Ύφεση κοντά στο 5% βλέπει για φέτος ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος, ενώ για την ανεργία εκτιμά πως θα υπερβεί το 19% έναντι 17,7% πέρυσι.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ τη διετία 2010–2011 μειώθηκαν οι μισθοί κατά 7,9%, «συμβάλλοντας στην κατά 10,5% βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας». Ο διοικητής εκτίμησε στην ομιλία του ότι μέχρι τέλος του έτους θα έχουν ανακτηθεί ακόμη και τα ¾ της συνολικής απώλειας ανταγωνιστικότητας της περιόδου 2001-2009.
Κατά την παρουσίαση της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος, στο πλαίσιο της 79ης ετήσιας γενικής συνέλευσης της ΤτΕ, ο κ. Προβόπουλος αναφέρθηκε σε ολιγωρίες και παρελκυστική τακτική που πολλαπλασίασε το κόστος προσαρμογής, ενώ ταυτόχρονα βάθυνε και παρέτεινε την ύφεση.
Μετά το PSI ωστόσο, πιστεύει ότι η χώρα βρίσκεται σε μια νέα ελπιδοφόρα αφετηρία. «Κερδήθηκε μια μάχη, αλλά ο πόλεμος συνεχίζεται» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Προβόπουλος, επισημαίνοντας παράλληλα πως «απαιτείται κοινωνική και πολιτική συμφωνία στο μείζον, που είναι η ευρωπαϊκή προοπτική και η ανάπτυξη».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, έδωσε μεγάλη σημασία στην ύφεση η οποία, όπως είπε, «επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες κα τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο».
Επεσήμανε ότι «η ελληνική οικονομία καλείται να κάνει σταθερά βήματα προόδου. Απαιτείται γι΄ αυτό πλήρης ετοιμότητα από την πρώτη κιόλας ημέρα της μετεκλογικής περιόδου, ώστε να κερδηθεί ο πόλεμος σε όλα τα μέτωπα, αρχίζοντας από την οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου κράτους, που θα υπηρετεί ταυτόχρονα την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών και την κοινωνική συνοχή».
Κατέγραψε μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές με στόχο τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, ενώ εκτίμησε ότι η ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος θα συμβάλει στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη, εκτιμώντας ότι η βελτίωση των χρηματοδοτικών δυνατοτήτων είναι εφικτή. Σε πρώτη φάση, είπε, θα μπορούν να επανέλθουν στις τραπεζικές καταθέσεις αποθησαυρισμένα τραπεζογραμμάτια ύψους 10 – 15 δισ. ευρώ και ακολούθως να ενθαρρυνθεί ο επαναπατρισμός κεφαλαίων.
Για τις τράπεζες, ο κ. Προβόπουλος υπογράμμισε ότι βαρύνονται τόσο από το PSI όσο και από την παρατεταμένη ύφεση και στόχος πρέπει να είναι ένα υγιές και ισχυρό τραπεζικό σύστημα.
Στο δημοσιονομικό πεδίο σημείωσε ότι οι πρωτογενείς δαπάνες μειώθηκαν μεν, αλλά λιγότερο από ότι αναμενόταν εξαιτίας των αυξημένων χορηγήσεων προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στην έκθεση ειδική αναφορά γίνεται για την πορεία της φτώχειας στην Ελλάδα, η οποία όπως σημειώνεται, φαίνεται να μετατοπίζεται από τους ηλικιωμένους προς τα νέα ζευγάρια με παιδιά. Σε αυτή την κατηγορία, το 22,3% ζει σε συνθήκες φτώχειας έναντι 19,3% το 2005. Όπως επισημαίνεται «η ανεργία έχει πλέον πλήξει και τον πιο σκληρό πυρήνα του κοινωνικού ιστού, καθώς το μερίδιο των ανέργων που δηλώνουν αρχηγοί νοικοκυριού έχει αυξηθεί περισσότερο από 5% την τελευταία τριετία».
Προβλέψεις των βασικών μεγεθών για το 2012
-Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ θα πλησιάσει το 5%, δηλαδή η ύφεση θα είναι λιγότερο έντονη από ό,τι το 2011, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα θα εφαρμοστούν χωρίς καθυστέρηση.
-Το μέσο ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί εφέτος σε σύγκριση με το 2011 και θα υπερβεί το 19%, έναντι 17,7% πέρυσι.
-Η αναμενόμενη το 2012-13 μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, σε συνδυασμό και με
την προβλεπόμενη εξέλιξη των τιμών, οδηγεί σε αισθητή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που θα συμβάλει σε άνοδο των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι έως το τέλος του 2012 θα έχουν ανακτηθεί τα 2/3 έως 3/4 της συνολικής απώλειας της ανταγωνιστικότητας κόστους της περιόδου 2001-2009. Επιπλέον, εντός του 2013 θα έχει ανακτηθεί πιθανόν ολόκληρη η απώλεια.
– Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να υποχωρήσει από 9,8% του ΑΕΠ το 2011 στο 7,5% περίπου το 2012, ενώ η υποχώρηση θα συνεχιστεί και τα επόμενα έτη.
-Τέλος, η πτωτική τάση του πληθωρισμού συνεχίζεται το 2012 και ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί γύρω στο 1,2%. Το 2013 ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω, ενδεχομένως και κάτω από το 0,5%.
