>Στα αζήτητα μετοχές και ομόλογα

>
Σε ενηµέρωση µεγάλης αµερικανικής επενδυτικής τράπεζας πριν από λίγες ηµέρες περίπου 500 στελέχη εταιρειών διαχείρισης από όλον τον κόσµο αναζητούσαν µε αγωνία τις πραγµατικές προοπτικές της ελληνικής αγοράς.

Οι εν λόγω διαχειριστές δεν βρήκαν για κυνήγι επενδυτικών ευκαιριών σε ελληνικούς τίτλους, καθώς το ενδιαφέρον τους για τα ελληνικά οµόλογα και τις µετοχές ήταν µηδαµινό. Ηθελαν ωστόσο να αποκτήσουν µια καλύτερη εικόνα των εξελίξεων, καθώς οι επόµενοι 6-12 µήνες θεωρούνται από τις αγορές καθοριστικοί για την πορεία τόσο της κρίσης χρέους της χώρας µας όσο και της ίδιας της ευρωζώνης.

Οι δυσκολίες στην εξεύρεση λύσης όσον αφορά τη συµµετοχή του ιδιωτικού τοµέα στο νέο πακέτο βοήθειας και η υποβάθµιση της Πορτογαλίας από τη Moody’s στην κατηγορία των «σκουπιδιών» αναζωπύρωσαν εξάλλου τους φόβους για ενδεχόµενη επέκταση της κρίσης χρέους.

Ορισµένοι υποστηρίζουν πάντως ότι είναι καιρός πλέον η ΕΚΤ να σταµατήσει να θεοποιεί τους οίκους αξιολόγησης και να συνεχίσει τη χορήγηση ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες, έστω και αν η χώρα υποβιβαστεί (από όλους τους οίκους) στην κατηγορία της «επιλεκτικής χρεοκοπίας».

Για τους ξένους θεσµικούς, αν και το διεθνές οικονοµικό και πολιτικό σύστηµα θεωρείται ότι θα αποφύγει τελικά τις µεγάλες περιπέτειες, το επενδυτικό κλίµα θα παραµείνει αρνητικό για την Ελλάδα. Ως αποτέλεσµα το Χρηµατιστήριο της Αθήνας θα κινείται, όπως λέγεται, «πάνω – κάτω» για «πολλούς µήνες ή και χρόνια», ενώ βραχυχρόνια τον τόνο θα δώσουν οι αποκρατικοποιήσεις. H χώρα εξάλλου βρίσκεται σε έναν φαύλο κύκλο δηµοσιονοµικού εκτροχιασµού και διεθνούς περιθωριοποίησης, η οποία δεν επιτρέπει µεγάλη αισιοδοξία. Το 2011 π.χ. η ύφεση, σύµφωνα µε τις νέες προβλέψεις της Deutsche Bank, θα κυµανθεί στο 4,6%, ενώ η συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 1,5% θα συνεχιστεί και το 2012, µε αποτέλεσµα η σωρευτική µείωση του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2012 να εκτιµάται στο 12,6%.

Τα δεδοµένα αυτά συνηγορούν στην άποψη ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων θα παραµείνουν υπό πίεση, κάτι που µε τη σειρά του περιορίζει και τις προοπτικές των ελληνικών µετοχών. Για τα ελληνικά οµόλογα ορισµένοι διαχειριστές υποστηρίζουν ότι θα αγοράσουν όταν η «οικονοµία κατορθώσει να µετασχηµατιστεί και επανέλθει σε πρωτογενή πλεονάσµατα για αρκετά τρίµηνα και όταν ο τραπεζικός τοµέας θα είναι σε θέση να αναχρηµατοδοτείται µόνος του». Αλλά κάτι τέτοιο, ανέφεραν, δεν δείχνει εφικτό για την ερχόµενη πενταετία.

Με το χρέος να κινείται, σύµφωνα µε τους οικονοµολόγους, προς 1,6-1,8 φορές το ΑΕΠ της χώρας, η Citigroup εξακολουθεί να πιστεύει ότι παρά τα πακέτα βοήθειας κάποια στιγµή το haircut (κούρεµα) στα ελληνικά οµόλογα ενδέχεται να είναι αναπόφευκτο.

Αγοράζοντας χρόνο
Σ ύµφωνα µε τους Gilles Moec και Thomas Mayer (φωτογραφία), αλλά και µε την οµάδα των οικονοµολόγων της Deutsche Bank, µε το αναµενόµενο νέο σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας, που προβλέπει τη συµµετοχή των ιδιωτών, η ευρωζώνη αγοράζει χρόνο.

