Τι κερδίζουμε, τι χάνουμε με το PSI

Ηταν τον Οκτώβριο του 2010, στο συννεφιασμένο θέρετρο της γαλλικής πόλης Ντοβίλ, όταν η Ανγκελα Μέρκελ παρουσίασε στον Νικολά Σαρκοζί το γερμανικής έμπνευσης σχέδιο συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα (Private Sector Involvement ή PSI από τα αρχικά) στο κόστος διάσωσης των κρατών της ευρωζώνης. Υπό τις απειλές της γερμανίδας καγκελαρίου, ο γάλλος πρόεδρος πείστηκε. Λέγεται μάλιστα ότι ο Νικολά Σαροζί συναίνεσε στο PSI όταν η Ανγκελα Μέρκελ του έδειξε το σχέδιο αποχώρησης της Γερμανίας από το ευρώ, αν η πρότασή της δεν γινόταν αποδεκτή. Στη συνέχεια βέβαια οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι το PSI προκαλεί αναστάτωση στις αγορές και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που φιλοδοξεί να λύσει στο χρηματοπιστωιτκό σύστημα. Ετσι, έναν χρόνο αργότερα, στα τέλη του 2011, το εγκατέλειψαν. Οχι όμως για την Ελλάδα, για την οποία επέμεναν στην εφαρμογή του, επικαλούμενοι το υπέρογκο χρέος και την αδυναμία ελέγχου των ελλειμμάτων. Ετσι, η χώρα απέκτησε μια παγκόσμια μοναδικότητα.

Την περασμένη Παρασκευή, έπειτα από μια σύνθετη, καλοστημένη και καλοσυντονισμένη επιχείρηση, που διήρκεσε σχεδόν έναν χρόνο και στην οποία ενεπλάκησαν σε σκληρές διαπραγματεύσεις δεκάδες δικηγορικά γραφεία και νομικά τμήματα τραπεζών και οργανισμών σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ολοκληρώθηκε επιτυχώς το PSI με το «κούρεμα» των ομολόγων που κατείχε ο λεγόμενος ιδιωτικός τομέας. Δηλαδή οι τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα φυσικά πρόσωπα και όλοι οι άλλοι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων εκτός από τα κράτη της ευρωζώνης, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ αποδέχθηκαν τη μείωση της αξίας των ομολόγων τους κατά 53,5%. Για το υπόλοιπο ποσό πήραν το 15% σε διετή ομόλογα του ευρωπαϊκού ταμείου EFSF (που ισοδυναμούν με μετρητά αφού μπορούν να τα πουλήσουν ανά πάσα στιγμή στην ονομαστική τους αξία) και το υπόλοιπο 31,5% σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που λήγουν σε 10-30 χρόνια.
Με την ολοκλήρωση του PSI η Ελλάδα, όπως τόνισε ο πρωθυπουργός κ. Λουκάς Παπαδήμος, άφησε πίσω της το δίλημμα ευρώ ή δραχμή. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Απομακρύνεται η χρεοκοπία
Τα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της χώρας ύψους 130 δισ. ευρώ που θα εξασφαλιστούν με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις αρχές Απριλίου, καλύπτουν τις δανειακές ανάγκες της χώρας τα προσεχή έτη. Αν σε αυτά προστεθούν και τα 38 δισ. ευρώ από το πρώτο μνημόνιο, το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, δηλαδή η Ελλάδα να βρεθεί σε θέση να μην μπορεί να πληρώσει τα ομόλογα που λήγουν, απομακρύνεται.
Με την ανταλλαγή των ομολόγων οι ιδιώτες πιστωτές πήραν ομόλογα με ημερομηνία λήξης από το 2023. Ως τότε θα λήγουν μόνο ομόλογα του λεγόμενου επίσημου τομέα, δηλαδή των κρατών της ευρωζώνης, του ΔΝΤ ή της ΕΚΤ. Ως εκ τούτου πλέον σε περίπτωση που η χώρα βρεθεί σε αδυναμία πληρωμής ομολόγων, η παραμονή της στην ευρωζώνη θα εξαρτάται αποκλειστικά από τις διαθέσεις των ευρωπαίων εταίρων μας.

