Γ. Στουρνάρας: Είμαστε μια χώρα ευημερούσα, παρά τα διαχρονικά λάθη μας

Στην ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος, από την ίδρυσή της λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στις δεκαετίες που ακολούθησαν και μέχρι σήμερα, αναφέρθηκε ο διοικητής της, Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξή του με αφορμή τα 90 χρόνια του περιοδικού «Οικονομική Επιθεώρηση», εστιάζοντας μεταξύ άλλων και στις δύσκολες αποφάσεις που ελήφθησαν σε κρίσιμες χρονικές περιόδους για τη χώρα.

«Έχουμε φέτος τα 90 χρόνια της Οικονομικής Επιθεώρησης -η οποία βέβαια ξεκίνησε ως Βιομηχανική Επιθεώρησις, εκεί, στη δεύτερη φάση του Μεσοπολέμου, με το στοίχημα στήριξης της εξωστρέφειας της τότε βιομηχανίας. Αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος, έχει ήδη γιορτάσει τα 90 χρόνια της, δημιούργημα της διεθνούς συστήματος/της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών. Συνολικά, η εποχή εκείνη ήταν ένα εγχείρημα ένταξης στο διεθνές σύστημα. Πόσες φορές, λοιπόν, βρέθηκε η Ελλάδα αποκομμένη; Πόσες φορές μετείχε στο διεθνές γίγνεσθαι ενεργά; Η ίδια η οικονομία και κοινωνία, αλλά και όσοι πήραν την ευθύνη να την οδηγήσουν σε ταραγμένα χρόνια -ή να την παρακολουθήσουν;» τόνισε.

Πιο αναλυτικά, ο κ. Στουρνάρας αναφέρει:

Έχουμε φέτος τα 90 χρόνια της Οικονομικής Επιθεώρησης – η οποία βέβαια ξεκίνησε ως Βιομηχανική Επιθεώρησις, εκεί, στη δεύτερη φάση του Μεσοπολέμου, με το στοίχημα στήριξης της εξωστρέφειας της τότε βιομηχανίας. Αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος, έχει ήδη γιορτάσει τα 90 χρόνια της, δημιούργημα της διεθνούς συστήματος/της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών. Συνολικά, η εποχή εκείνη ήταν ένα εγχείρημα ένταξης στο διεθνές σύστημα. Πόσες φορές, λοιπόν, βρέθηκε η Ελλάδα αποκομμένη; Πόσες φορές μετείχε στο διεθνές γίγνεσθαι ενεργά; Η ίδια η οικονομία και κοινωνία, αλλά και όσοι πήραν την ευθύνη να την οδηγήσουν σε ταραγμένα χρόνια – ή να την παρακολουθήσουν;

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από το “παρακολουθήσουν”: την Οικονομική Επιθεώρηση τη διαβάζω ανελλιπώς από τότε που επέστρεψα στην Ελλάδα από την Αγγλία. Την παρακολουθώ στις προσεγγίσεις της και σας συγχαίρω για την πρωτοβουλία σας να βλέπετε σε μια προοπτική τα πράγματα. Όντως, η Τράπεζα της Ελλάδος ξεκίνησε σε μια εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο: Μικρασιατική Καταστροφή μετά τους πολέμους – εποχή που χρειαστήκαμε δάνεια για τους πρόσφυγες, για την ανασυγκρότηση της χώρας μετά τη μεγάλη ήττα. Τότε, λοιπόν, η Κοινωνία των Εθνών έθεσε ορισμένες προϋποθέσεις: κυρίως δημοσιονομικό μάζεμα δαπανών, τότε στρατιωτικών, για την εκστρατεία. Αλλά και μεταρρυθμίσεις.

Ήδη μεταρρυθμίσεις, από τότε;

Αυτό που λέμε σήμερα μεταρρυθμίσεις. Αλλά μέσα σ’ αυτές ήταν –τρίτο και βασικότερο– η δημιουργία μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας.

Και γιατί τόση έμφαση σ’ αυτό το τελευταίο; Στα μάτια των ανθρώπων και των πολιτικών συντελεστών του Μεσοπολέμου, και δη της Τράπεζας της Αγγλίας, που ήταν πίσω από τη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών;

Πρώτα πρώτα επειδή την εποχή εκείνη συνολικά γεννιούνταν οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο, στον Μεσοπόλεμο. Μαμή της ιστορίας ήταν όντως η Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα της Γαλλίας και ήδη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Δεν είχαν εμπιστοσύνη στις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες μέχρι τότε κρατούσαν το εκδοτικό προνόμιο – στην Ελλάδα ήταν η Εθνική Τράπεζα. Είπαν λοιπόν σ’ εμάς ότι προϋπόθεση για τα δάνεια της Κοινωνίας των Εθνών θα ήταν η δημιουργία κεντρικής τράπεζας για να αναλάβει το εκδοτικό προνόμιο. Και να διαμορφώσει τη νομισματική πολιτική, συνεπώς. Μέχρι τότε, το εκδοτικό προνόμιο το είχε η Εθνική.

Υποδοχή; Αντιδράσεις;

Έγινε χαμός! Το ορφανό μωρό ήθελαν να το πνίξουν όλοι: τα πρώτα χρόνια, η Τράπεζα της Ελλάδος περισσότερο πάσχισε για την επιβίωσή της, παρά για να κάνει δουλειά. Η Εθνική τη σαμποτάρισε όσο μπορούσε.

Το δύσκολο ξεκίνημα της ΤτΕ σε δύσβατα χρόνια για την Ελλάδα

Δηλαδή;

Στην ουσία την έκανε bad bank, της φόρεσαν όλα τα προβληματικά δάνεια του Ελληνικού Δημοσίου.

Όμως, πρώτος διοικητής της ΤτΕ ορίζεται ο διοικητής της Εθνικής, ο Αλέξανδρος Διομήδης…

Όντως. Προσέξτε όμως: και η ΤτΕ πέφτει στη μέγγενη του Εθνικού Διχασμού. Υπήρξε προϊόν της βενιζελικής περιόδου…

Βενιζελικός και ο Διομήδης.

…. και πέφτει πάνω στο Λαϊκό Κόμμα, το οποίο ακριβώς ήθελε να πνίξει το μωρό. Το πάλεψε ο Διομήδης, εν συνεχεία ο Εμμανουήλ Τσουδερός δέχθηκε να κρατήσει η Εθνική τα κερδοφόρα τμήματα –τις εμπορικές δραστηριότητες– και η ΤτΕ τις προβληματικές πιστώσεις του Δημοσίου. Στο μεταξύ, τότε, νομισματική πολιτική/συναλλαγματική πολιτική/πιστωτική πολιτική ήταν κάτι το ανύπαρκτο όπως το ξέρουμε σήμερα.

