Όχι, δεν ξύπνησα και θυμήθηκα ξαφνικά το «Ελλάς» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Το συγκεκριμένο ερώτημα μου το απηύθυνε ένας μικρομεσαίος, ιδιοκτήτης καταστήματος σε μια κωμόπολη της Λακωνίας.
Τον συνάντησα τυχαία το Σάββατο, ευρισκόμενος στην περιοχή, και ο καφές, που κάθισα και ήπια μαζί του, με επανέφερε στη σκληρή πραγματικότητα της αγοράς, μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές.
Μου υπενθύμισε τι πρέπει να συζητάμε και με τι να ασχολούμαστε καθημερινά, αντί για τις δημοσκοπήσεις, τις αυτοδυναμίες και τις μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις για το ποιος και αν θα συνεργαστεί με ποιον.
Ετών 52 ο κύριος Δημήτρης. Χέρια ταλαιπωρημένα, χέρια ανθρώπου, που έχει δουλέψει πολύ στη ζωή του και συνεχίζει να δουλεύει σκληρά για να τα βγάλει πέρα.
«Δουλεύω από τα 16 μου. Έχω κάνει πάνω από 200 δουλειές για να επιβιώσω», μου είπε στην υπερβολή του για να μου αποδείξει τι έχει περάσει.
«Σκεφτόμουν να το κλείσω το κατάστημα το χειμώνα. Τα έσοδα μειώνονται, αλλά τα έξοδα – αντί να μειώνονται κι αυτά – αυξάνονται ακόμη περισσότερο. Είπα, όμως, να το κρατήσω ανοιχτό, να δω πώς θα πάει μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και, αν δεν τσουλήσει όπως θέλω, θα βάλω λουκέτο».
Πατέρας τριών κοριτσιών. Οι δύο του κόρες σπουδάζουν στην Αθήνα και η Τρίτη έχει ήδη παντρευτεί και ζει σε ένα νησί του Αιγαίου. «Μου έχουν στοιχίσει 45.000 ευρώ, τα οποία δεν μπορώ να τα βγάλω εύκολα ξανά. Δεν τις κατηγορώ, αλίμονο, πατέρας τους είμαι. Απλώς, πλέον, τα πράγματα έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ».
«Εντάξει», του απάντησα. «Τώρα, όμως, πήραν το δρόμο τους. Η μία άλλωστε έχει το δικό της σπίτι».
«Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Είναι ήδη μητέρα και ο άντρας της δεν έχει πλέον σταθερά μεροκάματα. Ένα χρόνο τώρα, που είναι παντρεμένη, τη βοηθάω όσο μπορώ. Δέκα χιλιάδες ευρώ έχω στείλει. Κόρη μου είναι. Θα αφήσω έτσι και το εγγόνι μου; Δεν γίνεται. Καταλαβαίνεις», ήταν η αφοπλιστική του απάντηση.
Η περίπτωση του κυρίου Δημήτρη είναι ενδεικτική του τι συμβαίνει όχι μόνο στην αγορά, αλλά και σε πολλές ελληνικές οικογένειες. Το παραδοσιακό μοντέλο της χώρας μας, όπου ο πατέρας ήταν πάντα το σημείο στήριξης για το παιδί, ακόμα και όταν αυτό άνοιγε δικό του σπίτι, δεν μπορεί να λειτουργήσει πια. Γιατί;
Γιατί, πολύ απλά, οι σημερινοί 50άρηδες – 55άρηδες είναι αυτοί, που πλήττονται ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την απώλεια των εισοδημάτων τους, είτε λόγω πτώσης τζίρου αν είναι μικρομεσαίοι, είτε λόγω απώλειας της δουλειάς τους, αν πρόκειται για στελέχη. Οι ακόμα μεγαλύτεροι, άνω των 60, βλέπουν τη σύνταξή τους να συρρικνώνεται διαρκώς.
Πώς, λοιπόν, να υποστηρίξουν οικονομικά την ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών, στην οποία βρίσκονται τα παιδιά τους και στην οποία 1 στους 2 είναι άνεργοι;
Πώς ο κάθε μικρομεσαίος, όπως ο κύριος Δημήτρης, να αποπληρώσει τα δάνειά του, όταν ο τζίρος υποχωρεί στο λιανεμπόριο έως και 20% σε ετήσια βάση και έως και 40% σε μηνιαία (ανάλογα με τον κλάδο);
Η απάντηση είναι απλή: Δεν μπορούν. Δεν αντέχουν. Γι΄ αυτό και τα λουκέτα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.
«Συζητάνε στην τηλεόραση κάθε μέρα για το ποιος έχει φταίξει λιγότερο και το ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο ποσοστό στις εκλογές. Όλοι τους. Ανεξαιρέτως. Με αυτά ασχολούνται. Απάντηση στο ερώτημά μου θα δώσουν ποτέ;
Τι θα γίνει φίλε μου μ΄ εμάς;», μου είπε φεύγοντας.
Ελλάς.
Καλημέρα σας.