Η πρώτη ανάγνωση των βασικών σημείων της προγραμματικής συμφωνίας της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς δείχνει ότι η νέα κυβέρνηση – η συντριπτική πλειοψηφία της οποίας έχει προσυπογράψει το τελευταίο μνημόνιο – κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από τα όσα προβλέπονται στο συγκεκριμένο κείμενο.
Η παραπομπή του θέματος της μείωσης μισθών στην όποια συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, δηλαδή μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, η αποκατάσταση των αδικιών με ισοδύναμα μέτρα, η επαναφορά των αποδοχών στα επίπεδα του 2009, η επέκταση της χορήγησης του επιδόματος ανεργίας για επιπλέον ένα χρόνο – έστω και από κοινοτικούς πόρους -, το «Όχι» στις απολύσεις στο Δημόσιο, η μείωση ΦΠΑ σε συγκεκριμένα προϊόντα, η αύξηση του αφορολόγητου, η νέα στην ουσία ρύθμιση για τα ληξιπρόθεσμα – ώστε να μην ξεπερνούν το 25% του εισοδήματος του φορολογούμενου – και η ενοποίηση όλων των φόρων στα ακίνητα σε έναν, αποτελούν κατευθύνσεις και πολιτικές, που απέχουν 180 μοίρες από το μνημόνιο.
Οι δανειστές μας, έστω και μέσω κορυφαίων υπουργών των Ευρωπαίων εταίρων μας – βλ. χθεσινή δήλωση Σόιμπλε για υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και όχι για χορήγηση νέας βοήθειας -, δείχνουν ότι η όποια διαπραγμάτευση των όρων του μνημονίου δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Το αντίθετο, μάλιστα.
Είναι απορίας άξιο, λοιπόν, με ποια λογική η κυβερνητική τρόικα ανεβάζει τόσο πολύ τον πήχη τον προσδοκιών, δημιουργώντας ελπίδες στους Έλληνες πολίτες, πριν καν κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές μας.
Και τι θα γίνει αν δε γίνουν δεκτά αυτά τα αιτήματα ή τα περισσότερα εξ αυτών ; Τι αποτέλεσμα θα έχει αυτό για τη βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος ;
Ας ελπίσουμε, κανένα αρνητικό.
Καλημέρα σας.