Ενδιέφεραν τις κυβερνήσεις αυτά τα κομμάτια, τεχνικά; Ή το απέφευγαν;

Το απέφευγαν επειδή δεν το ήξεραν! Τα διάβαζα κι εγώ αυτά –να σας δείξω δυο βιβλία, εδώ, εκπληκτικά: το The Spread of Modern Central Banking and Global Cooperation, 1919-1939 των Μπάρι Άιχενγκριν και Ανδρέα Κακριδή, με βάση ένα συνέδριο που είχε γίνει εδώ, στην ΤτΕ για τα 90 χρόνια της, και το Η ελληνική οικονομία μετά το 1950 του Χρυσάφη Ιορδάνογλου – που δίνουν διαχρονικά το στίγμα. Είναι λοιπόν τα 7-10 πρώτα χρόνια της ΤτΕ πολύ δύσκολα. Δεν την ήθελε κανένας: ούτε οι εμπορικές τράπεζες, ιδιαίτερα η Εθνική. Πέρα λοιπόν από τη δουλειά που της είχε ανατεθεί, δηλαδή εποπτεία και όποια νομισματική πολιτική, υπήρχε ένα προβληματικό κλίμα.

Τι ήταν η νομισματική πολιτική τότε;

Ήταν η συνεχής μάχη της δραχμής. Η επαναπρόσδεση στον κανόνα χρυσού. Η οποία βέβαια, μετά την υποτίμηση της στερλίνας το 1931, σταμάτησε να έχει νόημα. Εμείς προσπαθήσαμε λίγο ακόμη.

Αλλά ματαίως, σωστά;

Δείτε, δεν πήγαμε και τόσο άσχημα τελικά υπό τις τόσο δύσκολες συνθήκες του ύστερου Μεσοπολέμου. Ούτε ήταν τόσο σφιχτή η νομισματική πολιτική για την οποία κατηγορήθηκε τότε η ΤτΕ, ότι δηλαδή κόντεψε να πνίξει την οικονομία με την πολιτική της.

Τράπεζα της Ελλάδος και πραγματική οικονομία

Και ποια ήταν, τότε, η σχέση της ΤτΕ και της διοίκησής της –  υπό το διεθνές σύστημα, πάντα…

Ασφαλώς λειτουργώντας στο διεθνές σύστημα.

… με την πραγματική οικονομία; Κοιτούσε τη βιομηχανία, τη γεωργία, τις ανάγκες της παραγωγικής βάσης της οικονομίας όπως θα λέγαμε σήμερα;

Κοιτούσε, και μάλιστα προσεκτικά. Μην ξεχνούμε ότι τότε δημιουργήθηκε και η Αγροτική Τράπεζα – πάλι από την Εθνική. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε επιμείνει και έγινε τότε η Αγροτική. Η θετική ματιά προς την παραγωγική βάση υπήρχε, αλλά μην ξεχνούμε και την έκταση της κρίσης που εξελισσόταν τότε: απορρόφηση των προσφύγων, της ήττας εν γένει, εκτέλεση των Έξι…. πολύ δύσκολες περίοδοι. Συνολικά, όμως, η Ελλάδα δεν τα πήγε και τόσο άσχημα.

Αυτή είναι η αποτίμηση εκ των υστέρων, δηλαδή.

Αυτό μας δείχνουν και οι μελέτες, άλλωστε. Η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε καταστραφεί. Ήταν μια από τις καταστροφές που κατέληξαν θρίαμβοι, με τις οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν. Αυτό είναι και το γενικό μου συμπέρασμα για την ελληνική οικονομία και την πορεία της από τότε που δημιουργήθηκε η χώρα το 1830. Η πάμφτωχη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πάλεψε μέσα από διαρκείς χρεοκοπίες και δάνεια, αποκλεισμούς, καταστροφές – Τρικούπης, “δυστυχώς επτωχεύσαμεν”… Σήμερα είμαστε μια χώρα της Ευρωζώνης, ευημερούσα, παρά τα διαχρονικά λάθη μας.

Και τις περιπέτειές μας…

… για τις οποίες έχουμε εμείς την ευθύνη. Πάλι όμως, όπως και τότε, οι Προστάτιδες Δυνάμεις μάς στήριξαν. Να σας θυμίσω ένα επεισόδιο που δεν είναι πολύ γνωστό: μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε προθυμοποιηθεί να παράσχει στην Ελλάδα δάνειο η Σουηδία – και μάλιστα με καλούς όρους. Παρενέβη όμως η Τράπεζα της Αγγλίας και είπε: “Μην ανακατεύεστε! Μακριά από την Ελλάδα!”. Σαν να τους ζήλεψαν!

Βέβαια αργότερα, είχαμε τη συζήτηση ότι η Ελλάδα “επέλεξε προστάτες”, κι από τη στιγμή που διάλεξε προστάτες δεν μπορούσε να λοξοδρομήσει.

Το ακούω, αλλά οι προστάτες αυτοί συνέβη να κάνουν εν συνεχεία κουμάντο στην ανθρωπότητα… Διαλέξαμε σωστό στρατόπεδο, με άλλα λόγια. Αυτό φάνηκε μετά τον Πρώτο και ιδίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πάντως, την ίδια εκείνη εποχή, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή −χωρίς κανείς να θεωρήσει ότι υπάρχει σχέση αιτίου/αιτιατού: πρόσφυγες με σχετικά υψηλό επίπεδο κατάρτισης κ.τ.λ.,. διάχυση τεχνικής γνώσης– η βιομηχανία, η οποία προϋπήρχε βέβαια, βρίσκεται σε πρόσθετη ανάπτυξη: κλωστοϋφαντουργία, μηχανουργεία. Στο μάτι λοιπόν των υπευθύνων για την οικονομική πολιτική της περιόδου –σ’ αυτούς και η Τράπεζα της Ελλάδος– πόσο υπάρχει αυτή η μέριμνα; Ή μένουμε στην αγροτική παραγωγή, έστω και με πρώτη επεξεργασία σταφίδας κ.τ.λ.;

Όχι, υπήρχε η βιομηχανία στο επίκεντρο. Αυτό άλλωστε φάνηκε από τις μεταπολεμικές επιλογές – οπότε αναδείχθηκε ως επιλογή η βαριά βιομηχανία. Κρατικός παρεμβατισμός, με σκοπό να δημιουργηθεί βιομηχανική βάση στην Ελλάδα.

Βαρβαρέσος…

Βαρβαρέσος, Μπάτσης. Και τελικώς οι οπαδοί της βαριάς βιομηχανίας κέρδισαν στην περίοδο που ακολούθησε.

Η μεταπολεμική εκβιομηχάνιση

Βέβαια με τον Μπάτση το πράγμα δεν πήγε τελικώς και τόσο καλά!

