>
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τάσσεται υπέρ του φόρου επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, αποφασίζοντας ότι οι τράπεζες και ο ευρύτερος κλάδος θα πρέπει να καταβάλουν 200 δισ. ευρώ για τη ζημία που προκάλεσαν στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Το αποτέλεσμα του ψηφίσματος ήταν ότι 529 από τα μέλη του Κοινοβουλίου τάχθηκαν υπέρ και 127 κατά της επιβολής του φόρου, ο οποίος υπολογίζεται στο 0,05% κάθε συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένων κινήσεων στην αγορά των παραγώγων.
Στόχος της φορολογίας είναι να περιοριστούν οι απότομες μεταβολές στις αγορές, οι οποίες ενέτειναν τις πτωτικές τάσεις στη διάρκεια τόσο της χρηματοπιστωτικής όσο και της δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη.
Αναφορά έγινε, στο μεταξύ, και σε ενδεχόμενη επέκταση αυτού του μέτρου στις διεθνείς αγορές, μια πρόταση στην οποία έχουν αντιταχθεί όμως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται ότι αυτός ο τρόπος φορολόγησης του κλάδου μπορεί να αποφέρει έσοδα 650 δισ.
Οπως αναφέρεται στο ψήφισμα, όμως, ακόμη και αν μια τέτοια πρωτοβουλία δεν ευοδωθεί παγκοσμίως, τότε «η Ε.Ε. θα πρέπει να επιβάλει, σε πρώτη φάση, φόρο στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές» μονομερώς. Ο Μάρτιν Σουλτζ, επικεφαλής της συμμαχίας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συμπλήρωσε: «Θέλουμε να στείλουμε το μήνυμα θεσμικά ότι και ο ιδιωτικός κλάδος φέρει μέρος της ευθύνης για το ξέσπασμα της κρίσης».
Ο επίτροπος επί φορολογικών θεμάτων, Αλγκίρντας Σεμέτα, έχει ήδη ταχθεί υπέρ αυτής της λύσης, με το επιχείρημα ότι είναι ο κατάλληλος τρόπος για τη φορολόγηση των τραπεζών. Ο φόρος επί πάσης φύσεως χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι εμπνευσμένος από τον φόρο Τόμπιν, μια ιδέα που είχε διατυπωθεί από τον Αμερικανό οικονομολόγο Τζέιμς Τόμπιν για τη φορολόγηση συναλλαγών στις αγορές συναλλάγματος.
Η Βρετανία επίσης διαφωνεί με μια σύγχρονη εκδοχή του φόρου Τόμπιν, με την κυβέρνηση συνασπισμού Συντηρητικών και Φιλελευθέρων να επιλέγει τη φορολόγηση των τραπεζικών ισολογισμών. Σε επίπεδο Ε.Ε., έχουν υπάρξει αντιδράσεις στο ενδεχόμενο επιβολής φόρου επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ να επιμένει στην εφαρμογή του έστω και μόνο στην Ευρωζώνη.