«Επιτρέψτε μου να σας πω κάτι για τους πολύ πλούσιους. Είναι διαφορετικοί από εμένα και εσάς». Αυτό έγραψε ο F. Scott Fitzgerald – και δεν εννοούσε μόνο ότι έχουν περισσότερα χρήματα. Αυτό που εννοούσε, απεναντίας, τουλάχιστον εν μέρει, ήταν ότι πολλοί από τους πολύ πλούσιους προσδοκούν ένα επίπεδο διαφορετικό, το οποίο οι υπόλοιποι από εμάς ποτέ δεν βίωσαν, και είναι βαθύτατα συντετριμμένοι όταν δεν λαμβάνουν αυτή την ειδική φροντίδα, που τη θεωρούν προνόμιό τους εκ γενετής. Ο πλούτος «τους κάνει μαλακούς εκεί που εμείς είμαστε σκληροί».
Και επειδή τα χρήματα μιλάνε, αυτή η απαλότητα – ονόμασε την το πάθος των πλουτοκρατών – έχει γίνει ένας κύριος παράγοντας στην πολιτική ζωή της Αμερικής.
Δεν είναι μυστικό, ως προς αυτό το σημείο, ότι πολλοί πλούσιοι Αμερικάνοι – συμπεριλαμβανομένων και μερικών πρώην υποστηριχτών του Ομπάμα – μισούν, απλά μισούν, τον πρόεδρο Ομπάμα. Γιατί; Λοιπόν, σύμφωνα με αυτούς, είναι διότι «δαιμονοποιεί» την επιχειρηματικότητα – ή όπως ο Μιτ Ρόμνεϊ το έθεσε «επιτίθεται στην επιτυχία». Ακούγοντας τους, θα πίστευες ότι ο πρόεδρος ήταν ο δεύτερος ερχομός του Huey Long, κηρύττοντας ταξικό μίσος και την ανάγκη να απολαύσετε τον πλούσιο.
Περιττό να πεις ότι κάτι τέτοιο είναι τρελό. Στην πραγματικότητα, ο κ. Ομπάμα συνήθως υποκλίνεται για να δηλώσει την υποστήριξή του στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα και στο πιστεύω του ότι το να γίνεσαι πλούσιος είναι απολύτως τέλειο. Όλα όσα έχει κάνει είναι να υποθέσει ότι μερικές φορές οι επιχειρηματίες συμπεριφέρονται άσχημα, και αυτός είναι ένας λόγος που πρέπει να σκεφτούμε πράγματα, όπως η χρηματοοικονομική ρύθμιση. Δεν έχει σημασία: ακόμη και αυτός ο υπαινιγμός, ότι δηλαδή μερικές φορές οι πλούσιοι δεν είναι απόλυτα αξιέπαινοι, είναι αρκετός για κάνει τους πλουτοκράτες αγρίμια. Για δύο ή περισσότερα χρόνια, η Wall Street συγκεκριμένα κραυγάζει: «Μα! Με κοιτάζει αστεία!».
Περιμένετε, υπάρχουν και άλλα. Όχι μόνο οι πολύ πλούσιοι αισθάνονται βαθύτατα αδικημένοι υπό την έννοια ότι κάποιος στην κλάση τους μπορεί να αντιμετωπίσει κριτική, αλλά επιμένουν στην αντίληψη τους πως, εφόσον ο κ. Ομπάμα δεν τους αρέσει, είναι κάτι που βρίσκεται στη ρίζα των οικονομικών μας προβλημάτων. Οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν, ισχυρίζονται, γιατί οι επιχειρηματικοί ηγέτες δεν αισθάνονται σημαντικοί. Ο κ. Ρόμνεϊ επανέλαβε, επίσης, αυτή τη γραμμή, ισχυριζόμενος ότι επειδή ο πρόεδρος επιτίθεται στην επιτυχία, «έχουμε λιγότερη επιτυχία».
Αυτό είναι, επίσης, τρελό. Δεν υπάρχει κάποιο μυστήριο γύρω από το για ποιους λόγους η οικονομική ανάκαμψη είναι τόσο ασθενής. Η κατοικία παραμένει συμπιεσμένη στα μεθεόρτια μίας τεράστιας φούσκας και η ζήτηση των καταναλωτών κρατιέται χαμηλά λόγω του υψηλού ιδιωτικού χρέους των νοικοκυριών, που είναι η κληρονομιά αυτής της φούσκας. Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων έχουν καθυστερήσει αρκετά, δεδομένης της αδυναμίας της ζήτησης. Γιατί θα πρέπει οι επιχειρηματίες να επενδύσουν περισσότερα, όταν δεν έχουν αρκετούς καταναλωτές, ώστε να κάνουν πλήρη χρήση της χωρητικότητας που ήδη έχουν;
Αλλά δεν πειράζει. Επειδή οι πλούσιοι είναι διαφορετικοί από εσένα και εμένα, αρκετοί από αυτούς είναι απίστευτα εγωκεντρικοί. Δεν βλέπουν πόσο αστείο είναι – πόσο γελοίοι δείχνουν – όταν αποδίδουν την αδυναμία 15 τρισ. δολαρίων στην οικονομία στα προσωπικά τους πληγωμένα αισθήματα. Μετά από όλα αυτά, ποιος θα τους πει το εξής;
Είναι ακίνδυνοι σε μία φούσκα σεβασμού και κολακείας.
Ο Paul Krugman είναι νομπελίστας οικονομολόγος και αρθρογράφος των New York Times.