Ναι, αλλά αυτό ήταν πολιτική υπόθεση άλλης τάξεως∙ άδικη μεν, αλλά διαφορετική.

Ο Βαρβαρέσος άφησε πάντως σημαντικό ίχνος, αλλά εντέλει έφυγε, και μαζί και με τη βοηθό του, κυρία Ζαφειρίου, κατέληξε κορυφαίος οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα, κι ύστερα επιστρέφοντας έκανε την Έκθεση Βαρβαρέσου. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όταν είχε κάποτε έρθει στην τράπεζα να τον ενημερώσω –ήταν λίγο πριν πεθάνει– μου είχε πει ότι θεωρούσε τον Βαρβαρέσο ως τα “Ιμαλάια της οικονομικής επιστήμης”. Ήταν όμως άτυχος διότι η Ελλάδα –και σ’ αυτό– επέλεξε στρατόπεδο: εκείνος ήταν στην Κεντροαριστερά −”Κεντρώος σαν κι εμάς” είχε πει ο Μητσοτάκης−, ενώ ο Ξενοφών Ζολώτας, που ανήκε στην άλλη παράταξη με ΕΡΕ/Καραμανλή, επεκράτησε.

Πάντως ο Κυριάκος Βαρβαρέσος δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει μιαν ευρύτερη δυναμική.

Ο Βαρβαρέσος ένα ελάττωμα είχε: ήταν απαισιόδοξος! Εκείνη που επικράτησε, τελικά ήταν η σχολή της αισιοδοξίας, της βιομηχανικής πολιτικής για ανάπτυξη. Όπως το καταγράφει ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου, αυτό ήταν το τρίπτυχο: ανάπτυξη – νομισματική σταθερότητα – κρατικός παρεμβατισμός. Με σκοπό/εργαλείο την εκβιομηχάνιση της χώρας.

Διευκρίνιση: σκοπός της κυβερνήσεων της εποχής; Ή και της Τράπεζας της Ελλάδος; Ή της Νομισματικής Επιτροπής;

Μαζί κινούνταν αυτά. Η ΤτΕ επεκράτησε της Εθνικής και των αντιπάλων της, μετά την Κατοχή και με τα προγράμματα νομισματικής μεταρρύθμισης για να ανακοπεί ο πληθωρισμός, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στη δραχμή… Να πούμε, βέβαια, ότι το τρίτο πρόγραμμα ήταν εκείνο που πέτυχε, τα δύο πρώτα προγράμματα νομισματικής σταθεροποίησης απέτυχαν.

Γιατί αυτό;

Είχαν σφάλματα. Δεν αναγνώρισαν, για παράδειγμα, τις προπολεμικές αποταμιεύσεις: έχασε ο κόσμος τα λεφτά του, άρα η εμπιστοσύνη στη δραχμή είχε κλονιστεί. Βρεθήκαμε στην πράξη σε κανόνα χρυσού…

Όποιος είχε λίρες, αυτός αγόραζε!

Το συναλλακτικό νόμισμα δεν ήταν πλέον η δραχμή, ήταν τεράστιος ο πληθωρισμός. Το τρίτο πρόγραμμα πέτυχε, το οποίο σημειωτέον είχε και δημοσιονομική διάσταση.

Καρτάλης ή Μαρκεζίνης, αυτά;

Πριν απ’ αυτούς, πριν από το 1950. Συνέβαλαν βέβαια στη σταθεροποίηση τα χρόνια της Αμερικανικής Βοήθειας, το Σχέδιο Μάρσαλ. Με τους Άγγλους αρχικά, Αμερικανούς εν συνεχεία συμβούλους: υπήρχε μέλος της Νομισματικής Επιτροπής με βέτο.

Όμως ήδη στην Κατοχή, και ύστερα στον Εμφύλιο, αφανίστηκε το νόμισμα, καταστράφηκε και φυσικό κεφάλαιο…

Η Γερμανική Κατοχή επέφερε πελώρια δεινά, διότι ήδη αναγκαστήκαμε να πληρώσουμε για τα στρατεύματα Κατοχής, για την επιμελητεία των Γερμανών – πλήρωνε η Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος. Ήρθε και ο Εμφύλιος και ολοκληρώθηκε η καταστροφή. Μετά τη συνολική εκείνη καταστροφή ξεκινήσαμε από την αρχή. Όμως τα βήματα ήταν σωστά.

Η λειτουργία της Νομισματικής Επιτροπής

Τα βήματα της πολιτικής ή τα βήματα της οικονομίας; Μιλούσαμε πριν για την προσέγγιση της εκβιομηχάνισης, μιλούσαμε και για τη νομισματική σταθεροποίηση…

Πήγαιναν μαζί, τότε, υπό την πίεση της ανάγκης. Στη Νομισματική Επιτροπή, κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος λειτουργούσαν μαζί. Συμμετείχε ο υπουργός Συντονισμού μαζί με τον υπουργό Οικονομικών, τον υπουργό Βιομηχανίας, τον διοικητή της ΤτΕ: τις εισηγήσεις τις έκανε η ΤτΕ, αλλ’ επρόκειτο συνολικά για ένα όργανο κυβερνητικής πολιτικής. Λεγόταν Νομισματική Επιτροπή κατ’ ευφημισμόν, αλλά στην ουσία τα έκανε όλα.

Δηλαδή;

Δείτε, κατένειμε πιστώσεις – όχι μόνον σε κλάδους, ακόμη και σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Μάλιστα τότε διευκρινιζόταν ότι το να είναι μια επιχείρηση κερδοφόρα δεν σήμαινε και ότι θα έπαιρνε δάνειο −το διάβασα αυτό προσεκτικά− έπρεπε “να είναι και παραγωγική”.

Υπό ποίαν έννοια παραγωγική;

Υπό τη διάσταση της εθνικής οικονομίας. Δεν θέλουμε να χρηματοδοτούμε κερδοσκοπικές λειτουργίες, αυτή ήταν η ιδέα. Τώρα, βέβαια, πώς γινόταν ο διαχωρισμός… Πάντως υπήρχε ακόμη νωπή η εμπειρία της Κατοχής, του υπερπληθωρισμού. Γι’ αυτό και στο επίκεντρο είχε τεθεί η νομισματική σταθερότητα. Και γι’ αυτό η ΤτΕ “κέρδισε” την Εθνική, δηλαδή τασσόμενη υπέρ της νομισματικής σταθερότητας, υπέρ της δημοσιονομικής αυτοσυγκράτησης. Όχι υπέρ της χαλαρότητας και των μεγάλων πιστώσεων, όπως ήταν τότε η Εθνική Τράπεζα. Κέρδισε το επιχείρημα η ΤτΕ ως παράγων σταθερότητας.

