Εξαρχής είχα υπογραμμίσει ότι το μοντέλο που εισαγόταν στη χώρα από τις δυνάμεις του μνημονίου κινούνταν ενάντια σε κάθε σχέδιο ανάπτυξης. Αντίθετα, οδηγούσε απευθείας στην κόλαση της ύφεσης. Ενα θεμελιακό κριτήριο της κριτικής που διατύπωσα έναντι του μνημονίου ήταν ότι αποτελούσε δείγμα κακής λογιστικής και είχε «αυτονομήσει» τα λογιστικά των δημοσιονομικών από οποιαδήποτε αναπτυξιακή πολιτική. Σήμερα που η χώρα πληρώνει τα σπασμένα των λογιστών και των υπηρετών της τρόικας, οι οποίοι παριστάνουν τους υπουργούς, όλο και περισσότεροι επαναφέρουν το θέμα της ανάπτυξης. Το κάνουν ακόμα κι εκείνοι οι οποίοι ευθύνονται για την ύφεση σήμερα, δηλαδή ολόκληρο το Κόμμα του Μνημονίου. Εν όψει των εκλογών, αλλά και μετά από αυτές, μαζί με το ερώτημα για το ποιος έχει τις ευθύνες για τη διάλυση και την καταστροφή της χώρας, καθώς και για το αν ήταν μονόδρομος ή όχι η παράδοση της χώρας στην τοκογλυφία και την τρόικα, θα τίθεται όλο και περισσότερο στην ημερήσια διάταξη το ερώτημα: Ανάπτυξη για ποιον, από ποιον, με ποιον τρόπο και με τι στόχους;
Τα μέτωπα γύρω από την ανάπτυξη
Οι δυνάμεις που έκαναν κριτική στις μνημονιακές επιλογές οφείλουν να προβάλλουν τις προτάσεις ανάπτυξης της χώρας που έχουν ήδη διατυπώσει, να τις εμπλουτίσουν, αλλά και να τις εξηγήσουν. Να αποδείξουν γιατί αυτές είναι ορθότερες και αποτελεσματικότερες. Πριν απ’ όλα, να διαμορφώσουν και να αναδείξουν τα κριτήρια με τα οποία θα σχεδιαστεί, θα προωθηθεί και θα υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο. Πιο συγκεκριμένα:
Α. Τι είδους ειδίκευση ανάπτυξης θα έχει η Ελλάδα;
Η σημερινή κυρίαρχη πολιτική δείχνει να επιλέγει ως πρώτο κριτήριο ανάπτυξης εκείνο της χαμηλής ειδίκευσης. Η πολιτική υποτίμησης μισθών και συντάξεων εμπεριέχει ένα πολύ συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης. Είναι ένα από τα 10 μοντέλα ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού, όπως τα αναλύω στο βιβλίο μου «Πολιτική Σωτηρίας» (εκδόσεις Λιβάνη). Είναι εκείνη η επιλογή που στηρίζεται στη χαμηλή ειδίκευση, τους χαμηλούς –κατά προέκταση– μισθούς. Ουσιαστικά πρόκειται για μια στρατηγική που οδηγεί ευθέως σε μια παρατεταμένη υποβάθμιση της Ελλάδας στο παγκόσμιο σύστημα καταμερισμού εργασίας. Μια ανάπτυξη που στηρίζεται σε χαμηλά μεγέθη δεν προσβλέπει σε μεγάλες τεχνολογικές ανανεώσεις. Επί παραδείγματι, η επιβολή χαμηλών μισθών δυσκολεύει την εισαγωγή στην παραγωγή και τις υπηρεσίες ακριβής υψηλής τεχνολογίας. Δυσκολεύει, επίσης, την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω νέας οργάνωσης, τεχνολογικής ανανέωσης και προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, επίσης, η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της οργανωμένης ειδίκευσης υποκαθίσταται από τις μειώσεις στο κοινωνικό κράτος και στους μισθούς. Αυτή η διαπίστωση ισχύει πολλαπλώς, όταν μια τέτοια επιλογή εφαρμόζεται στο πλαίσιο πολιτικής ύφεσης.
