Οι προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία μετά το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ

Οι οικονομικές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες, αφού ο παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία και η εντεινόμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή τροφοδοτούν τους γεωπολιτικούς κινδύνους και συντηρούν την ευπάθεια της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας.

Στο «Δελτίο οικονομικών εξελίξεων» που εξέδωσε για την παγκόσμια οικονομία, η Alpha Bank επισημαίνει πως mετά από μια παρατεταμένη στασιμότητα, η οικονομία της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ) εκτιμάται ότι αναπτύχθηκε με ήπιο ρυθμό (+0,8%) το 2024, εν μέσω περαιτέρω υποχώρησης των πληθωριστικών πιέσεων (Γράφημα 1). Ωστόσο, σήμερα, υφίστανται οι προϋποθέσεις για ήπια επιτάχυνση της εγχώριας ζήτησης, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα. Η ΖτΕ αναμένεται να επιτύχει ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης περί το 1,3%, το 2025, και 1,6%, το 2026, καθώς η καταναλωτική δαπάνη και οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ανακάμψουν. Αντίστοιχα, η αποπληθωριστική διαδικασία που ξεκίνησε στα τέλη του 2022 συνεχίζεται, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να εκτιμάται στο 2,4%, το 2024, ενώ προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,1%, το επόμενο έτος, πλησιάζοντας τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Οι προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Η ενδεχόμενη αύξηση των προστατευτικών μέτρων από τους εμπορικούς εταίρους, κυρίως από τις ΗΠΑ, θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή οικονομία. Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ισχυριστεί ότι πρόκειται να εφαρμόσει καθολικό δασμό 10% στις εισαγωγές όλων των αγαθών, στοχευμένο δασμό 60% σε κινεζικά προϊόντα και δασμό 100% σε όλα τα εισαγόμενα αυτοκίνητα. Τέτοιες κινήσεις θα μπορούσαν να έχουν ευρείες οικονομικές επιπτώσεις στη βιομηχανία της ΖτΕ που ήδη προσπαθεί να ανακάμψει από τους πρόσφατους κραδασμούς.

Οι δασμοί θα προκαλούσαν σημαντική πτώση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ και ιδιαίτερα για τη Γερμανία και την Ολλανδία που η εξάρτησή τους από το εξωτερικό εμπόριο είναι μεγάλη. Επίσης, σε περίπτωση που επιβληθούν δασμοί αντιποίνων από την Ευρώπη, αυτοί θα αυξήσουν περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού Ωκεανού (εισαγόμενος πληθωρισμός).

Όσον αφορά στη νομισματική πολιτική, η πορεία των επιτοκίων της ΕΚΤ επηρεάζεται, κυρίως, από τις οικονομικές συνθήκες στην Ευρωζώνη αλλά και από εξωτερικές οικονομικές και γεωπολιτικές διαταραχές. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ αναμένεται να επηρεαστεί από τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, αφού οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συνθήκες είναι αλληλένδετες. Η νέα κυβέρνηση Trump θα μπορούσε να επηρεάσει έμμεσα την πολιτική της ΕΚΤ, ειδικά μέσω του εμπορίου και της γεωπολιτικής δυναμικής. Για παράδειγμα, η αύξηση των εμπορικών εντάσεων ή οι απρόβλεπτες πολιτικές των ΗΠΑ θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οικονομική αβεβαιότητα, κάτι που θα μπορούσε να ωθήσει την ΕΚΤ να υιοθετήσει μια πιο προσεκτική στάση. Το σενάριο που προβλέπει ότι θα εφαρμοσθεί 10% εισαγωγικός δασμός παγκοσμίως από την αμερικανική κυβέρνηση, θα οδηγούσε σε μία από τις μεγαλύτερες αποκλίσεις νομισματικής πολιτικής μεταξύ της Fed και της ΕΚΤ, από την κυκλοφορία του ευρώ το 1999 (Γράφημα 2α). Επίσης, είναι πιθανόν η μετατόπιση της ζήτησης από τα εισαγόμενα στα εγχώρια αγαθά να αυξήσει τις τιμές και συνεπώς να διατηρήσει τα επιτόκια της Fed σε υψηλότερα επίπεδα. Το ενδεχόμενο αυτό, σε συνδυασμό με μια οικονομία πλήρους απασχόλησης και με συνέχιση της χαλάρωσης από την ΕΚΤ, μπορεί να οδηγήσει σε διεύρυνση της διαφοράς των επιτοκίων στις δύο όχθες του Ατλαντικού με αποτέλεσμα να διολισθήσει το ευρώ. Δεδομένης της ανοδικής επίδρασης στον πληθωρισμό που μπορεί να προέλθει από ένα σημαντικά ασθενέστερο ευρώ, η ΕΚΤ θα έχει υπόψη της την απόκλιση επιτοκίων με τη Fed και θα επιδιώκει να εξισορροπήσει δύο καταστάσεις: από τηνμία πλευρά την ανάγκη στήριξης της οικονομίας μέσω χαμηλότερων επιτοκίων και από την άλλη την ανάγκη αποσόβησης του κινδύνου αύξησης του πληθωρισμού λόγω πιθανών αντιποίνων επιβολής δασμών.

Γενικά, η αβεβαιότητα οικονομικής πολιτικής αναφέρεται στον κίνδυνο που σχετίζεται με απροσδιόριστες και απρόβλεπτες μελλοντικές πολιτικές και ρυθμιστικά πλαίσια, τα οποία δύναται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων, καθώς και των δαπανών των νοικοκυριών. Ο δείκτης αβεβαιότητας οικονομικής πολιτικής που αναπτύχθηκε από τους Baker, Bloom και Davis (2016) έχει αυξηθεί για την Ευρώπη, τα τελευταία 15 χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το 2022 (Γράφημα 2β), καθώς η ήπειρος επλήγη από μια σειρά σημαντικών κραδασμών και ήρθε αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, το Brexit, οι εμπορικές εντάσεις, η πανδημία, η άνοδος των τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού και οι εντεινόμενες γεωπολιτικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων δύο πολέμων στη γειτονιά της, έχουν κλονίσει την ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, στην αύξηση του δείκτη και άλλοι παράγοντες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, όπως οι πολιτικές αλλαγές και η αστάθεια σε ορισμένες χώρες, καθώς και οι προκλήσεις από τις γρήγορες τεχνολογικές εξελίξεις και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.

Μια ανάλυση σεναρίων που διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (“The cost of uncertainty-new estimates, European Commission, Νοέμβριος 2024) για τη ΖτΕ συμπεραίνει ότι αν ο τρέχων βαθμός αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα, το πραγματικό ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι 1,2% υψηλότερο από ό,τι σε ένα σενάριο χωρίς μεταβολή της αβεβαιότητας.

Συνοψίζοντας, η οικονομία της ΖτΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικούς γεωπολιτικούς κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την αναπτυξιακή της προοπτική. Συνεπώς, κρίνεται επιβεβλημένη η χάραξη κοινών στρατηγικών από τα μέλη της και η υιοθέτηση εμβληματικών πρωτοβουλιών, όπως η πρόσφατη πρόταση του κ. M. Draghi, για την ανασύνταξη της ευρωπαϊκής οικονομίας.