Αγκαλιασμένη η ΤτΕ με μια αίσθηση ανεξαρτησίας; Ή αγκαλιασμένη με εκείνο που ήδη επικρατούσε στη διεθνή σκακιέρα ως πολιτική σταθερότητας;

Ας μη γελιόμαστε: ανεξαρτησία δεν υπήρχε, τότε, πουθενά. Σε καμιά χώρα! Κάθε κεντρική τράπεζα λειτουργούσε ως όργανο της κυβερνητικής πολιτικής της χώρας της. Μην κοιτάτε τον μετέπειτα ρόλο, με τον καθορισμό επιτοκίων ή πάλι με την εποπτεία: αυτά ήρθαν αργότερα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δε, μιλάμε για οικονομίες κατεστραμμένες: δεν υπήρχε αγορά κεφαλαίων, δεν υπήρχαν οι εμπορικές τράπεζες όπως τις γνωρίζουμε σήμερα – τις πιστώσεις τις χορηγούσε η κεντρική τράπεζα. Έκοβε χρήμα, δηλαδή.

Και οι σχέσεις εξουσίας στην οικονομία…

Και η κυβέρνηση άκουγε την τεχνοκρατική διάσταση των εισηγήσεων της ΤτΕ, δεκαετία του ’50, του ’60 και του ’70; Ή επέβαλλε τις δικές της επιλογές; Εδώ λέγαμε πριν ότι μέχρι και δανεισμός συγκεκριμένων επιχειρήσεων αποφασιζόταν…

Προσέξτε όμως: λειτουργούσε αυστηρή νομισματική πειθαρχία, σύστημα νομισματικού συμβουλίου (currency board) διά του συστήματος Μπρέτον Γουντς. Σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία με το δολάριο, κανόνας χρυσού/δολαρίου, με το δολάριο συνδεδεμένο ήδη με τον χρυσό (με δεδομένη ισοτιμία) και όλα τα νομίσματα του συστήματος συνδεδεμένα στο δολάριο. Έτσι και η δραχμή, με Καρτάλη πρώτα, Μαρκεζίνη ύστερα, με υποτίμηση και παράλληλα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής. Μην το παραβλέπουμε αυτό, σημαντικό και για σήμερα! Μόνο δημοσιονομική πολιτική σημαίνει ύφεση, άρα προχώρησε η υποτίμηση ως επεκτατικό μέτρο – και παρέμεινε σταθερή η ισοτιμία της δραχμής έναντι του δολαρίου μέχρι το 1971… Ζήσαμε λοιπόν με έναν κανόνα σταθερής συναλλακτικής ισοτιμίας, κι αυτός ήταν ο ρόλος της ΤτΕ. Κρατάς τη δημοσιονομική πολιτική και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην υφίσταται πιέσεις η ισοτιμία δολαρίου/δραχμής.

Και η βιομηχανία της εποχής, πώς το ακούει αυτό; Θετικά ή αισθάνεται να πνίγεται;

Το ακούει και ακολουθεί. Επίσης να θυμίσω ότι τότε υπήρχε ισοσκελισμένος προϋπολογισμός. Δρακόντειοι νόμοι, μετεμφυλιακό κράτος, οπότε τα συνδικάτα δεν κινούνται πολύ. Έχουμε και τα γνωστά νησιά, γύρω μας! Ξέρετε, επειδή πολλοί αριστεροί –κι ο πατέρας μου, ένας απ’ αυτούς– δεν μπορούσαν να μπουν στο Δημόσιο, έγιναν ή πολύ καλοί επαγγελματίες ή έκαναν εμπόριο. Λειτούργησε έτσι ένα σύστημα παράλληλων κινήτρων στην κοινωνία.

Όμως αυτά δεν αποτελούν “παραγωγικές επενδύσεις” όπως τις είδαμε να προσδιορίζονται…

Πάντως, για να σταθώ στην προηγούμενη παρατήρησή σας, ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής δεν υπήρχε. Η πειθαρχία ήταν εξωγενής, από το σύστημα του Μπρέτον Γουντς, υπήρξαν όμως και καλοί κυβερνήτες την εποχή εκείνη: μετά τα λάθη και τις υποτιμήσεις της αξίας της δραχμής των δεκαετιών του ’20, του ’30, του ’40 –εδώ ήταν και η καταστροφή της Κατοχής– το είχαμε μάθει το μάθημά μας. Νομισματική σταθερότητα, λοιπόν, δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και κρατικός παρεμβατισμός. Μέσω της Νομισματικής Επιτροπής ελέγχονταν τα πάντα: στρατηγικούς τομείς, δηλαδή έλεγχο των σημαινουσών περιοχών όλης της οικονομίας, κοινωνική πολιτική, αυξήσεις μισθών, αλλά σε λογική “τόσο-όσο”. Αρχές δεκαετίας του ’50, όλα αυτά, αλλά οι βασικές γραμμές ήταν ήδη εκείνες που έχουμε και σήμερα: δεν πρέπει ο κατώτατος μισθός να ξεπερνάει σε αύξηση το άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας. ισοσκελισμένος προϋπολογισμός με ελλείμματα μόνο όσο οι επενδύσεις – και όχι όλες, το μισό!

Περιγράφετε ένα σαφώς συντηρητικό πλαίσιο.

Ναι, και νομισματική πολιτική σε πλαίσια currency board, οπότε το πράγμα πήγαινε αυτόματα.

Επειδή αναφερθήκατε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, είχε περιγράψει στην Οικονομική Επιθεώρηση πώς η Κυβέρνηση του Κέντρου/Γεωργίου Παπανδρέου, με τον ίδιο σε καίριο ρόλο στα οικονομικά, που κληρονόμησε από την εποχή Καραμανλή αυτό το πλαίσιο δημοσιονομικής αυτοσυγκράτησης, θεώρησε απαραίτητη μια χαλάρωση. Που –πάλι σύμφωνα με Κ. Μητσοτάκη– υπερχαλάρωσε και υπό την επήρεια του Ανδρέα Παπανδρέου εκείνης της περιόδου. Οπότε… άρχισε να ξεφεύγει το πράγμα.

 Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέτε εδώ. Στη συνάντησή μας με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στην οποία αναφέρθηκα πριν, για να δείξει τη σχέση κυβέρνησης – ΤτΕ μού ανέφερε το εξής: “Όταν βγήκαμε εμείς [η κυβέρνηση Κέντρου], ο Ζολώτας έκανε μια δήλωση που δεν μας άρεσε καθόλου! Και τον πήρα στο τηλέφωνο και του είπα: “Ξενοφώντα, για να ’μαστε φίλοι, να ξέρεις ότι τώρα κουμάντο στην οικονομία κάνω εγώ [Υπ. Οικονομικών] και ο Ανδρέας Παπανδρέου [αν. υπ. Συντονισμού]. Ό,τι θέλεις, θα το λες σ’ εμάς”. Αυτό τόσο για την ανεξαρτησία, όσο και για τις δημόσιες τοποθετήσεις.