Η δική μου πρόταση, την οποία έχω διατυπώσει πολλές φορές, κινείται σε εντελώς αντίθεση κατεύθυνση. Πρόκειται για μια επιλογή στήριξης πολιτικών μεγάλης ειδίκευσης μέσω υψηλής τεχνολογίας, υψηλών μισθών και παραγωγικότητας της εργασίας, και κατά προέκταση υψηλών δαπανών στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στο κοινωνικό κράτος. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης δεν στηρίζεται στους χαμηλούς μισθούς και στην επεκτατική εργασία, αλλά στην εντατική ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω καλύτερης οργάνωσης και μόρφωσης των εργαζομένων και στήριξης της επιχειρηματικής δημιουργικότητας.
Στο πρώτο μοντέλο, η τιμή της εργασίας συνεχώς μειώνεται, ενώ γίνεται μια διαρκής ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου σε βάρος της μισθωτής εργασίας, των συνταξιούχων, των μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών. Στο δεύτερο μοντέλο, εκείνο που προτείνω, η χώρα αποκτά ισχυρή ειδίκευση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αυξάνοντας εισοδήματα και πλούτο για εκείνους που τον δημιουργούν.
Β. Με ποια μέσα θα γίνει αυτή η ανάπτυξη;
Το μοντέλο της φτηνής εργασίας και του συνεχώς μειούμενου κοινωνικού κράτους στηρίζεται σε μια λογική τυφλής κυριαρχίας της αγοράς, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και υπερεθνικά. Ανάμεσα στους οπαδούς της αγοράς, υπάρχουν οι ακραίοι (σημερινή ηγεσία Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, Δημοκρατική Συμμαχία), καθώς και οι πιο μετριοπαθείς. Σύμφωνα με τους πρώτους, οι αγορές τα λύνουν όλα από μόνες τους και δεν χρειάζεται παρά να διασφαλιστεί ότι το κράτος δεν ανακατεύεται καθόλου στα της οικονομίας ή, πιο ορθά, οι παρεμβάσεις του έχουν έναν και μοναδικό σκοπό, να εμποδίζουν τρίτους να παρενοχλούν τις δυνάμεις της αγοράς, κοινώς τραπεζίτες και διαπλοκή, να κάνουν μόνες τους όλο το παιχνίδι. Σε αυτή την περίπτωση η πολιτική έχει έναν μονοσήμαντο ρόλο, να διασφαλίζει την ηγεμονία των αγορών και των κυρίαρχων σε αυτές μερίδων του κεφαλαίου.
Οι πιο μετριοπαθείς της αγοράς αποδίδουν δύο ρόλους στο κράτος υποστηρικτικούς προς τις αγορές. Σύμφωνα και με τη δική τους γνώμη, οι αγορές διασφαλίζουν την ανάπτυξη. Εκείνο που προσθέτουν είναι η «ανάγκη» να διευκολύνει το κράτος τους όρους με τους οποίους προτρέπονται οι ιδιώτες να κάνουν επενδύσεις. Να φροντίζει, επίσης, το κράτος να λαμβάνονται, έστω και περιορισμένα, ορισμένα κοινωνικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η καλή και συνεκτική λειτουργία των αγορών. Να είναι δυνατό να διορθώνονται τυχόν «λάθη και κενά» που προκαλούνται από τη δράση τους.
