώτημα του ΕΔΟΕΑΠ αλλά και την απάντηση της Τράπεζας της Ελλάδος, προκύπτει ότι οι αναλήψεις τις οποίες ζητούσε να κάνει ο ΕΔΟΕΑΠ γίνονταν με ρευστοποίηση των στοιχείων ενεργητικού του «Κοινού Κεφαλαίου» στο οποίο υποχρεωτικά επενδύονται τα διαθέσιμα των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου και των Ασφαλιστικών Ταμείων.
Κατόπιν του «κουρέματος» των ελληνικών ομολόγων, το ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου απαρτίζεται από «νέα» ομόλογα τα οποία δόθηκαν σε αντικατάσταση των παλαιότερων και τα οποία διαπραγματεύονταν και διαπραγματεύονται σε πολύ χαμηλότερη αξία από την ονομαστική τους.
Έτσι, πρακτικά η διοίκηση του ΕΔΟΕΑΠ ζητώντας να κάνει αναλήψεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ, (25 εκατ.) πρακτικά «κλείδωσε» άμεσα τη δυνητική ζημία από την αποτίμηση των ομολόγων.
Τα ερώτημα που προκύπτουν πλέον για τη διοίκηση του ΕΔΟΕΑΠ είναι α) αν γνώριζε το μηχανισμό με τον οποίο γίνονται οι αναλήψεις από το «Κοινό Κεφάλαιο» και γενικότερα τις διατάξεις που το διέπουν και β) αν διέθετε άλλη εναλλακτική προκειμένου να εξυπηρετήσει τις «πάγιες και τακτικές ανάγκες» που επικαλέστηκε ο Οργανισμός για να προχωρήσει σε αυτές τις αναλήψεις, ή υπήρχε άλλη λιγότερο ζημιογόνος εναλλακτική, προκειμένου να προστατευθεί η αξία αυτών των ομολόγων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει στην επιστολή της:
«Όπως προκύπτει από το 07.06.2012 έγγραφό μας, τα καταβληθέντα στο Κοινό Κεφάλαιο ποσά από το Ταμείο σας ανέρχονταν την 09.03.2012 σε 115 εκατ. ευρώ. Με την ολοκλήρωση του PSIαυτό αντιστοιχεί σε ποσό 59 εκατ. ευρώ (αξία σε περίπτωση διακράτησης μέχρι τη λήξη). Σε περίπτωση όμως που κάποιος φορέας ζητήσει απόληψη ποσών, όπως ορίζει ο νόμος 2469/97 (άρθρο 15, παράγραφος 11 υποπαρ. στ’), το Κοινό Κεφάλαιο προχωρεί σε ρευστοποίηση περιουσιακών του στοιχείων στην τρέχουσα αγοραία αξία τους. Είναι δε φανερό ότι οι απολήψεις εκ μέρους των φορέων σε περιόδους πτωτικής τάσης των τιμών διαπραγμάτευσης των τίτλων του Κοινού Κεφαλαίου οδηγούν σε απομείωση των κεφαλαίων σε επίπεδο κάτω του ύψους αυτών που είχαν επενδυθεί, η οποία διαφορετικά, θα ήταν μόνο δυνητική.
Ενδεικτικά, η τρέχουσα αξία της συμμετοχής του Ταμείου σας στο Κοινό Κεφάλαιο στις 12.03.2012 ήταν 35 εκατ. ευρώ, λόγω της σημαντικά μειωμένης τιμής στην οποία, από την πρώτη κιόλας ημέρα, γινόταν η διαπραγμάτευση των νέων ομολόγων που προέκυψαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ανταλλαγής του PSI. Στη συνέχεια, όπως γνωρίζετε, το Ταμείο σας προέβη από τις 19.03.2012 έως και τις 23.04.2012 σε πέντε διαδοχικές ισόποσες απολήψεις, συνολικού ύψους 25 εκατ. ευρώ, που κατά δήλωσή σας χρησιμοποιήθηκαν για την ικανοποίηση πάγιων και τακτικών αναγκών του Ταμείου σας (συγκεκριμένα οι απολήψεις αυτές έγιναν στις 19.03.2012, 27.03.2012, 03.04.2012 10.04.2012 και 23.04.2012). Μετά και τις απολήψεις αυτές, στις 30 Μαΐου 2012 η τρέχουσα αξία της συμμετοχής σας, η οποία κατά την παραπάνω διάταξη συνιστά και το ανώτατο διαθέσιμο όριο προς απόληψη, ήταν 5,6 εκατ. ευρώ, δηλαδή μικρότερη από το ποσό των έξι εκατομμυρίων που ζητήσατε την τελευταία φορά.
