Από την κυβερνητική εξαγγελία για τη θέσπιση τεκμηρίων προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων μέχρι και σήμερα, παραμονές της ψήφισης των σχετικών διατάξεων έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά. Τα περισσότερα καταδικάζουν στο πυρ το εξώτερο τα προτεινόμενα από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μέτρα.
Της Ασπασίας Μάλλιου
δικηγόρου ΜΔΕ, οικονομολόγου*
Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει με το επιχείρημα ότι τα τεκμήρια συνιστούν έναν αναχρονισμό. Έναν αναχρονισμό μάλιστα που βρίσκεται στα όρια της συνταγματικής ανοχής. Καθώς, εντέλει με την επιλογή των τεκμηρίων δυσχερώς επιβεβαιώνεται στην πράξη η εντελλόμενη από το Σύνταγμα υποχρέωση της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, αντίστοιχα, να ορίζουν στον νόμο, να εξατομικεύουν με τη διαδικασία βεβαίωσης και ελέγχουν εγγυητικά σε περίπτωση αμφισβήτησης με δικαστική προσφυγή, το φορολογικό περιστατικό. Και ας έχουν νομολογήσει το αναιρετικό και τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας ότι τα τεκμήρια συνιστούν συνταγματικά ανεκτή μέθοδο προσδιορισμού φοροδοτικής ικανότητας και όχι το αντικείμενο του φόρου, κατά τις επιταγές του άρθρου 78 Σ. Νομολογία που πάντως δυσκολεύεται να απαντήσει στο ερώτημα, αν το τεκμήριο είναι μέθοδος, τότε ποιο είναι το αντικείμενο του φόρου, που κατά τον συνταγματικό κανόνα της νομιμότητας του φόρου υποχρεωτικά περιγράφεται στον νόμο.
Ουδείς, άλλωστε, μπορεί να διαφωνήσει με το επιχείρημα ότι ο οριζόντιος, τεκμαρτός προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος οδηγεί σε ορισμένες περιπτώσεις στην επιβολή φόρου επί ανύπαρκτης φορολογητέας ύλης. Μάλιστα, όσο πιο περιορισμένη είναι η δυνατότητα ανταπόδειξης, τόσο μεγαλύτερη πιθανόν να είναι η απόκλιση από την πράγματι υφιστάμενη φορολογητέα ύλη. Με περαιτέρω συνέπεια, να επιβάλλεται φόρος εισοδήματος πέρα και πάνω από τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογικού υποκειμένου, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ.5 Συντάγματος. Προς μετριασμό του κινδύνου αυτού, από το υπουργείο προτάθηκε διορθωτικά της αρχικής αποτύπωσης των διατάξεων, η δυνατότητα μη αποδοχής του αποτελέσματος του τεκμαρτού προσδιορισμού που θα οδηγεί σε διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων των λογιστικών αποτελεσμάτων. Παραμένει υπό εξέταση στην πράξη, η δυνατότητα του ελεγκτικού μηχανισμού να προβεί σε επιμέρους φορολογικούς ελέγχους, όλων όσοι τυχόν θα αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα της έμμεσης μεθόδου προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας των αυτοαπασχολούμενων.
Ουδείς, όμως, μπορεί να διαφωνήσει και με το επιχείρημα ότι η κυβερνητική επιλογή θέσπισης επικουρικού τρόπου τεκμαρτού υπολογισμού εισοδήματος στους αυτοαπασχολούμενος δεν γεννήθηκε in vitro. Αντίθετα, αυτή αποτελεί μια αντίδραση σε πολύχρονη δράση. Ιδίως, αποτελεί αντίδραση στη διαπιστούμενη χρόνια επιλογή μεγάλης μερίδας των αυτοαπασχολούμενων να δηλώνουν καθαρό εισόδημα εντός του απαλλασσόμενου ορίου. Ο τεκμαρτός λοιπόν προσδιορισμός φορολογητέου εισοδήματος, εκτός από αναχρονισμό, συνιστά και μια νομοθετική επιλογή, κατά την οποία μετατίθενται τεκμαρτά και προς τα πάνω τα όρια φορολόγησης των αυτοαπασχολούμενων, με σκοπό να συλληφθεί μέρος της μικροφοροδιαφυγής. Μήπως, μάλιστα αποτελεί και μια παραδοχή της νομοθετικής εξουσίας ότι η εκτελεστική εξουσία δεν δύναται να ελέγξει αυτή τη φοροδιαφυγή; Πόσο άραγε θα κοστίσει στον κρατικό μηχανισμό και επομένως σε εμάς, η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων στους περίπου 750.000 αυτοαπασχολούμενος, υπολογίζοντας πόσες υποθέσεις μπορεί ο κάθε ελεγκτής να ελέγξει, πόσες ο κάθε επόπτης να εποπτεύσει και πόσες ο διευθυντής κάθε αποκεντρωμένης φορολογικής υπηρεσίας να επικυρώσει, κάθε εργάσιμη ημέρα του έτους; Έχουμε άραγε αναλογιστεί τον κίνδυνο, με την καταβολή του χαρακτηριζόμενου από συνδικαλιστικές οργανώσεις ως «κεφαλικού» φόρου επί της τεκμαρτής βάσης, εντέλει να συνεχίζει η μεγαλύτερης βαρύτητας φοροδιαφυγή;
Το ανάθεμα έναντι του τεκμαρτού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος βρίσκει ουσιώδη ερείσματα τόσο στον Νόμο και το Σύνταγμα όσο και στην κοινωνική πραγματικότητα, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος «να καούν τα ξερά μαζί με τα χλωρά». Επομένως, μήπως οι συνδικαλιστικές αντιδράσεις θα έπρεπε να στρέφονται όχι μόνο κατά των κυβερνητικών προσπαθειών περιορισμού της μικροφοροδιαφυγής αλλά να κατευθυνθούν επιτέλους και κατά αυτών που επιμένουν σε βάρος των συμμορφούμενων με τις υποχρεώσεις τους, να φοροδιαφεύγουν; Ή μήπως θα εξακολουθήσουμε να επιμένουμε ότι η μάχη κατά της φοροδιαφυγής συνιστά αποκλειστικό βάρος και καθήκον της πολιτικής κάθε φορά ηγεσίας και δεν αφορά κάθε έναν από εμάς και το κοινωνικό μας σύνολο, όπως αυτό δρα και συνδικαλιζόμενο;
* Η Ασπασία Μάλλιου είναι ο εταίρος για τη φορολογία της δικηγορικής εταιρείας ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ ΒΕΚΡΗΣ (www.potamitisvekris.com)