Αδυναμία πληρωμής ομολόγων μπορεί να υπάρξει σε περίπτωση που δεν καταφέρουμε να πορευθούμε με βάση το σχέδιο που προβλέπει χρέος 120% του ΑΕΠ το 2020. Στο ενδεχόμενο αυτό θα απαιτηθεί και νέο «κούρεμα». Μόνο που τότε το «μάρμαρο» θα κληθούν να πληρώσουν οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Και θα πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση αν οι εταίροι μας θα αποδεχθούν να σηκώσουν οι ίδιοι το βάρος.

Πάντως, η υψηλή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο PSI αποδεικνύει τη διάθεση των Ευρωπαίων στην παρούσα φάση να στηρίξουν το ενιαίο νόμισμα των 17 χωρών-μελών της ευρωζώνης. Και τούτο διότι χωρίς πολιτική πίεση στις τράπεζες και στους άλλους οργανισμούς του χρηματοπιστωτικού τομέα θεωρείται ότι δεν θα ήταν δυνατή η συγκέντρωση ποσοστού συμμετοχής της τάξεως κοντά στο 87%.

Πράγμα που δείχνει ότι όταν οι πολιτικοί θέλουν να είναι αποτελεσματικοί απέναντι στις αγορές έχουν τον τρόπο να το πετυχαίνουν. Αλλωστε, η βασική ιδέα του σκληρού πυρήνα των τεχνοκρατών του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών υπό τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που εμφανίζεται ως εμπνευστής του PSI, ήταν η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο κόστος διάσωσης των υπερδανεισμένων χωρών της ευρωζώνης.

Βεβαίως, το Βερολίνο θα επιθυμούσε να μην είχαν πληρωθεί τα CDS, έτσι ώστε όσοι έπαιξαν ποντάροντας στη χρεοκοπία να είχαν «καεί». Ομως η χρήση των CDS είναι διττή. Από τη μία είναι εργαλεία που ασφαλίζουν τον κάτοχο του ομολόγου από πιθανή χρεοκοπία του εκδότη και από την άλλη είναι μέσα κερδοσκοπίας όταν κάποιος τα αγοράζει ποντάροντας στη χρεοκοπία.

Αν λοιπόν δεν πληρώνονταν τα CDS, όπως υποστηρίζουν τραπεζικοί κύκλοι, τότε δεν θα εξυπηρετούσαν τον βασικό σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν, δηλαδή την ασφάλιση των ομολόγων. Και κάτι τέτοιο υποστηρίζουν ότι θα είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του κόστους του δανεισμού για τις χώρες της ευρωζώνης. Πράγμα που οι πολιτικοί, οι οποίοι μάχονται να μειώσουν τα ελλείμματα, ήθελαν να αποφύγουν.

Το «τυράκι» της ανταλλαγής
Πάντως, πέρα από την πίεση των πολιτικών, οι αγορές αποδέχθηκαν την προσφορά της Ελλάδας διότι γνώριζαν πολύ καλά ότι αν δεν την έπαιρναν η επόμενη θα ήταν χειρότερη. Η Ελλάδα μπορούσε να χρεοκοπήσει μονομερώς, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχαναν το «τυράκι» του 15% σε μετρητά.
Βεβαίως το τυράκι αυτό έχει και το ανάλογο κόστος. Συνολικά ανέρχεται σε 30 δισ. ευρώ και επιβαρύνει το «κούρεμα» του χρέους το οποίο στην ουσία είναι της τάξεως των 70 δισ. ευρώ αντί για 100 δισ. ευρώ, που είναι ονομαστικά. Επιπλέον, το όφελος για το Ελληνικό Δημόσιο επιβαρύνεται και από το κόστος επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Από το πακέτο των 130 δισ. ευρώ, περίπου 30 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν για να καλυφθούν οι ζημιές του τραπεζικού συστήματος από το «κούρεμα» των ομολόγων.