Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος για τις προοπτικές της ΟΝΕ

Στη βιωσιμότητα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και στις προοπτικές των οικονομιών της περιφέρειας αναφέρεται μεταξύ άλλων το 36ο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.

Σύμφωνα με το συντάκτη της μελέτης κ. Θ. Παπασπύρου η κρίση δημόσιου χρέους στην περιφέρεια της ζώνης του ευρώ έχει οδηγήσει πολλούς αναλυτές σε δυσμενή αποτίμηση της πορείας της ζώνης του ευρώ και σε δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση παραγνωρίζει σημαντικά επιτεύγματα της ζώνης του ευρώ κατά τα πρώτα 10 χρόνια της λειτουργίας της.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση προχωρεί μέσα από κατά περιόδους κρίσεις, που καθιστούν φανερή την ανάγκη για θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό αναμένεται να συμβεί και τώρα, παρά τις σημαντικές δυσκολίες. Οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομική διακυβέρνηση και οι αποφάσεις για τους μηχανισμούς στήριξης και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν ενισχύσει σημαντικά το «οπλοστάσιο» της ζώνης του ευρώ απέναντι στην κρίση, ενώ η στρατηγική «Ευρώπη 2020» παρέχει το πλαίσιο για μία δυναμική πολιτική διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και οικονομικής ανάπτυξης. Μολαταύτα, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υφιστάμενοι μηχανισμοί θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω ή να δημιουργηθούν νέα εργαλεία, όπως τα ευρωομόλογα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Ο κ. Παπασπύρου υποστηρίζει πως η ανάλυση των δυσκολιών τις οποίες αντιμετωπίζουν οι χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης δημόσιου χρέους δείχνει ότι αυτές δεν είναι ανυπέρβλητες, καθώς οφείλονται στην επίδραση αφενός συγκυριακών παραγόντων κατά την πρώτη δεκαετία της ΟΝΕ και αφετέρου λανθασμένων οικονομικών πολιτικών, όπως η ανεπαρκής δημοσιονομική προσαρμογή και η μεταρρυθμιστική αδράνεια, οι οποίες είναι αναστρέψιμες. Σύμφωνα με τη μελέτη, δεν υπάρχει αναπόδραστη τάση για υψηλό πληθωρισμό, μεγάλα ελλείμματα και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στις εν λόγω οικονομίες, ώστε να προεξοφλείται αδυναμία συνύπαρξής τους με άλλες οικονομίες υψηλών επιδόσεων εντός της ζώνης του ευρώ.

Τέλος σημειώνει ότι όταν η παρούσα κρίση θα έχει ξεπεραστεί – με όραμα, μέθοδο και αποφασιστικότητα – τόσο σε επίπεδο ευρωζώνης όσο και σε εθνικό επίπεδο, και οι οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου θα έχουν υιοθετήσει ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, θα μπορέσουν κάλλιστα να βελτιώσουν τις οικονομικές επιδόσεις τους τις προσεχείς δεκαετίες, καθώς οι περισσότερες από αυτές είναι ακόμη «οικονομίες σε διαδικασία σύγκλισης», με υψηλό αναπτυξιακό δυναμικό και σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αυτή η προοπτική απαιτεί μία διαρκή διαδικασία μεταρρυθμίσεων, μέσω της καλύτερης αφομοίωσης των αποφάσεων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Απαιτεί επίσης συνειδητή και πλήρη εφαρμογή των «κανόνων του παιχνιδιού» της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ, καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι τα μέγιστα οφέλη τα αποκομίζει όποια χώρα υιοθετεί και εφαρμόζει πλήρως αυτή την πολιτική, εφόσον η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ αποτελεί στρατηγική της επιλογή.