Ξανά λοιπόν εκλογές. Στις 17 Ιουνίου. Άντε άλλος ένας μήνας αντιπαραθέσεων, διχασμών, υποσχέσεων, υψηλής ρητορικής. Αναρωτιέμαι τι καινούργιο έχουν να μας πουν.
Δεν τα μάθαμε; Τα μάθαμε. Δεν τα εμπεδώσαμε; Τα εμπεδώσαμε. Δεν ξέρουμε τι θέλει ο ένας και τι πρεσβεύει ο άλλος; Το ξέρουμε. Γιατί λοιπόν οι εκλογές; Για ν’ αλλάξουν την ψήφο τους οι πολίτες. Κι αν δεν την αλλάξουν; Αν πάνω κάτω έλθουν τα ίδια αποτελέσματα, τι γίνεται; Θα ξαναπάμε σε εκλογές; Μέχρι πότε θα γίνεται αυτό; Μέχρι να βγει αυτοδύναμη η Ν.Δ. ή ο ΣΥΡΙΖΑ; Κι αν δεν υπάρξει και πάλι αυτοδυναμία; Κι αν πάλι διαφωνήσουν στο σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης, τι θα κάνουμε; Ξανά εκλογές; Και με το «μαγαζί», την έρημη τη χώρα, πότε θα ασχοληθούμε;
Αν κάποιοι νομίζουν ότι έχουμε καιρό, μάλλον δεν έχουν καταλάβει τίποτε. Όσοι πιστεύουν ότι οι εξελίξεις, εγχώριες και ευρωπαϊκές, θα μας περιμένουν, πολύ φοβάμαι πως θα ξυπνήσουν ένα πρωί και θα αναρωτιούνται: «τι έγινε ρε παιδιά;». Ελπίζω αυτό να μην συμβεί μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, γιατί τότε θα έχουμε άλλα δράματα. Και να πεις πως οι ηγεσίες των κομμάτων δεν την ξέρουν την κατάσταση. Την ξέρουν και την παρά ξέρουν. Έχουν όλοι τους ενημερωθεί λεπτομερειακά και σε βάθος. Ακόμη και αυτοί που μπορεί να μην την ήξεραν, τώρα την ξέρουν. Δεν θα μπορέσουν, αν χτύπα ξύλο γίνει καμία στραβή, να επικαλεστούν άγνοια. Μου κάνει λοιπόν εντύπωση που είναι τόσο ανέμελοι και κεφάτοι σαν να γυρίζουν απ’ του Βερόπουλου.
Εντάξει, να δεχτώ ότι οι κομματικές, προσωπικές ή όποιες άλλες σκοπιμότητες υπερτερούν, σ’ αυτή τη φάση, από το λεγόμενο εθνικό συμφέρον, επειδή ο καθένας το ορίζει και το προσεγγίζει από διαφορετική σκοπιά και θέση. Να το δεχτώ, και να μην ανοίξουμε διάλογο πάνω σ’ αυτό γιατί θα μακρηγορήσουμε. Να συμφωνήσουμε όμως και στο εξής: αν, κούφια η ώρα και χτύπα ξύλο, τα πράγματα δεν εξελιχθούν τόσο ειδυλλιακά, τότε κάποιοι θα φέρουν ευθύνες, και οι ευθύνες τους θα είναι τόσο βαρύτερες όσο πιο αρνητικές είναι οι εξελίξεις που τυχόν ήθελε συμβούν.
Και τις ευθύνες αυτές θα τις αποδώσουμε στο ακέραιο σ’ αυτούς που αψήφισαν τις προειδοποιήσεις και οδήγησαν τα πράγματα εδώ που τα οδήγησαν. Προσοχή, για να μην παρεξηγηθώ, δεν αναφέρομαι σε κάποιον συγκεκριμένα. Ευθύνες έχουν όλοι όσοι συμμετείχαν στην προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης και δεν το κατάφεραν. Όση ευθύνη φέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ, εξίσου ευθύνη φέρουν και η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., αλλά και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες -παρά την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του αρχηγού τους Π. Καμμένου- που θα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση και δεν το έπραξαν.
Ένα λοιπόν επιπλέον κριτήριο για την ψήφο μας στις 17 Ιουνίου πρέπει να είναι και αυτό. Το άλλο/α σαφώς είναι αυτό/α με το οποίο ψηφίσαμε στις 6 Μαΐου. Και το τρίτο με βάση τα νέα δεδομένα που προέκυψαν και τα καινούργια διλήμματα που, εκ των πραγμάτων, τίθενται και μάλιστα με ιδιαίτερη οξύτητα. Αν αφήσουμε τα επιμέρους (μνημόνιο-αντιμνημόνιο, δεξιά-αριστερά, ιδιωτικοποιήσεις-κρατικοποιήσεις, μικρότερο-μεγαλύτερο δημόσιο κ.α.), όχι ότι δεν είναι σημαντικά κάθε άλλο, η βασική διακύβευση της 17ης Ιουνίου είναι μία. Αυτή που έθεσαν Ολάντ και Μέρκελ: ναι ή όχι στο ευρώ.
