Το πενθήμερο, που μας πέρασε, έκανα ένα ταξίδι στη νότια Πελοπόννησο. Ο καιρός βοήθησε για να απολαύσω αυτή τη μικρή απόδραση από την Αθήνα. Εκτός, όμως, από το κομμάτι της αναψυχής, κατέγραψα – λόγω της γνωστής επαγγελματικής διαστροφής των δημοσιογράφων – συγκεκριμένες περιπτώσεις Ελλήνων, τους οποίους συνάντησα και μου έμειναν στο μυαλό.
Άνθρωποι, οι οποίοι έχουν επενδύσει μικρότερα ή μεγαλύτερα ποσά στις επιχειρήσεις τους και τις οποίες λειτουργούν με περίσσιο μεράκι, κόντρα στο ρεύμα της κρίσης και της ευρύτερης μεμψιμοιρίας.
Μεμψιμοιρία, που μας διακατέχει ούτως ή άλλως ως φυλή, και η οποία έχει ενισχυθεί κατακόρυφα εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας.
Συνάντησα έναν ιδιοκτήτη μιας ξενοδοχειακής μονάδας – κόσμημα για τη χώρα μας. Πρόκειται για ένα στολίδι, που βρίσκεται σε μια όμορφη γωνιά της Ελλάδας και ήδη συγκαταλέγεται στα κορυφαία μικρά ξενοδοχεία του κόσμου. Ο ίδιος δεν είναι παραδοσιακός ξενοδόχος, αλλά έκανε τη συγκεκριμένη επένδυση με περίσσιο μεράκι, γιατί πιστεύει σε αυτή. «Τριάμισι χρόνια μου πήρε για να την ολοκληρώσω, με προσωπική επίβλεψη για κάθε λεπτομέρεια», μου είπε. Ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος για τις εξελίξεις στη χώρα και για το δυσμενές κλίμα, που αυτές δημιουργούν στους εν δυνάμει επισκέπτες στην Ελλάδα. Παρ΄ όλα αυτά, δεν το βάζει κάτω και επεκτείνει τη μονάδα.
Συνάντησα έναν ιδιοκτήτη καταστήματος οπτικών σε μια μικρή πόλη. Ετών 30, με καταγωγή από εκεί, αποφάσισε να σπουδάσει οπτομέτρης και να ανοίξει τη μικρή του επιχείρηση στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Επένδυσε αρκετά, δημιουργώντας ένα πολύ μοντέρνο σχεδιαστικά μαγαζί, αλλά και με υπερσύγχρονο εξοπλισμό, ώστε να καλύπτει σχεδόν όλες τις ανάγκες των πελατών του. «Η δουλειά έχει πέσει σημαντικά», μου είπε και μου αποκάλυψε το ενοίκιο, που πληρώνει και είναι επιπέδου Αθήνας ! «Και τι θα κάνεις ;», τον ρώτησα. «Θα το παλέψω μέχρι τέλους. Θα μείνω εδώ, γιατί πιστεύω ότι πρέπει να στηρίξω τον τόπο μου, έστω και μέσω αυτής της μικρής επιχείρησης», απάντησε αμέσως.
Συνάντησα έναν ιδιοκτήτη ψησταριάς στην πρωτεύουσα του νομού – όπως λέγαμε παλιά, προ περιφερειών. Το κατάστημα, αν και βρίσκεται στον κεντρικότερο δρόμο της πόλης, δεν σου γεμίζει το μάτι. Πήγα συστημένος και έφαγα ίσως το ωραιότερο σουβλάκι, που έχω φάει ποτέ. «Αντέχω», μου είπε ο ιδιοκτήτης, «γιατί το δουλεύω εγώ και ο γιος μου. Και ξέρεις για ποιο άλλο λόγο; Γιατί δεν έχω ρίξει την ποιότητα, παρά το γεγονός ότι έχω απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων του Φ.Π.Α. και των υπόλοιπων φόρων».
Είναι οι περιπτώσεις τριών ανθρώπων, που – ο καθένας με τα μέσα που διαθέτει και στον κλάδο που δραστηριοποιείται – πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα και στο περιβάλλον, που έχει δημιουργηθεί. Και δεν είναι οι μόνοι. Αυτούς πρέπει να στηρίξουμε, με κίνητρα για να συνεχίσουν να επενδύουν στο αντικείμενό τους και με πολιτικές, που δεν θα τους απαξιώνουν, αλλά θα τους επιβραβεύουν. Και, πάνω απ΄ όλα, με ομαλό πολιτικό και οικονομικό κλίμα, χωρίς ακροβατισμούς και αλχημείες.
Υπάρχει καλύτερη Ελλάδα. Τη θέλουμε ;
Καλημέρα σας.