Την εποχή που διανύει η σύγχρονη Ελλάδα την χαρακτηρίζει μια εικόνα της περασμένης εβδομάδας. Έλληνες να πολιορκούν το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο της Πειραϊκής Πατραϊκής στην Πάτρα, όπου είχαν βρει καταφύγιο εδώ και χρόνια μερικές εναλλασσόμενες εκατοντάδες λαθρομεταναστών.
Υπάρχουν δυο χαρακτηριστικά σε αυτή τη σκηνή. Ο σκελετός ενός παλιού εργοστασίου και οι λαθρομετανάστες που συνιστούν τις παραμέτρους του ελληνικού προβλήματος και της εποχής μας.
Μπαγκλαντές…
Στο μακρινό Μπαγκλαντές περί τα 3 εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται με πενιχρές αμοιβές στην βιομηχανία φασόν ετοίμου ενδύματος.
Το 80% των εξαγωγών της χώρας αφορά σε εξαγωγές τέτοιων προϊόντων. Στα επόμενα τρία χρόνια, μέχρι το 2015, οι εκτιμήσεις θέλουν να διπλασιάζεται η παραγωγή φασόν ενδυμάτων για τις γνωστές φίρμες της Δύσης.
Πριν από 30 χρόνια ο βασικός κορμός της ελληνικής ελαφράς βιομηχανίας και της συμπληρωματικής βιοτεχνίας ήταν η φασόν παραγωγή ετοίμων ενδυμάτων. Πολλές γνωστές ευρωπαϊκές φίρμες κατασκεύαζαν στην Ελλάδα τα προϊόντα τους.
Στην Ελλάδα πριν τριάντα χρόνια τα μεροκάματα ήταν φθηνά, οι ανάγκες επιβίωσης πιεστικές και ευημερούσε το «φασόν». Εκείνη την εποχή η Ελλάδα βρισκόταν στην περιφέρεια των μεγάλων οικονομιών της Δύσης και στο παγκόσμιο καταμερισμό είχε τη θέση του φθηνού παραγωγού σε προϊόντα που δεν απαιτούσαν υψηλή εξειδίκευση και απαιτούσαν φθηνά χέρια.
Όταν κατέρρευσαν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα προέκυψαν πολύ φθηνότερα χέρια καθώς οι άνθρωποι στις κοινωνίες αυτές ζούσαν σε πολύ χειρότερες συνθήκες.
Ταυτόχρονα η τεχνολογία των επικοινωνιών επέτρεψε την απαιτούμενη ευελιξία μεταξύ των χωρών των καταναλωτών και των χωρών των παραγωγών προκειμένου να υπάρχει άμεση ανταπόκριση στις αλλαγές στο σχεδιασμό των προϊόντων και των προμηθειών…
Την τάση αυτή ολοκλήρωσε η αλλαγή της Κίνας που έφερε την έξοδό της από την απομόνωση.
Η μεταπολεμική ελληνική βιομηχανική «επανάσταση» μοιραία ετέθη εκτός ανταγωνισμού από τις τρίτες χώρες με τα φθηνότερα εργατικά χέρια και το περισσότερο υπάκουο προσωπικό. Υπάκουο από ένδεια αλλά και συνήθεια σε πολλές περιπτώσεις.
Η κρίσιμη περίοδος αυτών των αλλαγών ήταν οι δεκαετίες του ’80 και του ’90. Τότε η χώρα χρειαζόταν ένα σχέδιο προσαρμογής του παραγωγικού της δυναμικού στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονταν.
Αντ΄ αυτού επικράτησε ο φθηνός λαϊκισμός της συνδικαλιστικής και πολιτικής «πελατείας». Το μοντέλο αυτό στηρίχθηκε στην αναδιανομή ενός πλούτου που προέκυπτε από τις επιδοτήσεις της ΕΟΚ και τον δανεισμό του κράτους. Έτσι η οικονομία του φασόν μετασχηματίστηκε στην οικονομία της παρασιτοκρατίας.
Το δημόσιο χρέος στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν κάτω από το 30% του ΑΕΠ και σε μια δεκαετία είχε τριπλασιαστεί… Στην συνέχεια η είσοδος στο ευρώ επέκτεινε καθολικά την ευημερία με δανεικά.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον κατήργησε τη σταθερή ισοτιμία μεταξύ χρυσού και δολαρίου, ο δανεισμός στη Δύση γινόταν όλο και πιο εύκολος. Σε αυτό συνέβαλε και η τρομακτική συσσώρευση πλούτου και άρα κεφαλαίων που οι τράπεζες έπρεπε να βρουν τρόπο να αξιοποιήσουν.
