Βούλιαξαν το ΧΑ: Πολιτική παράλυση βλέπει η BofA, αβεβαιότητα η CS, 3ο πακέτο η JP Morgan

Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές στην Ελλάδα, η έκβαση παραμένει αβέβαια, σχολιάζει η Credit Suisse σε ανάλυσή της με σημερινή ημερομηνία. Όπως σχολιάζει ο ελβετικός οίκος, η στήριξη για τα δύο κόμματα, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό, ενώ τα ποσοστά των αναποφάσιστων και των «ψήφων αντίδρασης», παραμένουν πολύ υψηλά.

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, αν και η Νέα Δημοκρατία προπορεύεται, δεν θα είναι σε θέση να αποκτήσει αυτοδυναμία. Μια κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ είναι το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με την Credit Suisse. «Και τα δύο κόμματα έχουν δεσμευτεί να στηρίξουν το πρόγραμμα της τρόικας, είναι αβέβαιο ωστόσο σε αυτό το σημείο, εάν ένας τέτοιος συνασπισμός θα έχει την ισχυρή πλειοψηφία στη Βουλή. Οι εντάσεις μεταξύ των μελών και η ισχυρή αντιπολίτευση από τα κόμματα κατά του μνημονίου, μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητά της».

Σε ένα σενάριο υπό το οποίο οι Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ αποτυγχάνουν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού, μπορεί να επιχειρηθεί ένας ευρύτερος συνασπισμός με άλλα κόμματα που δεν είναι ισχυροί υποστηρικτές του μνημονίου ή μπορεί να ακολουθήσουν άλλες εκλογές. «Και οι δύο προοπτικές θα εντείνουν την αβεβαιότητα και θα δημιουργήσουν αμφιβολίες για την επιτυχή υλοποίηση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος».

Η Merrill Lynch από την πλευρά της βλέπει ισχυρό ρίσκο πολιτικής παράλυσης στην Ελλάδα μετά από τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Σύμφωνα με ανάλυσή της με χθεσινή ημερομηνία, η Merrill Lynch τονίζει ότι οι δύο κύριες δυνάμεις που στηρίζουν το πρόγραμμα των προσαρμογών, απέχουν από το να αποκτήσουν αυτοδυναμία. Επιπλέον, μια συμφωνία μεταξύ των δύο κομμάτων για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, «κατά την άποψή μας».  Εάν δεν σχηματιστεί κυβέρνηση, θα ακολουθήσουν εκλογές σε ένα μήνα, και ύστερα κι άλλες, μέχρι να σχηματιστεί κυβέρνηση. Το βασικό σενάριο της Merrill Lynch είναι ότι το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία θα λάβουν αρκετές ψήφους και τελικώς θα συμφωνήσουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία ωστόσο θα έχει μικρή πλειοψηφία και ίσως δεν διαρκέσει πολύ.

Εκτιμά ακόμη ότι αν και η πολιτική παράλυση στην Ελλάδα δεν είναι το βασικό της σενάριο, «ανησυχούμε για τους κινδύνους που περιλαμβάνονται». Το ελληνικό πρόβλημα απέχει πολύ ακόμη από την επίλυσή του, αλλά το νέο πρόγραμμα κερδίζει χρόνο για την Ελλάδα. «Ωστόσο, η πολιτική αστάθεια μετά από τις εκλογές μπορεί να οδηγήσει στο worst case σενάριο που περιλαμβάνει πιθανώς και την έξοδο από την ευρωζώνη». Επισημαίνει ακόμη ότι η άμεση έκθεση του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά, αλλά σενάρια κινδύνου για τη χώρα μπορούν ακόμη να επηρεάσουν τις αγορές, να ενισχύσουν τις ήδη αυξημένες πιέσεις στην κρατική χρηματοδότηση και να αποδυναμώσουν το ευρώ.

Η JP Morgan σε ανάλυσή της τονίζει πως υπάρχει έντονη αβεβαιότητα για την έκβαση των ελληνικών εκλογών και για το εάν θα είναι πιθανό να σχηματιστεί ένας σταθερός συνασπισμός. «Εάν υποθέσουμε ότι είναι πιθανός ένας σταθερός συνασπισμός, το βασικό ζήτημα είναι ποια θα είναι η στάση του σχετικά με το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης. Το πιο πιθανό είναι ότι η νέα κυβέρνηση θα προσπαθήσει να επαναδιαπραγματευτεί το περίγραμμα του δεύτερου πακέτου, αλλά με έναν τρόπο που θα είναι αποδεκτός στην τρόικα. Δεν περιμένουμε μια απευθείας απόρριψη του προγράμματος  που θα αύξανε σημαντικά την πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ».

