>
Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, ειδικά την τελευταία εβδομάδα –λόγω και της ανησυχίας που επικρατεί στην πολιτική σκηνή- βιώνουμε συνθήκες πρωτοφανούς ασφυξίας που πλήττουν τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις, που βλέπουν πλέον σαν «όνειρο» τη δυνατότητα άντλησης χρημάτων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οι νέες χορηγήσεις είναι κυριολεκτικά ελάχιστες, σχεδόν οκτώ στους 10 ενδιαφερόμενους δεν φτάνουν ποτέ στο γκισέ και κάθε μήνα η πιστωτική επέκταση «πατάει φρένο».
Επιβεβαιώνει η Τράπεζα της Ελλάδος
Χαρακτηριστική εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην αγορά δίνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα για το Σεπτέμβριο, στο ναδίρ βρίσκονται οι χορηγήσεις προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, επιβεβαιώνοντας την πρωτοφανή ασφυξία που έχει χτυπήσει την αγορά.
Ειδικότερα, στα δάνεια προς τους ιδιώτες προέκυψε επιβράδυνση 3,1% το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων μηνών, ενώ από το σύστημα έφυγαν 367 εκατ. ευρώ σε δάνεια.
Στα στεγαστικά δάνεια η επιβράδυνση των στεγαστικών δανείων ήταν της τάξης του 2,1% το Σεπτέμβριο, καθώς –όπως αναφέρουν τραπεζίτες- οι αγοραπωλησίες έχουν πέσει κατακόρυφα.
Ενδεικτικό είναι ότι μεγάλες τράπεζες μετρούν πλέον μονοψήφιες χορηγήσεις σε ημερήσια βάση, ενώ πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια ο αριθμός των στεγαστικών δανείων που ενέκριναν καθημερινά ήταν τριψήφιος.
Μάλιστα, οι πιο απαισιόδοξοι εκτιμούν ότι όσο συνεχίζεται η αβεβαιότητα και η αστάθεια, η κατάσταση θα είναι σαφώς χειρότερη.
Γιατί δεν δίνουν δάνεια
Από την πλευρά τους, οι τραπεζίτες απαντούν ως εξής στο ερώτημα γιατί δεν χορηγούν την πολυπόθητη ρευστότητα στην αγορά: Πέρα από τη γενικότερη ανησυχία των τελευταίων ημερών, ο φόβος των αυξημένων επισφαλειών έχει οδηγήσει τις τράπεζες να βάζουν πολύ πιο αυστηρά κριτήρια στις χορηγήσεις νέων δανείων, γεγονός που αποτυπώνεται στη βουτιά του ρυθμού αύξησης των χορηγήσεων. Ουσιαστικά, αν δεν είναι απολύτως σίγουρες ότι θα εισπράξουν τα χρήματα τους, οι τράπεζες προτιμούν να μην προχωρήσουν στην εκταμίευση.
Παράλληλα, ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχει το αντικειμενικό πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας. Με δεδομένο ότι και οι καταθέσεις μειώνονται μήνα με το μήνα, τα διαθέσιμα χρήματα για χορηγήσεις έχουν ουσιαστικά «στεγνώσει». Και, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν περί τα 90 δις. ευρώ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα οποία χρησιμοποιούν ως βραχυπρόθεσμη ρευστότητα, είναι λογικό οι νέες χορηγήσεις να είναι, αν μη τι άλλο, φειδωλές.
Τέλος, υπάρχει και το σημαντικό αγκάθι των επιτοκίων, τα οποία λειτουργούν αποτρεπτικά για τους ίδιους τους δανειολήπτες. Παρά την πρόσφατη μείωση από την ΕΚΤ, οι τράπεζες αναγκάζονται να πληρώνουν ακριβά τη ρευστότητα τους –κυρίως μέσω προθεσμιακών καταθέσεων- αντίστοιχα ανεβάζουν τον πήχη των επιτοκίων.
Παράλληλα, συνυπολογίζουν σε αυτά το κόστος των επισφαλειών, με αποτέλεσμα το συνολικό επιτόκιο να είναι ιδιαίτερα «τσουχτερό» και αποτρεπτικό. Επιβεβαίωση της κατάστασης αυτής αποτελεί το γεγονός ότι σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που ανακοίνωσαν οι τράπεζες, την τελευταία διετία οι αιτήσεις από υποψήφιους δανειολήπτες έχουν μειωθεί 40% και έπεται και συνέχεια.
Γιώργος Θεοδώρου