>Νέος πονοκέφαλος 3,7 δις. στην Ελλάδα από Τρισέ.

>
Νέος πονοκέφαλος στο οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας απο την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αν επαληθεύσει τις προβλέψεις των αναλυτών για τρεις διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων φέτος, που θα ανεβάσουν στο τέλος του χρόνου το βασικό επιτόκιο στο 1,75% και θα ανοίξουν μια ετήσια «τρύπα» 3,7 δις. ευρώ στον ελληνικό προϋπολογισμό.

Την ώρα που ο υπουργός Οικονομικών πασχίζει να προσδιορίσει το μείγμα των «βαρέων» πρόσθετων μέτρων, που θα χρειασθούν για να εξοικονομήσει επιπλέον 4 δις. ευρώ το 2010 και να διορθώσει τις αποκλίσεις στην εκτέλεση του περσινού και του φετινού προϋπολογισμού, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Φραγκφούρτης ετοιμάζονται να δώσουν τη χαριστική βολή στο ελληνικό οικονομικό πρόγραμμα, αρχίζοντας από αυτή την Πέμπτη με μια αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,25%.

Η ΕΚΤ βρίσκεται και αυτή την φορά μπροστά στο πρόβλημα της ασυμμετρίας στους οικονομικούς κύκλους των επιμέρους χωρών της ευρωζώνης, όπου είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοσθεί μια νομισματική πολιτική κοινή για όλους: την ώρα που ο πλούσιος και ανταγωνιστικός Βορράς, με επικεφαλής την Γερμανία, βρίσκεται σε φάση ισχυρής ανάπτυξης και απειλείται από τις εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, οι χώρες της περιφέρειας αντιμετωπίζουν βαριά ύφεση και κρίση χρέους.

Οι αναλυτές εκτιμούν, ύστερα από τις «σκληρές» δηλώσεις προαναγγελίας αυξήσεων επιτοκίων από τον Τρισέ, ότι η ΕΚΤ θα επιδιώξει να σταματήσει τις πληθωριστικές πιέσεις στις χώρες του Βορρά, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις παρενέργειες στην περιφέρεια. Ορισμένοι λένε, μάλιστα, ότι αυτή είναι και η «εκδίκηση» του κ. Τρισέ προς τους πολιτικούς ηγέτες, που θα κληθούν να αντιληφθούν, ότι δεν μπορούν να καταλήγουν σε ατελείς λύσεις για την κρίση χρέους της περιφέρειας, περιμένοντας ότι θα τους διευκολύνει η ΕΚΤ, εγκαταλείποντας την αντιπληθωριστική ατζέντα της.

Τι σημαίνει για την ελληνική οικονομία η «επίθεση επιτοκίων» από την ΕΚΤ; Ο υπουργός Οικονομικών, όταν ρωτήθηκε σχετικά από τους “Financial Times” άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι φοβάται την αύξηση των επιτοκίων και ευχήθηκε να μην είναι μεγάλη. Οι αναλυτές των μεγάλων τραπεζών είναι λιγότερο διπλωματικοί και διατυπώνουν ευθέως τις δυσάρεστες προβλέψεις τους:

– Το δημοσιονομικό κόστος μιας αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα είναι δυσβάστακτο. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Credit Suisse, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους θα αυξηθεί κατά 1,6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 3,7 δις. ευρώ. Ουσιαστικά, δηλαδή, η Ελλάδα το 2012 θα χρειασθεί ένα τεράστιο πρόσθετο «πακέτο» μέτρων, μόνο για να καλύψει τις πρόσθετες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, χωρίς να έχει κινηθεί ούτε ένα βήμα προς την εκπλήρωση των στόχων του μνημονίου.

– Για τις τράπεζες το πλήγμα θα είναι διπλό: όχι μόνο θα πληρώνουν στην ΕΚΤ σχεδόν διπλάσιους τόκους για το δανεισμό τους (πρόκειται για μια δαπάνη της τάξεως των 750 εκατ. ευρώ, με τα σημερινά δεδομένα δανεισμού της τάξεως των 100 δις. ευρώ από την ΕΚΤ στις τράπεζες), αλλά θα δουν και τους επενδυτές να περιορίζουν τις θέσεις τους σε ελληνικές τραπεζικές μετοχές, ακριβώς την ώρα που θα χρειάζονται πρόσθετες ενισχύσεις κεφαλαίων. Η Credit Suisse, υπολογίζοντας τις επιπτώσεις των χειρισμών της ΕΚΤ στις ευρωπαϊκές τράπεζες, συνιστά στους επενδυτές να μειώσουν τις τοποθετήσεις τους.

– Στην πραγματική οικονομία, η επίπτωση της αύξησης των επιτοκίων θα είναι ακόμη βαθύτερη ύφεση. Το ευρώ κερδίζει έδαφος στις αγορές συναλλάγματος, επειδή προεξοφλείται η αύξηση των επιτοκίων και η «σκληρές» ισοτιμίες του υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα του τουρισμού και των εξαγωγών. Επιπλέον, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα υποστούν μια μεγάλη «αφαίμαξη» από την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων τους, που θα μειώσει ακόμη περισσότερο την καταναλωτική και επενδυτική ζήτηση.