Προσθέτει ακόμη πως εκτός από την ευρύτερη προσπάθεια της ευρωζώνης να δώσει έμφαση στην ανάπτυξη, το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας έχει ήδη στραφεί σε αυτή την κατεύθυνση. «Αυτό είναι εμφανές κυρίως σε ένα πιο ήπιο δρόμο προς τη μείωση του ελλείμματος. Με έμφαση στην επανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού κλάδου, και έμφαση στην επίτευξη εσωτερικής υποτίμησης για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας. Παρόλα αυτά, πρόκειται περισσότερο για μια στροφή που θα μπορούσε να λάβει χώρα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στους όρους της χαλάρωσης της δημοσιονομικής ενοποίησης βραχυπρόθεσμα. Και αυτό ακριβώς είναι που περιμένουμε να συμβεί».

Προσθέτει ακόμη ότι παρά τις διαβεβαιώσεις από τα κύρια κόμματα για την αφοσίωσή τους στο δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, κάποια επαναδιαπραγμάτευση μετά από τις εκλογές θεωρείται πιθανή. Ωστόσο οποιεσδήποτε κινήσεις σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θα πρέπει να θεωρούνται περιορισμένες. «Σε ό,τι αφορά στο σχεδιασμό του προγράμματος, η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μοιάζει γενναιόδωρη». Αναφορικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το βασικό ζήτημα είναι η εφαρμογή, όταν ισχυρά συμφέροντα θα αντιστέκονται στις αλλαγές. «Είναι δύσκολο να υποστηρίξουν ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι αναγκαίες, αλλά είναι αδιευκρίνιστο ότι η νέα κυβέρνηση θα μπορεί να τις εφαρμόσει».

Για αυτό, η JP Morgan καταλήγει ότι η πιο πιθανή περιοχή για επαναδιαπραγμάτευση είναι αυτή της δημοσιονομικής ενοποίησης. Η νέα κυβέρνηση αναμένεται να ζητήσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής να πάει λίγο πίσω, ώστε να περιοριστεί η βραχυπρόθεσμη οικονομική συρρίκνωση, «και σε αυτό το ζήτημα αναμένεται να χτυπήσει μια ανοιχτή πόρτα». Επισημαίνει ωστόσο ότι αυτό θα έχει σίγουρα επιδράσεις και στη χρηματοδότηση. Το δεύτερο πρόγραμμα προϋποθέτει μια επιστροφή στις αγορές το 2015. Ακόμη κι αν το δεύτερο πρόγραμμα, όπως έχει αυτή τη στιγμή, εφαρμοστεί πλήρως, δεν είναι ξεκάθαρο ότι η πρόσβαση στις αγορές θα έρθει τόσο νωρίς. Για αυτό το λόγο, ένα τρίτο πρόγραμμα είναι πιθανό σε κάθε περίπτωση. «Το μέγεθος ενός τρίτου προγράμματος θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο, στο βαθμό που θα σημειωθεί λιγότερη πρόοδος στο δημοσιονομικό μέτωπο.

Τονίζει δε πως το πραγματικό ζήτημα για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά στο δημοσιονομικό, είναι η περαιτέρω ανακούφιση από το χρέος. Ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα είναι αναγκαίο στο πρόγραμμα ώστε να συντηρηθεί η ιδέα ότι το ποσοστό χρέους επί του ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί σταδιακά στην επόμενη δεκαετία και περισσότερο. «Εάν η Ελλάδα επρόκειτο να λάβει σημαντική περαιτέρω ανακούφιση από το χρέος, τότε θα μπορούσε να επιστρέψει στις αγορές με πολύ μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα, που θα μείωνε το μέγεθος της επιπλέον λιτότητας που χρειάζεται».

Καταλήγει δε ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση πιθανότατα θα χρειαστεί να δεσμευτεί προς ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, αν και με χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι συμβαίνει τώρα. «Η αίσθησή μας είναι ότι πριν ο στόχος αυτός επιτευχθεί, η Ευρώπη θα συμφωνήσει σε μια πιο επιθετική αναδιάρθρωση του δανεισμού του επίσημου τομέα».

Πηγή:www.capital.gr