Πάντως, ο Ξενοφών Ζολώτας παρέμεινε.

Ναι. Παρέμεινε. Και ακολουθήσε – πλήρως, δεν είχε τέτοια θέματα. Απομακρυνόμενος μόνο στα χρόνια της Δικτατορίας.

Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης

Ας πάμε όμως τώρα στη Μεταπολίτευση. Όπου την ημέρα που εκλέγεται, στις πρώτες κάλπες λίγους μήνες αργότερα μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, και σχηματίζεται η πρώτη κυβέρνηση, κατατίθεται και η αίτηση ένταξης στην τότε ΕΟΚ. Τον προσανατολισμό προς δέσμευση στην Ευρώπη –ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Ένωση, προοπτικά Ευρωζώνη: από εκεί και πέρα μπαίνετε κι εσείς στην εικόνα με το τέλος της νομισματικής ιστορίας της δραχμής με το ευρώ– με την ελληνική βιομηχανία σταδιακά να υποχωρεί, με τη δομή της οικονομίας να περνά στις υπηρεσίες, η Τράπεζα της Ελλάδος πώς το παρακολουθεί; Με τι ματιά; Με τι λογική;

Ένα να πω: πάντα σε καλή συνεργασία με την κυβέρνηση. Οι διαδοχικοί διοικητές της ΤτΕ της εποχής εκείνης, από Ζολώτα σε Αρσένη σε Χαλικιά…

Βέβαια ο Γεράσιμος Αρσένης υπήρξε μια στιγμή και υπουργός Εθνικής Οικονομίας και διοικητής ΤτΕ: ένα κεντρικο-τραπεζικό παράδοξο αυτό!

Ναι, ας πούμε ότι ήταν μια διαφορετική προσέγγιση της ανεξαρτησίας. Πάντως στις διαδοχικές φάσεις δεν παρατηρείται μεγάλη διαφοροποίηση. Μετά το ’81, το ΠΑΣΟΚ –τα λέμε αυτά με το όφελος της εκ των υστέρων γνώσης, βέβαια– έκανε θαυμάσια την κοινωνική πολιτική, έφερε μέσα στα πράγματα μια τάξη ολόκληρη. Μια προσωπική εμπειρία: ο πατέρας μου, ο οποίος δεν ήθελε με τίποτε να γυρίσω από τη Βρετανία −”Θα καταστραφείς, γιατί έχω φάκελο και θα σε κυνηγάει!”−, ξαφνικά μου λέει (άρρωστος πλέον, με καρκίνο): “Να γυρίσεις παιδί μου”. Του λέω εγώ: “Μα βρήκα δουλειά, τώρα”. Και εκείνος: “Όχι, μας φώναξε ο κύριος Μένιος Κουτσόγιωργας και μας είπε: “όσοι αριστεροί έχετε παιδιά έξω να τα φέρετε, θα κάψουμε τους φακέλους””. Για να καταλάβετε τις συνθήκες της εποχής, αυτό! Πέρα όμως από τα καλά που έκανε το ΠΑΣΟΚ, στην οικονομία δεν έκανε και πολύ καλά πράγματα.

Πώς πάει αυτό με τη δική σας προσέγγιση;

Τα ανοίγματα που έκανε, τα χρηματοδότησε με δανεισμό. Όχι βάζοντας φόρους στους πλουσίους. Δεν έκανε αναδιανεμητική πολιτική, με άλλα λόγια. Δημιούργησε ελλείμματα, προξένησε πληθωρισμό, έχτισε δημόσιο χρέος. Αναγνωρίζουμε λοιπόν τα μέγιστα που έκανε το ΠΑΣΟΚ για την κοινωνική πολιτική, για τον ρόλο της γυναίκας, για τη θέση των φτωχότερων/των μη-προνομιούχων. Και βγάζουμε το καπέλο στον Ανδρέα Παπανδρέου για όλα αυτά. Όμως θα προτιμούσα να τα είχε κάνει με φορολογία κι όχι με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.

Ο δρόμος των ελλειμμάτων και του χρέους

Διαβάζοντας τώρα, τα πράγματα, βέβαια…

Γιατί από κει και πέρα άρχισε να ανεβαίνει το δημόσιο χρέος, να καθιερώνονται τα ελλείμματα. Προειδοποιεί ήδη ο Χαλικιάς ότι βλέπει τα συναλλαγματικά αποθέματα να εξαντλούνται, λέει στον Ανδρέα – ο οποίος στις εκλογές του 1985 είχε κατέβει υποσχόμενος “Ακόμη καλύτερες μέρες”…

Ήταν η γνωστή αφίσα με την Αννούλα και τα λουλούδια!

… όμως, επανερχόμενος ως πρωθυπουργός διώχνει τον Αρσένη, φέρνει τον Κώστα Σημίτη, να μαζέψει την κατάσταση. Συνεπώς τον άκουσε τον Χαλικιά, στον οποίο άλλωστε είχε απόλυτη εμπιστοσύνη από παλιά. Ο Σημίτης εν συνεχεία έκανε πολύ καλή δουλειά για το συμμάζεμα της κατάστασης, μέχρι τη στιγμή που ο Παπανδρέου αποφάσισε να τον ακυρώσει.

Εν συνεχεία πάντως, αρχίζει και δανείζεται η Ελλάδα και από την Ευρώπη σε προσπάθειες σταθεροποίησης της κατάστασης.

Όντως.

Προς την Ευρωζώνη: πορεία μετ’ εμποδίων

Ήταν αυτή μια πρόγευση εκείνου που θα ακολουθούσε – προσπάθεια πορείας προς την Ευρωζώνη, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ; Εδώ κάπου πλέον έχετε και προσωπική συμμετοχή στα πράγματα…

Στην Ελλάδα επιστρέφω εντελώς τυχαία. Ήταν για να κάνω στρατό, πέθανε ο πατέρας μου και ήμουν πλέον προστάτης οικογενείας – άρα 1 χρόνο θητεία αντί για 2, οπότε μπορούσα να πάρω sabbatical από την Οξφόρδη. Εντάχθηκα δε εντελώς τυχαία στα πράγματα της εποχής.

Πώς λειτούργησε το τυχαίο;

Ένα μήνα πριν απολυθώ επιστρέφω από τη Λάρισα στο Πεντάγωνο και μια μέρα συναντώ τον Πλάτωνα Τήνιο σ’ ένα σουβλατζίδικο. Εκεί μου λέει ο Πλάτων να συναντήσω τον Σημίτη και τον Παπαντωνίου, κι αυτό με έκανε –μετά από ένα χρόνο πρόσθετο sabbatical– να επιστρέψω μόνιμα. Ήρθε και η σύζυγός μου και μείναμε τελικά στην Ελλάδα.