Το ίδιο που είχαν θέσει και Σαρκοζί – Μέρκελ όταν ο Γ. Παπανδρέου επεδίωξε να κάνει δημοψήφισμα. Το ίδιο που λένε όλα τα ευρωπαϊκά και διεθνή Μέσα Ενημέρωσης. Το ίδιο που επισημαίνουν κυβερνήσεις, θεσμικοί φορείς, παγκόσμιοι οργανισμοί, οικονομικοί επιστήμονες και πολιτικοί αναλυτές. Άλλοι τάσσονται υπέρ και άλλοι κατά, αλλά όλοι συμφωνούν στο δια ταύτα. Δεν μπορεί, διάολε, όλοι να μην ξέρουν τι τους γίνεται και μόνον εμείς να έχουμε δίκιο. Δεν μπορεί να έχει συνωμοτήσει το σύμπαν εναντίον μας.
Στο δίλημμα ναι ή όχι στο ευρώ, που μεταφράζεται και σε Ευρώπη ή εθνική μοναξιά, υποτίθεται ότι ο λαός απάντησε, στις 6 Μαΐου, με ποσοστό που υπερβαίνει το 80%. Η αλήθεια βέβαια δεν είναι αυτή. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η εκπεφρασμένη βούληση περιέχει πολλές μουντζούρες και σκιές. Από όλους. Η παραμονή στο ευρώ υπόκειται σε κανόνες. Τους οποίους έχουμε αποδεχτεί και έχουμε υπογράψει. Αν λοιπόν θέλουμε να παραμείνουμε πρέπει και να τους τηρούμε. Αναφέρομαι στο ευρώ και όχι στο μνημόνιο. Το μνημόνιο είναι μια «συνταγή» που αφορά το δανεισμό της χώρας, ο οποίος έγινε για να καλυφθούν τα ελλείμματα, να μειωθεί το χρέος ώστε να καταστεί βιώσιμο, και να αποχτήσει ανταγωνιστικότητα η οικονομία.
Εγώ είμαι υπέρ του να τροποποιήσουμε το μνημόνιο, να απαγκιστρωθούμε από αυτό και ακόμη καλύτερα να το καταργήσουμε. Και να δεχτώ ότι το καταφέρνουμε γιατί είμαστε μάγκες ή γιατί φοβούνται οι δανειστές μας μην τους πάρουμε μαζί στον τάφο. Δεν είναι έτσι, αλλά για την οικονομία της συζήτησης να το δεχθώ. Τι θα γίνει; Έχουμε έτοιμη την παραγωγική βάση και τον πλούτο να αντικαταστήσουμε τα δανεικά; Μην μου πείτε ότι θα αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο. Τι είναι; Πατάμε το κουμπί και βγαίνει μια χοντρή; Ούτε να μου πείτε, έχουμε το Αιγαίο που ‘ναι πήχτρα στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε. Και Γιάννης να ‘ναι, μην μου πείτε ότι, ο νέος από μηχανής θεός, των Ελλήνων – πριν γίνουν έρευνες, πριν γίνουν διαγωνισμοί, πριν συσταθούν εταιρείες, πριν μπουν τα γεωτρύπανα, πριν αρχίσουν οι εξορύξεις, πριν φτιαχθούν τα δίκτυα διανομής- θα μας κάνει Σαουδάραβες! Αν μου πείτε αυτό ή …καμμένοι από λάδια είστε ή απλώς κοροϊδεύετε τον κόσμο.
Λοιπόν μην επεκταθούμε και σε άλλα φαιδρά παραδείγματα που λέγονται. Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η Ελλάδα μπορεί να έχει πλεονεκτήματα και πλούτο ανεκμετάλλευτο. Δεν έχει όμως σοβαρό κράτος, δεν έχει παραγωγικό μοντέλο, δεν έχει εκπαιδευμένο και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, έχει υπερτροφικό και αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, έχει κατά βάσιν κομπραδόρικη ιθύνουσα τάξη και κρατικοδίαιτη επιχειρηματική τάξη. Το κλεπτοκρατικό σύστημα όπως οικοδομήθηκε δεν μπορεί να αλλάξει από τη μία μέρα στην άλλη. Χρειάζεται επαναθεμελίωση. Κι αυτό δεν γίνεται σε 24 ώρες ούτε καν σε 24 μήνες. Όμως η Ελλάδα δεν έχει χρόνο. Αν ξαφνικά μείνει χωρίς ξένη βοήθεια, αν πεταχτεί εκτός ευρώ, τετέλεσται. Τα ελλείμματα θα την πνίξουν και το χρέος θα αφανίσει το έθνος όπως έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1994 όταν αναγκάστηκε να κάνει τη στροφή προς τον οικονομικό ρεαλισμό.
Αντί λοιπόν να συζητάμε όλα αυτά, κάνουμε συνεχώς εκλογές. Αντί τα σοβαρά και ουσιώδη να κυριαρχούν στην προεκλογική ατζέντα, ερίζουμε στα τηλεοπτικά πάνελ για το ποιός βλάπτει λιγότερο ή περισσότερο τη χώρα. Αντί να φτιάξουμε μια κυβέρνηση σωτηρίας, ερίζουμε για το αν πρέπει να φτιάξουμε κυβέρνηση. Αντί να κάνουμε τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να επιμερίσουμε δικαιότερα το κοινωνικό κόστος, ανακαλύπτουμε διαφωνίες ακριβώς για να μην τις κάνουμε ή μοιράζουμε υποσχέσεις που ισοδυναμούν με επιταγές χωρίς αντίκρισμα. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο στις εκλογές της 17ης Ιουνίου όλα τα κόμματα που συμμετέχουν να είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αντιμνημονιακά!!!
Νίκος Φελέκης
matrix24.gr