Με σκοπό την κατά το δυνατόν πληρέστερη και σαφέστερη ενημέρωση των φορέων που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο και την αποφυγή παρανοήσεων ως προς το ακριβές περιεχόμενό τους, οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκ του νόμου διαχειρίστριας του Κοινού Κεφαλαίου, βρίσκονται στο τελικό στάδιο αναμόρφωσης των ενημερωτικών σημειωμάτων (extraits) που στέλνονται περιοδικά στους φορείς που συμμετέχουν στο Κοινό Κεφάλαιο αναφορικά με τη μερίδα τους σ’ αυτό. Τα νέα ενημερωτικά σημειώματα θα εμπεριέχουν και την τρέχουσα αγοραία αξία της μερίδας των φορέων στο Κοινό Κεφάλαιο. Το από 7.6.2012 έγγραφο του Τμήματος Δημοσίων Οργανισμών αποτελεί μία προσωρινή μορφή πληροφόρησής σας σχετικά με την ονομαστική και τρέχουσα αξία της μερίδας σας».
Στην αρχή δε της επιστολής, προχωρά και σε περιγραφή του ακριβούς τρόπου λειτουργίας του Κοινού Κεφαλαίου και των συγκεκριμένων νομικών διατάξεων που διέπουν τη διαχείριση των διαθεσίμων των ΝΠΔΔ και των ασφαλιστικών φορέων, ως εξής:
…«Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 11 ν. 2469/1997, τα διαθέσιμα κεφάλαια των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των ασφαλιστικών φορέων συνιστούν το Κοινό Κεφάλαιο των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και ασφαλιστικών φορέων (Κοινό Κεφάλαιο), το οποίο διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος. Το Κοινό Κεφάλαιο αποτελεί ομάδα περιουσίας, της οποίας τα επιμέρους στοιχεία ανήκουν εξ αδιαιρέτου στους συμμετέχοντες σε αυτό φορείς ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει τις προσόδους που προκύπτουν από τη διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου στους δικαιούχους δύο φορές το χρόνο ανάλογα με τη μερίδα καθενός στο Κοινό Κεφάλαιο. Οι πρόσοδοι αυτές προέρχονται από την ενεργό διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος και δεν συνιστούν τόκο.
Από τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 11 ν. 2469/1997 προκύπτει σαφώς ότι τα διαθέσιμα των φορέων δεν κατατίθενται στην Τράπεζα της Ελλάδος προς φύλαξη (παρακαταθήκη), αλλά προς επένδυση σύμφωνα με τους κανόνες για το Κοινό Κεφάλαιο (βλ. ιδίως άρθρο 15 παρ. 11 υποπαρ. γ’ ν. 2469/1997: το ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου επενδύεται υποχρεωτικά σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, έτσι ώστε τα δημιουργούμενα νέα υπόλοιπα στους λογαριασμούς των φορέων να επενδύονται άμεσα).
Επομένως, με τη δημιουργία του Κοινού Κεφαλαίου από το άρθρο 15 παρ. 11 ν. 2469/1997, οι «λογαριασμοί διαθεσίμων» χάνουν οριστικά την ιδιότητά τους ως τραπεζικών λογαριασμών με την κλασσική έννοια, ως λογαριασμών δηλαδή οι οποίοι αποτυπώνουν χρηματική απαίτηση του δικαιούχου έναντι της Τράπεζας, αφού τα κεφάλαια των φορέων δεν φυλάσσονται (έντοκα ή άτοκα) στην Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά επενδύονται από αυτήν άμεσα, υποχρεωτικά και αποκλειστικά σε κινητές αξίες του Ελληνικού Δημοσίου όπως ορίζει ο Νόμος. Δηλαδή με τον όρο «λογαριασμός» εννοείται η «μερίδα» κάθε φορέα στο Κοινό Κεφάλαιο, καθώς η χρήση της παλαιότερης ορολογίας εξηγείται απλώς ιστορικά (ο όρος «λογαριασμός διαθεσίμων» χρησιμοποιείται ήδη από τον α.ν. 1611/1950).