Έπειθε η Ελλάδα του τότε τους έξω;

Είχε αφήσει πολύ καλή εντύπωση το σταθεροποιητικό πρόγραμμα των ετών Σημίτη, με το δίδυμο Γκαργκάνα – Σπράου. Ενταχθήκαμε όμως κι εμείς οι νεότεροι και δημιουργήθηκε ένα επιτελείο. Θυμάμαι τον Ντέιβιντ Σόσκις, συνάδελφο στην Οξφόρδη, που μου ζήτησε ο Σημίτης να τον φέρω για τη χάραξη μιας εισοδηματικής πολιτικής μετά το σταθεροποιητικό πρόγραμμα: τότε οι μισθοί είχαν υποχωρήσει 10-15%, δεν ήταν δυνατόν να φύγουν προς το 20-30% . Κάναμε λοιπόν μια μελέτη που κατέληγε σε σύνδεση μισθού και παραγωγικότητας. Την αποδέχθηκε ο Σημίτης. Την αποδέχθηκε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, δηλαδή τις συνέπειές της. Αλλά τη στιγμή του Προϋπολογισμού, ο Ανδρέας αποφάσισε άλλες αυξήσεις μισθών. Επιστρέφει τότε ο Σημίτης, μας καλεί και μας λέει: “Υπέβαλα παραίτηση”.

Αυτό ήταν λοιπόν!

Τον ρώτησα τότε: “Μα, κύριε υπουργέ, για 0,5%;”. Και θυμάμαι ακόμη την απάντηση: “Γιάννη μου, αυτό είναι μόνον η αρχή”.

Ήδη πάντως, σ’ εκείνη τη φάση θεωρείτε ότι υπήρχε υπορρέουσα η αισιοδοξία ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει την προσαρμογή –σε ελλείμματα, σε πληθωρισμό, σε επιτόκια– που αργότερα μάθαμε ότι ήταν “τα κριτήρια Μάαστριχτ” για να προσέλθει κανείς στην Ευρωζώνη;

Για μένα, η μεγάλη αλλαγή έγινε με την αλλαγή στάσης του Ανδρέα Παπανδρέου όταν επανήλθε το 1993 στην εξουσία, ως πρωθυπουργός. Θυμίζω: πρώτος υπουργός Εθν. Οικονομίας ο Γιώργος Γεννηματάς, διαμορφώνει ένα Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων με πρόεδρο τον Τάσο Γιαννίτση, όπου καλούν και εμένα. Δειλά δειλά αρχίζουν να μιλούν στη λογική “να προσπαθήσουμε κι εμείς να συμμετάσχουμε” σ’ αυτό που στηνόταν μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχ (1992). Μετά τον θάνατο του Γ. Γεννηματά, λαμβάνεται από τον Ανδρέα μια βασική απόφαση: το ποιος θα διαδεχόταν τον Γεννηματά: αυτό θα καθόριζε την πορεία.

Ποια ονόματα ακούγονταν τότε;

Γιάννης Ποττάκης, Γιώργος Κατηφόρης. Όμως ο Παπανδρέου επιλέγει έναν πολύ νέο πολιτικό – τον Γιάννο Παπαντωνίου. Υπουργός Οικονομικών ήταν ο Αλέκος Παπαδόπουλος, στο μεταξύ. Τότε ελήφθη η απόφαση να διεκδικήσουμε τη θέση μας στις διαδικασίες της ΟΝΕ. Τότε δούλευα ως σύμβουλος στην ΤτΕ (επί διοίκησης Γιάννη Μπούτου), ήμουν όμως και μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων. Να σημειώσω ότι ο Τίμος Χριστοδούλου με είχε αξιοποιήσει ήδη πολύ, παρά το γεγονός ότι εθεωρούμην πατενταρισμένος Πασόκος…

… και αριστεροφερμένος, άλλωστε.

Ακριβώς. Αλλά η μεροληψία του Χριστοδούλου λειτούργησε θετικά στην περίπτωσή μου.

Τα ταραγμένα νερά της διαπραγμάτευσης για την ΟΝΕ

Και;

Με παίρνει τότε ο Παπαντωνίου στο τηλέφωνο και μου λέει: “Συνεννοήθηκα με τον Ανδρέα. Του είπα ότι υπάρχει ένας νέος οικονομολόγος από την Οξφόρδη για τη διαπραγμάτευση”. Του απάντησα, τότε: “Μα είμαι πολύ καλά στην Τράπεζα της Ελλάδος”. “Καλά”, μου λέει, και μου κλείνει το τηλέφωνο. Μετά από λίγο, ξαναπαίρνει: “Είμαι έξαλλος, μαζί σου! Εδώ σου προσφέρουμε μια ευκαιρία, να είσαι ο βασικός διαπραγματευτής της χώρας”. “Και ο Τάσος Γιαννίτσης;” “Ο Τάσος θα αναλάβει οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού. Θα συνεργάζεστε, αλλά τη διαπραγμάτευση θα την κάνει ένας με εξειδίκευση στα μακροοικονομικά και τα νομισματικά”. Δεν μου έβγαινε να πω όχι, οπότε με απόσπαση από την ΤτΕ έγινα πρόεδρος του ΣΟΕ. Ξεκινά η διαπραγμάτευση, και το πρώτο μου ταξίδι στις Βρυξέλλες συμπίπτει με την επίθεση στη δραχμή.

Η οποία πώς αντιμετωπίστηκε, μέσα στο κλίμα αμφιβολίας της εποχής;

Αντιμετωπίστηκε καλά, παρά τη στάση του ΔΝΤ. Η υπεύθυνη για την Ελλάδα με πήρε στο τηλέφωνο να μου πει “Μα τι κάνετε; Δεν θα αντέξετε!”. Της είπα: “Θα αντέξουμε γιατί πρέπει. Δεν καταλάβατε, έχουμε αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, οπότε αν κάνουμε υποτίμηση, θα περάσει όλη στους μισθούς”. Μου απαντάει: “Να καταργήσετε την ΑΤΑ”. Της λέω: “Πλάκα μου κάνετε! Δεν υπάρχει περίπτωση, θα καταστραφούμε”.