Και οι δύο κατευθύνσεις που περιέγραψα έχουν ως κοινό στοιχείο τους ότι επιδιώκουν να κινητοποιήσουν, μέσω της πολιτικής, τα «νομισματικά μεγέθη» προκειμένου να υποστηριχτεί η ανάπτυξη. Δεν αντιλαμβάνονται, δηλαδή, την ανάπτυξη ως μια συνειδητή πολιτική με την οποία μια ολόκληρη κοινωνία θέτει στόχο για το ποιο είναι το καλύτερο αύριο για την ίδια και με ποιον τρόπο θα το πετύχει. Αντίθετα, κατά τη γνώμη μου, μια κοινωνία που επιθυμεί την πολύπλευρη ανάπτυξη, οφείλει να παράγει εναλλακτικές λύσεις, να τις συζητά δημοκρατικά και να επιλέγει την πιο ορθολογική και πιο αποτελεσματική εναλλακτική, διασφαλίζοντας την καλύτερη δυνατή θέση της χώρας, στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας, στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Η πρότασή μου, σε αντίθεση με άλλες που ακούγονται, δεν θέτει ως πρώτιστο στόχο την κινητοποίηση εργαλείων νομισματικής πολιτικής ή προσέλκυσης, πάση θυσία, ιδιωτών επενδυτών. Δεν αρνούμαι τη λελογισμένη χρήση του πρώτου εξ αυτών των εργαλείων και την προώθηση του δεύτερου. Και οι δύο πολιτικές είναι απαραίτητες. Αλλά προηγείται η αποκατάσταση της κύριας παραγωγικής μηχανής, της ψυχικής και σωματικής δύναμης των ίδιων των εργαζομένων. Η επανάκτηση της ψυχικής και συναισθηματικής νοημοσύνης τους, μακριά από εκφοβισμούς και εκβιασμούς. Χωρίς τον παράγοντα άνθρωπο δεν υπάρχει ανάπτυξη. Με τσακισμένα τα φτερά και την ψυχή του Ελληνα και της Ελληνίδας, καμία παραγωγική μηχανή δεν μπορεί να τεθεί σε κίνηση. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, χρειάζεται μια διαφορετική πολιτική απέναντι στον άνθρωπο. Απαιτούνται πολιτικές δυνάμεις που να μπορούν να διασφαλίσουν ουσιαστικές, σταθερές και μακρόχρονες σχέσεις εμπιστοσύνης.
Γ. Πού θα στηριχτεί η ανάπτυξη;
Οι μνημονιακοί βλέπουν να στηρίζεται η όποια ανάπτυξη στις παρεμβάσεις της τρόικας, ιδιαίτερα των Γερμανών.Ουσιαστικά, όμως, οι Γερμανοί, αν δεν τους ελέγξει κανείς και δεν διαμορφώσει συνθήκες ισότιμης συνεργασίας (οι γνώσεις και η πείρα τους ασφαλώς μας είναι χρήσιμες), θα τείνουν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως συμπληρωματική οικονομία. Δηλαδή, να επιδιώκουν την ανάπτυξη στην Ελλάδα εκείνων των κλάδων που χρειάζονται ως συμπλήρωμα στη δική τους οικονομική μηχανή (όπως επεξεργασία ορισμένων ορυκτών, αγροτικά προϊόντα, ενέργεια). Η ανάπτυξη αυτών των κλάδων από μόνη τους κάθε άλλο παρά αρνητική είναι. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι κάθε μονόπλευρη ανάπτυξη είναι περιοριστική. Αναπτύσσει μονάχα λίγους κλάδους και μόνο στον βαθμό που αυτοί ανταποκρίνονται στις ανάγκες τρίτης οικονομίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια νεοαποικιοκρατικού τύπου ανάπτυξη.
Μια ανάπτυξη υποταγμένη στις ανάγκες της γεωοικονομίας τρίτων, δεν είναι μόνο στρεβλή, ούσα συμπληρωματική, αλλά δεν αναπτύσσει όλο το εύρος της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, πλην των περιοχών/θεματικών ανάπτυξης, αφήνει όλες τις άλλες περιοχές και κλάδους της οικονομίας υπανάπτυκτους. Αναπαράγει δε σε αυτούς τη φτώχεια και την ανεργία. Δημιουργεί ανισότητες και καταστρέφει ουσιαστικά το κοινωνικό κεφάλαιο. Δεν συμβάλλει στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη μιας ανάπτυξης «ολικής», με την έννοια μιας ανάπτυξης που να μην έχει ως αναφορά την συμπληρωματικότητα προς μια τρίτη χώρα, αλλά την μέγιστη αξιοποίηση των δικών της δυνατοτήτων. Επιπλέον στόχος, να καταλάβει την καλύτερη δυνατή θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Μέσω δε της γεωοικονομικής αναβάθμισης, να διασφαλίσει και την γεωπολιτική της ενίσχυση. Μια ανάπτυξη που θα ειδικεύεται σε υψηλής τεχνολογίας και εισοδήματος περιοχές και θα στηρίζεται στη διασύνδεση έρευνας, εκπαίδευσης, δημιουργικότητας και ταλέντου. Που θα χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης και θα αναπτύσσει κάθε περιοχή της χώρας ειδικευμένα.