Στο 24% το συνολικό “μαχαίρι” στους μισθούς σε βάθος τετραετίας
Σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, το συνολικό μαχαίρι στους μισθούς στην τετραετία 2010 – 2013 εκτιμάται σε 24%. Όπως σημειώνεται, η μείωση των αποδοχών αναμένεται να συνεχιστεί και φέτος αλλά και το 2013. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι το 2010 και το 2011 η μείωση των μισθών ήταν της τάξης του 4,8% και 3% αντίστοιχα.
Για το 2012 εκτιμάται ότι οι μέσες ονομαστικές προ φορολογίας αποδοχές των μισθωτών στο σύνολο της οικονομίας θα μειωθούν κατά 8,4% έως 9,2% σε ονομαστικούς όρους και κατά 9,5%-10,3% σε πραγματικούς όρους. Μεγαλύτερη εκτιμάται ότι θα είναι η μέση μείωση στον επιχειρηματικό τομέα (-8,7% έως -10,0% σε ονομαστικούς όρους, -9,8% έως -11,1% σε πραγματικούς), ενώ η μείωση των μέσων αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων θα είναι της τάξεως του 7,4% σε ονομαστικούς όρους και του 8,5% σε πραγματικούς. Αν υποτεθεί ότι ο ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ θα πλησιάσει το 5% και της μισθωτής απασχόλησης το 4,5%, υπολογίζεται ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα μειωθεί σημαντικά (για τρίτο κατά σειρά έτος) κατά 5,9%-6,8% στο σύνολο της οικονομίας και κατά 7,8% – 9,1% στον επιχειρηματικό τομέα.
Για το 2013 «στη διάρκεια του οποίου θα λήξουν πολλές συλλογικές συμβάσεις (και κατά πάσα πιθανότητα θα προσαρμοστούν προς τα κάτω οι αποδοχές που αυτές προβλέπουν), ενδέχεται οι μέσες ονομαστικές αποδοχές να μειωθούν κατά 7% περίπου στο σύνολο της οικονομίας (κατά 3% περίπου στο Δημόσιο και σχεδόν κατά 9% στον επιχειρηματικό τομέα), με αποτέλεσμα το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος να μειωθεί περαιτέρω κατά 6%-6,5% στο σύνολο της οικονομίας και κατά 8% περίπου στον επιχειρηματικό τομέα».
SOS για την φορολογική επιβάρυνση στην αγορά ακινήτων
Σήμα κινδύνου για επιβάρυνση στην αγορά ακινήτων λόγω της φοροεπιδρομής απευθύνει ο κ. Προβόπουλος στην έκθεση. Ειδικότερα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Η σημαντική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της ακίνητης περιουσίας τα τελευταία τρία έτη (στο πλαίσιο της προσπάθειας ενίσχυσης των δημόσιων εσόδων) εκτιμάται ότι έχει επιτείνει την ύφεση στην αγορά ακινήτων. Πέραν της επιβάρυνσης αυτής, οι συνεχείς εξαγγελίες και αναβολές για επιμέρους πρόσθετα μέτρα παρατείνουν την αβεβαιότητα ως προς το φορολογικό καθεστώς των ακινήτων (η αύξηση των αντικειμενικών αξιών, η επιβολή ΦΠΑ στα επαγγελματικά ακίνητα των φυσικών προσώπων κ.ά.) και δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο τη μελλοντική ανάκαμψη της αγοράς. Για παράδειγμα, η αύξηση των αντικειμενικών τιμών (που προσδιορίζουν την αξία των ακινήτων για φορολογικούς σκοπούς), αν και χρονικά έχει προσδιοριστεί πολλές φορές στο παρελθόν, δεν έχει υλοποιηθεί. Πάντως, η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών στα επίπεδα των τιμών της αγοράς αναμένεται έως τον Ιούνιο του 2012 (νέο Μνημόνιο Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Πολιτικών).
Η αύξηση των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντικές αναπροσαρμογές της φορολογητέας αξίας των ακινήτων (ειδικά σε περιοχές όπου η διαφορά αντικειμενικών-εμπορικών τιμών είναι μεγάλη), συμπαρασύροντας πολλούς φόρους προς τα πάνω και επιτείνοντας την έντονη αβεβαιότητα και την ύφεση στην ελληνική κτηματαγορά. Μια τέτοια αναπροσαρμογή θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνδυαστεί με εξορθολογισμό της φορολογίας των ακινήτων, στην κατεύθυνση τόσο της μείωσης της φορολογίας των μεταβιβάσεων όσο και της κατάργησης επιμέρους επιβαρύνσεων και της θέσπισης ή διατήρησης ενός πολύ μικρού αριθμού ενιαίων φόρων που θα αντικαταστήσουν το πλήθος των υπαρχόντων (π.χ. ενιαίος φόρος επί των συναλλαγών και ανάλογος ενιαίος φόρος επί της ιδιοκτησίας ακινήτων).
Επισημαίνεται τέλος ότι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων στα επίπεδα των τιμών της αγοράς δεν θα πρέπει να γίνει με κάποιον “οριζόντιο” τρόπο, δηλαδή με κάποια ισοποσοστιαία μεταβολή όλων των αντικειμενικών τιμών που ισχύουν σήμερα, καθώς η μεταβολή των εμπορικών τιμών των ακινήτων από τις αρχές του 2007 (οπότε και έλαβε χώρα η τελευταία αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών) έως σήμερα διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των επιμέρους γεωγραφικών περιοχών.