Συνολικά όμως, πώς αντιμετωπίζουν τότε στην Ευρώπη την ελληνική στάση “θα πάμε, να κλειδώσουμε στην ΟΝΕ”;

Πολύ ενδιαφέρον ερώτημα. Πρώτο ταξίδι στις Βρυξέλλες, για συμμετοχή στην πανίσχυρη τότε Νομισματική Επιτροπή: φαντασθείτε το σημερινό Euroworking Group, αλλά με δεκαπλάσια ισχύ. Πρόεδρος ο Σερ Νάιτζελ Γουίκς – Άγγλος: ειρωνεία της μοίρας, σε τεχνοκρατικό επίπεδο αυτός έχτισε το ευρώ! Παίρνω το τραίνο να πάω στο ξενοδοχείο, πέφτω πάνω στη βρετανική αποστολή, πολλοί φίλοι από Οξφόρδη. “Yannis, how are you? Δεν είσαι στο Πανεπιστήμιο;” “Είμαι, αλλ’ είμαι και στη διαπραγμάτευση για το εγχείρημα της Ελλάδας προς ΟΝΕ” − δεν υπήρχε τότε αναφορά σε Ευρωζώνη. Γέλασαν. “Δεν θα μπείτε εσείς! Θα είναι ένας πολύ στενός πυρήνας, με Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία. Εσείς οι Νότιοι, όλοι, θα μείνετε απέξω”. Απαντώ εγώ: “Σ’ εμάς δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση”. Τελικά με καλωσόρισαν: “Θα δούμε”. Η ειρωνεία είναι ότι σήμερα η Ελλάδα είναι στο ευρώ, η Βρετανία δεν είναι καν στην Ευρώπη… Η ιστορία εκδικείται.

Βιομηχανία και παραγωγική φάση στη διαδικασία της Ευρωζώνης

Να δούμε τώρα κάτι άλλο: σ’ όλη εκείνη τη διαδρομή προς την Ευρωζώνη, αλλά και στη μετέπειτα περιπέτεια εντός ευρώ, η βιομηχανία –συνολικά ο παραγωγικός ιστός της οικονομίας– μιλάει μαζί σας στην Τράπεζα της Ελλάδος; Εξηγεί τα προβλήματά του; Διαμαρτύρεται; Ή ακολουθεί το στοίχημα;

Πρώτα, ένα βήμα πίσω: η βιομηχανία άρχισε να αντιδρά αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, όταν τους καλεί ο Καραμανλής και τους λέει το περίφημο –μου το ’χει πει ο μακαρίτης ο Νίκος Νικολάου– “Ό,τι πήρατε, πήρατε! Τώρα θα δώσετε κι εσείς”. Παίρνει την Εμπορική από τον Ανδρεάδη, δείχνει πρόσωπο κοινωνικής Δεξιάς, ανταποκρίνεται και στα αιτήματα των συνδικάτων: “Όλα αυτά τα χρόνια η βιομηχανία έφαγε, εμείς χάσαμε”. Έτσι, αρχίζει να κατηγορείται για σοσιαλμανία.

Μαζί με Παναγή Παπαληγούρα, τότε.

Ναι, αυτή είναι η σοσιαλμανία. Βέβαια… ο Καραμανλής ήταν Καραμανλής! Αρχίζει να ανεβαίνει ο πληθωρισμός, έχουμε και τη διαδοχή πετρελαϊκών κρίσεων – το πράγμα αρχίζει να ολισθαίνει. αρχίζει και η τότε ΝΔ να χαλαρώνει τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, που περιόριζε τα ελλείμματα μόνο για επενδύσεις. Πριν το 1979−80 είναι που αρχίζει το έλλειμμα να ξεφεύγει.

Τότε;

Μάλιστα. Το έλλειμμα επί ΠΑΣΟΚ ξεχειλώθηκε, αλλ’ άρχισε να ξεφεύγει τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν και η ΝΔ άρχισε να μοιράζει λεφτά. Όταν πλέον ήρθε το ΠΑΣΟΚ, δεν υπήρχαν κανόνες. Για να μείνω στο ερώτημά σας για τη στάση της βιομηχανίας, στον ΣΕΒ αναλαμβάνει πρόεδρος ο Θόδωρος Παπαλεξόπουλος και διαμαρτύρεται θεσμικά στον Γεράσιμο Αρσένη. Προηγουμένως, όμως –επιτρέψτε μου ένα ακόμη άλμα πίσω– στο ξεκίνημα της Μεταπολίτευσης, όταν βλέπουν οι βιομήχανοι να χάνουν την ισχύ τους, δημιουργούν ένα think tank του ιδιωτικού τομέα.

Κι έτσι εγεννήθη ημίν ΙΟΒΕ, επί Δημ. Μαρινόπουλου – Θ. Παπαλεξόπουλου!

Όντως, ήταν η ανάγκη διαμόρφωσης ενός θεωρητικού εργαλείου/think tank που να προασπίζεται τα συμφέροντα της ιδιωτικής οικονομίας και της βιομηχανίας εκείνη που έφερε το ΙΟΒΕ. Γι’ αυτό και “Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών”: είχα την τιμή να περάσω απ’ αυτό και ως επιστημονικός και ως γενικός διευθυντής του, πολλά χρόνια αργότερα βέβαια. Πάντως η βιομηχανία είδε επερχόμενο τον κίνδυνο της αποβιομηχάνισης, που προκλήθηκε πρώτον από τη μείωση των δασμών/από τη μείωση της προστασίας, αλλά και από δική τους αβλεψία…

Αβλεψία;

Έλλειψη προσαρμοστικότητας. Έχουν γραφτεί πολλά γι’ αυτό, σαφώς και δόθηκαν αυξήσεις στους μισθούς πάνω από την παραγωγικότητα το 1981. Το έχω ζήσει με τον πεθερό μου που χρεοκόπησε τότε, με την πολύ μεγάλη αύξηση των κατώτατων μισθών (βέβαια και με την κατάργηση της σχολικής ποδιάς…). Συνολικά, όσο η Ελλάδα εξήγε προϊόντα έντασης εργασίας, με τις μεγάλες αυξήσεις μισθών δεν θα μπορούσε να κρατηθεί. Δεν έφταιξαν λοιπόν οι δασμοί που μειώθηκαν, φταίει η λάθος οικονομική πολιτική. Προσπάθησε να μαζέψει τα πράγματα ο Κώστας Σημίτης με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, τα κατάφερε, αλλ’ όπως είδαμε ο Ανδρέας Παπανδρέου έκρινε ότι δεν τον βόλευε αυτό.

Στην επόμενη φάση του, όμως, ο Παπανδρέου το πήρε αλλιώς.

Όντως, με την επανεκλογή του το 1993 ο Παπανδρέου ήταν ένας άλλος Παπανδρέου. Η οικονομία άρχιζε να ανακάμπτει. Ενδιαμέσως ο Κ. Μητσοτάκης έκανε μεγάλη προσπάθεια σταθεροποίησης –με πλειοψηφία ενός βουλευτή, θυμίζω– στην περίοδο 1990-93. Με μέτρα πρωτόγνωρα: ασφαλιστικό, φόρο καυσίμων. Ήταν όμως άτυχος. Ειδικά πάντως ο φόρος στα καύσιμα δεν ήταν σωστός, γιατί τροφοδότησε τον πληθωρισμό. Έπεσε έξω και το έλλειμμα…Όμως το δίδυμο Παπαντωνίου-Παπαδόπουλου, στην επιστροφή ΠΑΣΟΚ και πριν ακόμη εκλεγεί ο Σημίτης το 1996, είχε ήδη κατορθώσει να σταθεροποιήσει την οικονομία.