Αντίστοιχα, τυχόν απολήψεις χρηματικών ποσών, στις οποίες προβαίνουν οι φορείς βάσει του άρθρου 15 παρ. 11 υποπαρ. στ’ ν. 2469/1997, δεν συνιστούν «αναλήψεις από τραπεζικό λογαριασμό» με τη στενή έννοια του όρου, αλλά ρευστοποιήσεις μέρους (ή του συνόλου) της μερίδας των φορέων στο Κοινό Κεφάλαιο. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 15 παρ. 11 υποπαρ. στ’ ν. 2469/1997 θέτει ως όριο αυτών των απολήψεων την αξία της μερίδας κάθε φορέα στο Κοινό Κεφάλαιο. Επομένως, δεν βρίσκει οποιοδήποτε έρεισμα στον νόμο τυχόν αντίληψη ότι οι φορείς έχουν δήθεν απαίτηση έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος για το σύνολο των κεφαλαίων τους που έχουν κατά καιρούς ενταχθεί στο Κοινό Κεφάλαιο και επενδυθεί σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, ανεξάρτητα από την τρέχουσα αγοραία αξία των στοιχείων που αποτελούν το ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου και συνεπώς της μερίδας κάθε φορέα σ’ αυτό.
Με την ενεργοποίηση των ρητρών συλλογικής δράσης κατέστη νομικά υποχρεωτική η συμμετοχή του Κοινού Κεφαλαίου στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων και αναδιάταξης του ελληνικού χρέους (PSI), όσον αφορά ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου τόσο υπό ελληνικό δίκαιο όσο και υπό αλλοδαπό (12.3.2012 και 11.4.2012).
Συνεπεία της ανωτέρω συμμετοχής, η ονομαστική αξία των ομολόγων που υπήρχαν στο χαρτοφυλάκιο του Κοινού Κεφαλαίου και εντάχθηκαν στο παραπάνω πρόγραμμα (επιλέξιμοι τίτλοι) υπέστη μείωση κατά 53,5%. Συνακόλουθα, προσαρμόστηκε και η συνολική ονομαστική αξία του ενεργητικού του Κοινού Κεφαλαίου και η ονομαστική αξία της μερίδας κάθε φορέα στο Κοινό Κεφάλαιο ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του σε αυτό.
Στα ενημερωτικά σημειώματα (extraits) που λαμβάνετε αποτυπώνεται η κίνηση των κεφαλαίων τα οποία κατά καιρούς εντάχθηκαν στο Κοινό Κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων των προσόδων από τη διαχείρισή του, και επενδύθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις. Αντίθετα, δεν αποτυπώνεται η τρέχουσα αγοραία αξία της μερίδας σας στο Κοινό Κεφάλαιο, η οποία αποτελεί και το όριο εντός του οποίου μπορείτε να προβαίνετε σε απολήψεις χρηματικών ποσών βάσει του άρθρου 15 παρ. 11 υποπαρ. στ’ ν. 2469/1997»
Προφανώς το θέμα έχει τεράστιες διαστάσεις για όλο τον δημοσιογραφικό κλάδο όχι μόνο ως προς την υποχρεωτική απομείωση των διαθεσίμων του ΕΔΟΕΑΠ, μέσω του PSI (άρα με ευθύνη του κράτους και της τότε κυβέρνησης) αλλά και για την περαιτέρω συρρίκνωση τους ως απόρροια των αναλήψεων που έγιναν, από την οποία προκύπτει περαιτέρω δυσβάστακτη απώλεια πολλών εκατομμυρίων ευρώ.