Λιμπερασιόν: Η Βρετανία, αργά ή γρήγορα, θα αναγκαστεί σε έξοδο από την Ε.Ε.

Σε λίγα χρόνια, η Βρετανία θα αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τίποτα δεν φαίνεται πια να μπορεί να την εμποδίσει. Η προγραμματισμένη εμβάθυνση της ευρωζώνης θα την αναγκάσει να κάνει τις επιλογές της, καθώς ο πολλαπλασιασμός των opting out (εξαιρέσεων) θα είναι αδύνατος. Το Λονδίνο θα πρέπει είτε να ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή ομοσπονδία που οι 17 άρχισαν να σχεδιάζουν είτε να προχωρήσει σ’ ένα συναινετικό διαζύγιο. Όσο πιο έντονη γίνεται όμως η πολιτική συζήτηση στο εσωτερικό της χώρας, τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η πρώτη επιλογή.

Έτσι, ενώ το 1997 ο τότε Εργατικός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ ανήγγελλε ένα δημοψήφισμα για την ένταξη στην ευρωζώνη, ο σημερινός συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον αναγγέλλει ένα δημοψήφισμα για τη σχέση της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Είναι αλήθεια ότι ο Κάμερον είπε στη Σάντεϊ Τέλεγκραφ (μια ευρωσκεπτικιστική εφημερίδα) πως η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ένωση δεν θα ήταν προς το συμφέρον της. «Όμως οι Βρετανοί δεν είναι ικανοποιημένοι μ’ αυτό που έχουν, και το ίδιο ισχύει για μένα».

Ο Κάμερον θέλει λοιπόν να τροποποιηθεί η σχέση της χώρας του με την Ενωση. «Δεν υπάρχει λίγη Ευρώπη, αντίθετα, υπάρχει πολλή. Μεγάλα κόστη, πολλή γραφειοκρατία, υπερβολικές παρεμβάσεις στα ζητήματα που αφορούν τα κράτη, τα άτομα και την κοινωνία των πολιτών».

Ο Βρετανός πρωθυπουργός δεν στρέφεται μόνο εναντίον της Ένωσης, αλλά και εναντίον της Συνθήκης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. «Κατά την άποψή μου, πρέπει να καταργηθεί μεγάλο μέρος της νομοθεσίας που αφορά κοινωνικά ζητήματα, τις εσωτερικές υποθέσεις και τον χρόνο εργασίας».

Ο Ουίλιαμ Χέιγκ, ο πολύ ευρωσκεπτικιστής υπουργός Εξωτερικών, δήλωσε ότι θα συνταχθεί μια μελέτη για την ισορροπία των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Βρετανίας και της Ένωσης. Όπως εξήγησε στο BBC, η στρατηγική των συντηρητικών είναι να επιστρέψουν ορισμένες εξουσίες σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τα κοινωνικά ζητήματα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σε αντίθετη περίπτωση, θα διεξαχθεί δημοψήφισμα για τη σχέση της Βρετανίας με την Ένωση.

Η θέση αυτή του Λονδίνου είναι απαράδεκτη για τους εταίρους του. Πρώτα απ’ όλα, είναι αδύνατον να υπάρξει διαφορετική μεταχείριση μιας χώρας σ’ έναν τομέα που αφορά την εσωτερική αγορά. Δεύτερον, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε διάλυση, αφού κάθε χώρα θα ζητούσε να έχει ανάλογη μεταχείριση.

Όλα δείχνουν λοιπόν ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος δεν μπορεί να αποτραπεί, πολύ περισσότερο που η νέα γενιά των συντηρητικών ηγετών (όπως ο δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον) διακρίνεται από μια μεγάλη δυσπιστία απέναντι στην Ευρώπη.

Είναι αλήθεια ότι η Βρετανία δεν αισθανόταν ποτέ άνετα στην ΕΕ, σημειώνει ο Ζαν Κατρεμέρ στη Λιμπερασιόν. Η κοινοτική περιπέτεια ξεκίνησε χωρίς αυτήν. «Η συνθήκη που συζητάτε δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή», δήλωσε ο Βρετανός υφυπουργός Εμπορίου, αποχωρώντας από τις συζητήσεις για τη συνθήκη της Ρώμης, του 1957. «Αν γινόταν αποδεκτή, δεν θα επικυρωνόταν. Αν επικυρωνόταν, δεν θα εφαρμοζόταν. Και αν εφαρμοζόταν, θα ήταν απολύτως απαράδεκτη για τη Μεγάλη Βρετανία (…) Κύριε πρόεδρε, κύριοι, αντίο σας και καλή τύχη».

Παρά ταύτα, το 1962, το Λονδίνο ζήτησε να ενταχθεί στην ΕΟΚ, βλέποντας ότι οι προσπάθειές του να τη σαμποτάρει είχαν αποτύχει. Όμως, το 1963, ο στρατηγός ντε Γκολ έβαλε βέτο, οργισμένος από την άρνηση της Βρετανίας να αποκτήσει μια πυρηνική δύναμη ανεξάρτητη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 27 Νοεμβρίου 1967, ο στρατηγός είπε ξανά ΟΧΙ, λέγοντας ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα κατέστρεφε ένα οικοδόμημα που κτίστηκε με τόσο πόνο. Χρειάστηκε να εκλεγεί ο Πομπιντού για να υποχωρήσει το Παρίσι.

Όταν εντάχθηκε το Λονδίνο στην ΕΟΚ, έκανε αυτό ακριβώς που φοβόταν ο ντε Γκολ. Η ευρωπαϊκή οικονομία επηρεάστηκε βαθειά από τις «φιλελεύθερες» ιδέες αυτής της χώρας, η οποία εμπόδισε τη μεγαλύτερη ενοποίηση της Ευρώπης σε τομείς όπως η εξωτερική πολιτική, η άμυνα και οι θεσμοί.

Αποφασίζοντας να μείνει στο περιθώριο του ενιαίου νομίσματος, το 1992, η Βρετανία ανέλαβε ένα ρίσκο: να αναγκαστούν οι εταίροι της από την ίδια τη λογική του νομισματικού φεντεραλισμού να προχωρήσουν στον πολιτικό φεντεραλισμό. Εκεί βρισκόμαστε τώρα. Η ευρωζώνη αναγκάζεται να προχωρήσει σε μονοπάτια που μέχρι τώρα αρνιόταν να ακολουθήσει. Και η ειρωνεία είναι ότι το Λονδίνο την πιέζει να πραγματοποιήσει αυτό το ομοσπονδιακό άλμα προκειμένου να σωθεί το ευρώ, αφού η εξαφάνισή του θα παρέσυρε και τη Βρετανία στον όλεθρο.