Στην τελική ευθεία προς το κλείδωμα στην ΟΝΕ

Η εικόνα εκείνης της σταθεροποίησης;

Δραστική μείωση του πληθωρισμού, συγκράτηση του ελλείμματος. Μετά την εκλογή Σημίτη το 1996 –φαντασθείτε όμως άλλη έκβαση της διαδοχής!…−σε κρίσιμη φάση, όχι απλώς δεν χαλαρώνει η πολιτική που ήδη εφαρμόζεται, αλλά έσφιξε ακόμη περισσότερο.

Δηλαδή;

Πολιτική σκληρής δραχμής, για να ’μαστε σίγουροι! Τότε, η ΤτΕ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών − και για τη συναλλαγματική ισοτιμία και για τα δημοσιονομικά. Έτσι προχωράει η διαπραγμάτευση, με Νίκο Γκαργκάνα από ΤτΕ κι εμένα από το υπουργείο, μετέχουν στην ομάδα και οι Παναγιώτης Θωμόπουλος, Τάσος Γιαννίτσης, Νίκος Χριστοδουλάκης εν συνεχεία στο Υπουργείο Οικονομικών. Μπορεί βέβαια να μην καταφέραμε να μπούμε στο ευρώ με το πρώτο κύμα, αλλά ακολουθήσαμε λίγο αργότερα. 

Καθόλου τύψεις για την ισοτιμία εισόδου στο ευρώ; Κι αυτή έφερε στη βιομηχανία κραδασμούς, θυμούμαι.

Ήταν η άριστη ισοτιμία! Το έχουμε μελετήσει τόσο πολύ: αν κάναμε μεγαλύτερη υποτίμηση, θα χτυπούσε το τραπεζικό σύστημα, αλλά θα ξέφευγε και ο πληθωρισμός. Να σας θυμίσω δε ότι ξεκινήσαμε με μεγαλύτερη υποτίμηση, αλλά η αγορά μάς ανάγκασε να την πάρουμε πίσω ως έναν βαθμό. Ήταν τόση η αξιοπιστία που είχε χτιστεί, ήταν και τέτοια η εισροή κεφαλαίων, ώστε δεν γινόταν αλλιώς. Δείτε και το άλλο: με εκείνη την ισοτιμία, το άνοιγμα του ισοζυγίου σχεδόν μηδενίστηκε την εποχή που λέμε: πήγε κοντά στο 2% του ΑΕΠ.

Πόσο κατανοεί η κοινή γνώμη, πόσο συμβάλλει ο Τύπος – και πόσο οι ελίτ

Να φέρουμε τώρα ένα ερώτημα που ίσως ακουστεί ρητορικό, αλλά δεν είναι. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή –μετά τον Πόλεμο, σίγουρα κατά τη Μεταπολίτευση− ο μέσος αναγνώστης εντύπων, ο μέσος τηλεθεατής αργότερα, η κοινή γνώμη… πόσο θεωρεί η Τράπεζα της Ελλάδος ότι παρακολουθεί αυτή τη συζήτηση, που κάνουμε τώρα; Πόσο τα Μέσα Ενημέρωσης μπόρεσαν να αποτυπώσουν προκλήσεις και καταστάσεις κατά την εκτίμησή σας; Το ρωτώ αυτό διότι, όταν βρεθήκαμε στην παραμονή ενός ενδεχόμενου Grexit, μολονότι είχε ορθωθεί ένα κύμα άρνησης των Μνημονίων, της πειθαρχίας τους κ.ο.κ., τελικά αποδεικνύεται ότι ο κόσμος δεν ήθελε να ρισκάρει το ευρώ. Εδώ είσαστε κι εσείς επί σκηνής…

Θα πω ότι ο Τύπος έπαιξε στην κατανόηση των πραγμάτων περισσότερο ρόλο απ’ όσο οι ελίτ της χώρας. Είτε η ακαδημαϊκή ελίτ –μιλώ για τα μεγάλα σύνολα, όχι για μεμονωμένες φωνές που πάντα υπάρχουν– είτε η βιομηχανική/επιχειρηματική ελίτ. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι ελίτ της χώρας δεν μίλησαν όταν είδαν τη χρεοκοπία να έρχεται. Δεν μίλησαν!

Σε ποιον χρονικό ορίζοντα;

Μιλάμε για το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 2000. Ο Τύπος, αντιθέτως, μίλησε. Στις εφημερίδες συναντούσαμε αρθρογραφικές επισημάνσεις φωτισμένων δημοσιογράφων. Να αναφερθώ, για παράδειγμα, στον Γιάννη Μαρίνο. Αλλά και άλλες πένες, έπαιξαν πιο σημαντικό ρόλο από τις ελίτ της χώρας οι οποίες σιώπησαν. Κάναμε στο Πανεπιστήμιο μια ημερίδα “Ευρώ ή δραχμή” και είδα πανεπιστημιακούς να τάσσονται υπέρ της δραχμής με πλήρη άγνοια των συνεπειών. Αλλά να σας πω ότι είδα αργότερα και σημαντικούς οικονομολόγους, ανθρώπους με Νόμπελ ή με πολύ σημαντικές θέσεις, και τους είπα: “Κάνατε λάθος! Και ευτυχώς που κάνατε λάθος στις εκτιμήσεις σας και αντέξαμε! Αλλά κάνατε λάθος για έναν λόγο και μόνο: πιστέψατε ότι το να βγούμε από το ευρώ θα ήταν σαν υποτίμηση. Δυστυχώς δεν θα ήταν μόνο υποτίμηση. Θα ήταν πολύ πολύ χειρότερο”. Ποτέ χώρα δεν έχει βγει από το νόμισμά της. Η Αργεντινή μπορεί να κατήργησε τη σύνδεση του πέσο με το δολάριο, αλλά δεν έφυγε από το νόμισμά της – με πέσο έμεινε. Το να βγεις από το νόμισμά σου, από τα συμβόλαια που έχεις σε ευρώ (πώς θα πληρωθούν οι δραχμές;) ή τη θέση των τραπεζών και μέχρι τη συνολική εμπιστοσύνη, θα σήμαινε απίστευτο χάος.

Βέβαια, μετά τον Πόλεμο αυτό ουσιαστικά συνέβη… 

Ο πόλεμος είναι πόλεμος, όμως.