Χρόνο για την Ελλάδα ώστε να αποδείξει σε ένα εύλογο διάστηµα ότι οι αγορές κάνουν λάθος µε τη σκληρή τους στάση απέναντί της. Χρόνο για τους άλλους αδύναµους κρίκους της ευρωζώνης προκειµένου να αποδείξουν ότι είναι διαφορετικές περιπτώσεις σε σχέση µε την Ελλάδα. Τέλος, χρόνο για την ίδια την ΕΕ, ώστε να σχεδιάσει και να δηµιουργήσει τους µηχανισµούς εκείνους οι οποίοι θεωρούνται αναγκαίοι ώστε να διαχειριστεί µε τους µικρότερους κραδασµούς µια αναδιάρθρωση χρέους στο (ίσως κοντινό) µέλλον.

Οι εξελίξεις µπορεί να πυροδοτηθούν από ενδεχόµενες πολιτικές αντιδράσεις στην Αθήνα ή στο Βερολίνο, ή ακόµη και από το ενδεχόµενο κατάρρευσης κάποιας ελληνικής τράπεζας, υποστηρίζουν οι οικονοµολόγοι της Deutsche Bank. Ετσι η εφαρµογή ενός σχεδίου, όπως έγινε και το 1989 µε τα οµόλογα Brady για το χρέος της Λατινικής Αµερικής, τους επόµενους 6 ως 12 µήνες θεωρείται ότι στο τέλος θα αποτελέσει µία από τις λύσεις για την κρίση χρέους της χώρας µας.

Οι κίνδυνοι της ευρωζώνης
Συνολικά 12 και πλέον χρόνια από τον Ιανουάριο του 1999, οπότε το ευρώ εισάγεται ως λογιστική νοµισµατική µονάδα, και εννέα χρόνια από τον Ιανουάριο του 2002, όπου παρουσιάζονται τα χαρτονοµίσµατα και τα κέρµατα του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος, το µέλλον της ευρωζώνης δείχνει µάλλον αβέβαιο.

Στον ανεπτυγµένο κόσµο εξάλλου τα χρέη των κρατών αυξήθηκαν απόρροια της πρόσφατης χρηµατοοικονοµικής κρίσης από το 77% του ΑΕΠ κατά µέσον όρο το 2007 στο 104% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010, µια εξέλιξη η οποία επιτείνει τις ανησυχίες.

Πολύ συχνά διατυπώνεται το επιχείρηµα ότι είναι τόσο µεγάλο το πολιτικό κεφάλαιο το οποίο έχει επενδυθεί στο ευρώ ώστε µια ενδεχόµενη κατάρρευση του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος να θεωρείται απλά αδιανόητη.

Καθώς όµως ο Ανάτολι Καλέτσκι ήταν αυτός που είπε ότι ζούµε πλέον σε έναν κόσµο που µετακινείται από το αδιανόητο στο αναπόφευκτο χωρίς καν να περάσει µέσα από το λιγότερο πιθανό, καλό είναι να θυµάται κανείς ότι κατά καιρούς διάφορα νοµισµατικά συστήµατα δηµιουργήθηκαν για να εγκαταλειφθούν στη συνέχεια.

Εξετάζοντας τον τελευταίο αιώνα και µόνο θα δούµε τη συµφωνία του Bretton Woods να διαρκεί από το 1944 ως το 1971.

Στην Ευρώπη οι δύο προηγούµενες νοµισµατικές ενώσεις, η Λατινική Νοµισµατική Ενωση (1865-1927) και η Σκανδιναβική Νοµισµατική Ενωση ( 1872-1924), δεικνύουν ότι, όπως εξάλλου διδάσκει και η ιστορική εµπειρία, η δηµιουργία µιας νοµισµατικής ένωσης χωρίς πολιτική ενοποίηση είναι ως σήµερα αδύνατη.

Μπορεί µετά το τέλος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου να θεωρήθηκε αναγκαιότητα η ενσωµάτωση της Γερµανίας στους ευρωπαϊκούς θεσµούς ώστε να αποφευχθούν νέες πολεµικές περιπέτειες, η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου όµως περιόρισε την απειλή του πολέµου, µε αποτέλεσµα η στρατηγική των ηγετών της Ευρώπης να µετατοπιστεί από την πολιτική στην οικονοµική ολοκλήρωση.

Ελλείψει ισχυρής πολιτικής ηγεσίας, υποστηρίζει η Deutsche Bank, η πολιτική ενοποίηση στην παρούσα φάση δείχνει µάλλον αδύνατη και ίσως πολλά να κριθούν τον επόµενο χρόνο από τις διεργασίες σε Αθήνα και Βερολίνο αλλά και από τη στάση της πολιτικής και οικονοµικής ελίτ που µπορεί να οδηγήσει ακόµη και σε αποσύνθεση της ευρωζώνης, αν και έπειτα από 50 χρόνια πολέµων στη Γηραιά Ηπειρο η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον ο στόχος.