Η Γερμανική εξαίρεση…
Μια χώρα που κατάφερε να εκμεταλλευτεί δυναμικά αυτή την περίοδο και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης ήταν η Γερμανία. Η Γερμανία κατάφερε να παραμείνει ανταγωνιστική ακόμη και απέναντι σε χώρες όπως η Κίνα, χωρίς επί της ουσίας να ευτελίσει το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της σε σχέση με τα ιστορικά στάνταρ των τελευταίων δεκαετιών.
Επί της ουσίας η Γερμανία αποτελεί το υπόδειγμα με το οποίο η Δύση μπορεί να αντισταθεί απέναντι στην πλημμυρίδα της Ασίας και των λοιπών αναπτυσσόμενων χωρών, που στις επόμενες δεκαετίες θα αλλάξουν τα δεδομένα της παγκόσμια γεωπολιτικής και γεωοικονομίας.
Αντ’ αυτού καθηγητές και μέσα ενημέρωσης στη Δύση δεν φείδονται αναλύσεων και σχολείων για τον αδιέξοδο δρόμο που επιβάλει η Γερμανία στην Ευρώπη. Είναι από τα παράδοξα της ιστορικής συγκυρίας που μάλλον οφείλονται στους εποχικούς συρμούς που αρέσκεται το είδος μας. Μάλλον οφείλονται στην προσήλωση στο επιμέρους και την άγνοια της συνολικής εικόνας.
Το πρόβλημα για την Ελλάδα έχει να κάνει με την αναζήτηση μιας νέας θέσης στο παγκόσμιο οικονομικό καταμερισμό. Πρέπει να αναπτύξει δραστηριότητες οι οποίες θα εισφέρουν στη χώρα έσοδα.
Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως αυτό δεν γίνεται με κάποιο γραφειοκρατικό κεντρικό σχεδιασμό, αλλά με την δημιουργία ενός σταθερού και ελκυστικού πλαισίου για τους ιδιώτες που θα αναλάβουν να ρισκάρουν εργασία και χρήμα προκειμένου να κερδίσουν και μέσω αυτής της διαδικασίας θα αναδείξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, δημιουργώντας πλούτο για όλους. Έτσι συμβαίνει σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Ο κεντρικός σχεδιασμός και προστατευτισμός από τον διεθνή ανταγωνισμό, δεν βοηθούν στην ευημερία μιας χώρας και του πληθυσμού της. Ευνοούν μόνο στην ευημερία μιας αντιπαραγωγικής γραφειοκρατίας και κάποιων κρατικοδίαιτων που παριστάνουν τους επιχειρηματίες.
Αυτό ήταν το μοντέλο, του φασόν των δεκαετιών του ’60 και ’70 και των επιδοτήσεων και των δανεικών των δεκαετιών του ’80 του ’90 και του ’00.
Δυστυχώς μέχρι αυτή η προσαρμογή να αρχίσει να αποκτά «σάρκα» και «οστά» και να φέρνει εισοδήματα, τα εισοδήματα, οι μισθοί και το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα θα μειώνονται.
Πόσο; Πιθανότητα μέχρι τα επίπεδα των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Οι αγορές σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Ο μόνος τρόπος να ανακοπεί αυτή η πτώση, δεν είναι οι υποσχέσεις της συνέχισης της ευημερίας με δανεικά της αριστεράς, αλλά η δημιουργία των προϋποθέσεων μιας επιχειρηματικής «κοσμογονίας» στην ελληνική οικονομία.
Προς το παρόν αγωνιζόμαστε να διώξουμε και τις λίγες ελληνικές επιχειρήσεις που επιβίωσαν και παραμένουν ανταγωνιστικές.
Σε γενικές γραμμές, μεταπολεμικά έχουν τον ανοδικό οικονομικό κύκλο που ξεκίνησε το 1952 και ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Και τον κύκλο της που ξεκίνησε τότε και ολοκληρώθηκε με την χρεοκοπία του 2010.
Ο πύργος των Αθηνών και τα Ολυμπιακά Έργα αποτελούν τα αρχιτεκτονικά ορόσημα των δυο περιόδων ευημερίας.