>Ελληνικές τράπεζες ψάχνουν την πιο ανώδυνη συμμετοχή

>

Να αποφύγουν το πικρό ποτήρι των μεγάλων ζημιών από τη συμμετοχή τους στο νέο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας προσπαθούν οι ελληνικές τράπεζες αλλά κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την τελική απόφαση του κονκλάβιου των μεγάλων διεθνών λογιστικών εταιρειών.

Ατομα που συμμετείχαν στις διάφορες συσκέψεις που έγιναν την Πέμπτη με τη συμμετοχή εκπροσώπων των ελληνικών τραπεζών, των ελεγκτικών εταιρειών, του ΟΔΔΗΧ, της Τραπέζης της Ελλάδος, της κυβέρνησης και στελεχών του IIF (Institute for International Finance) ανέφεραν ότι δεν υπάρχει ακόμη συμφωνία για τον τρόπο αποτίμησης των ζημιών που θα προκύψουν από την ανταλλαγή ή/και μετακύλιση των παλιών ομολόγων σε νέα 30ετή και 15ετή ομόλογα.

Η τελική απόφαση ανήκει στους μεγάλους ελεγκτικούς οίκους όπως οι PricewaterhouseCoopers, Ernst & Young, Deloitte, KPMG και Grant Thornton. Οι τελευταίες έχουν πελάτες ελληνικές αλλά και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν διαφορετικά συμφέροντα και αντικρουόμενες απόψεις.

Η τελική απόφαση αναμένεται τις επόμενες μέρες ή δυο-τρεις εβδομάδες και θα βγει από τα κεντρικά τους γραφεία και όχι από τα κατά τόπους εθνικά και θα αποσκοπεί στο να βρεθεί ένας ενιαίος πανευρωπαϊκός τρόπος λογιστικής απεικόνισης των επιπτώσεων από την αναχρηματοδότηση ελληνικών ομολόγων ονομαστικής αξίας 135 δισ. ευρώ που λήγουν μέχρι τα τέλη του 2020.

Οι ελληνικές τράπεζες που έχουν δηλώσει συμμετοχή στο πακέτο στήριξης, δηλαδή η Εθνική, η Alpha Bank, η Eurobank και η Πειραιώς, επιθυμούν να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε τουλάχιστον δύο διαφορετικές μεθόδους. Οι ίδιες επιχειρηματολογούν ότι αυτό είναι εύλογο γιατί το πρόγραμμα συμμετοχής δίνει 4 επιλογές ανταλλαγής και μετακύλισης ομολόγων.

Η πιο ανώδυνη λογιστική αποτίμηση

Οι τράπεζες θέλουν να υπάρχουν δύο διαφορετικές μέθοδοι λογιστικής αποτίμησης για να μπορέσουν να υιοθετήσουν εκείνη με την οποία καταγράφουν τις μικρότερες λογιστικές ζημιές αφού γνωρίζουν ότι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν κάνει χρήση της άλλης μεθόδου που είναι πιο επώδυνη και η οποία λογικά θα υιοθετηθεί έτσι κι αλλιώς.

Οι λογιστικές ζημιές από την υιοθέτηση της ήπιας μεθόδου εκτιμάται ότι θα κυμανθούν μεταξύ 2,3 και 3,3 δισ. ευρώ και θεωρούνται διαχειρίσιμες υπό την έννοια ότι οι τράπεζες μπορούν να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους ισόποσα, διατηρώντας τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε υψηλά επίπεδα.

Αν όμως υιοθετηθεί η επώδυνη μέθοδος, οι κεφαλαιακές ανάγκες που θα προκύψουν θα είναι μεγαλύτερες, αναγκάζοντας μερικές να καταφύγουν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που σχεδιαζόταν να λάβει ως προίκα 10 δισ. ευρώ για διασώσεις τραπεζών σύμφωνα με το Μνημόνιο Ι. Υπενθυμίζεται ότι υπάρχει πρόβλεψη να προστεθούν επιπλέον 20 δισ. ευρώ στο νέο πακέτο στήριξης της Ελλάδας.

Η αναγκαστική υπαγωγή μιας τράπεζας στο ανωτέρω Ταμείο θα οδηγήσει ουσιαστικά στη κρατικοποίησή της και στη σχεδόν εξάλειψη της αξίας των υφιστάμενων μετοχών.