Γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη σπατάλη στο δημόσιο, την κρατικοδίαιτη οικονομία, το αναποτελεσματικό κράτος-επιχειρηματία. Πολλά χρόνια τώρα. Από όλους και σε κάθε ευκαιρία. Και σχεδόν κανείς δεν φαίνεται να διαφωνεί, να αντιπροτείνει ότι χρειάζεται περισσότερο κράτος, ή ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να σφίξουν περαιτέρω τις σχέσεις και τις δοσοληψίες με το κράτος. Αλλά διαπιστώνω ταυτόχρονα ότι κανείς δεν μιλά με νούμερα. Με παραδείγματα. Και, κυρίως, με ονόματα. Αν και εδώ που έφτασαν τα πράγματα, κρίνω ότι λίγη σημασία έχουν πλέον αυτά, αφού ένας ορθά σκεπτόμενος πολίτης οφείλει να βλέπει μπροστά, τον στόχο, τον προορισμό. Άλλωστε, το οτι το δημόσιο χρέος έφθασε να είναι 1,5 φορά ο ετήσιος παραγόμενος εθνικός πλούτος -εμφανίζοντας μάλιστα αυξητικές τάσεις λόγω διόγκωσης του πρώτου και συρρίκνωσης του δεύτερου μεγέθους- φανερώνει πολλά, μεταξύ αυτών και το υπερτροφικό μέγεθος του κατά γενική ομολογία αναποτελεσματικού και σπάταλου κράτους.
Με άλλα λόγια; Το κράτος είναι μεγάλο, συντηρεί δυσανάλογα πολλούς και πλουσιοπάροχα, με χαμηλό επίπεδο προσφερόμενων υπηρεσιών και με συχνά φαινόμενα διασπάθισης δημόσιου χρήματος, τόσο από το κορυφαίο επίπεδο άσκησης της εξουσίας, όσο και από τα υπαλληλικά κλιμάκια (πρόσφατα παραδείγματα απάτης στο ΙΚΑ).
Ένα μέρος λοιπόν αυτής της φαυλότητας, που τουλάχιστον εγώ σπάνια ακούω να θίγεται ως εν δυνάμει καθοριστικός παράγοντας, που θα οδηγήσει σε μείωση του κράτους, είναι η παροχή προϊόντων και υπηρεσιών από ιδιωτικές εταιρείες προς το Δημόσιο. Αναφέρομαι δηλαδή στον καλό, μεγάλη “πελάτη” χιλιάδων επιχειρήσεων και επιχειρηματιών, κάθε μεγέθους -διότι μας αρέσει ως λαός να επικεντρωνόμαστε στους “μεγαλοκαρχαρίες”, αγνοώντας προκλητικά το αθροιστικό κακό που μπορούν τα κοπάδια μαρίδας- ο οποίος με συνοπτικές διαδικασίες απορροφά αυτό που του προσφέρεται, μέσα από πολυδαίδαλες διαγωνιστικές διαδικασίες, τεμαχισμό μεγάλων έργων σε επιμέρους μικρότερα για να είναι κάτω από το επιτρεπτό τίμημα, ώστε να γίνεται απευθείας ανάθεση ή οποιοδήποτε άλλο ευφάνταστο τρόπο συναλλαγής. Αμέτρητες προσπάθειες ή εξαγγελίες προσπάθειας για να μπει μια τάξη σε αυτήν την απίστευτη “πιάτσα” καταγράφονται τα τελευταία χρόνια. Αλλά το εντυπωσιακό αποτέλεσμα δεν έχει έχει επιτευχθεί. Τι προτείνω;
Προτείνω να αλλάξουμε εντελώς το πώς βλέπουμε το Δημόσιο τομέα. Ο Δημόσιος τομέας δεν μπορεί πλέον να μας ζήσει. Είναι ένας ανήμπορος, ένας ασθενής, ένας υπερήλικας. Πρέπει λοιπόν να τον βοηθήσουμε. Αφιλοκερδώς. Ή έστω, με το αζημίωτο, αλλά όχι όπως έχουμε μάθει μέχρι σήμερα.
Δεν κομίζω κάτι καινούριο, απλά κάτι ελαφρά παραλλαγμένο. Είναι η έννοια του pro bono (publico), δηλαδή “για το δημόσιο καλό”. Είναι μια πρακτική, που απαντάται στις πολιτισμένες δυτικές κοινωνίες -και όχι μόνο-, όπου επαγγελματίες προσφέρουν δωρεάν ή με συμβολικό τίμημα τις υπηρεσίες τους στους έχοντες ανάγκη. Δεν μιλάω για ανθρώπους ή εταιρείες ταγμένους στην διακονία των ανθρώπων, ούτε για τη Μητέρα Τερέζα. Αναφέρομαι σε επαγγελματίες, που έχουν ως τρόπο ζωής να αφιερώνουν 10 εργάσιμες ημέρες το χρόνο, βοηθώντας αφιλοκερδώς συνανθρώπους τους. Στη δική μας περίπτωση, μιλάμε για μια γενικευμένη κατάσταση, όπου οι διαστάσεις της κρίσης επιβάλλουν έναν πολυετή μαραθώνιο συγκέντρωσης προσφορών παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στο δημόσιο τομέα.
Ενδεικτικά, αναφέρω ότι, κατά κοινή ομολογία, στη δημόσια διοίκηση απουσιάζουν διαδικασίες, δομές, συστήματα. Σύμβουλοι επιχειρήσεων και εταιρείες πληροφορικής δραστηριοποιούμενες στη χώρα μας, θα πρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία να προσφέρουν όλη την αναγκαία υποστήριξη σε νευραλγικούς τομείς της δημόσιας διοίκησης για μια περίοδο 12-24 μηνών, χωρίς αμοιβή. Θα συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κράτους, που σε λίγα χρόνια θα σταματήσει να τους ορθώνει εμπόδια στη δραστηριότητά τους, θα κοστίζει λιγότερο, άρα θα επιβάλλει λιγότερους φόρους και θα πάψει να τους ζητά έργα δήθεν αναδιοργάνωσης, που διαρκούν 36 μήνες και μετά από 72 μήνες καταλήγουν στο συρτάρι. Θα διαφωνήσει κάποιος μαζί μου, ότι ακριβώς αυτά τα έργα που πάνε στο συρτάρι είναι που συντηρούν τους κρατικοδίαιτους, άρα θα υπάρχει σθεναρή αντίδραση. Εδώ λοιπόν είναι το σημείο, όπου επιχειρήσεις με όραμα θα τολμήσουν να κάνουν την αλλαγή πράξη. Το ίδιο ισχύει και για άλλες ειδικότητες, όπως εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες διαφήμισης και δημοσιότητας, τεχνικές και τεχνολογικές συμβουλές.
Χρειάζεται, όμως, να αλλάξουν και καταστάσεις στην επιχειρηματικότητα: ένα πολυδαίδαλο σύστημα με τοπικά επιμελητήρια, κλαδικούς τοπικούς συνδέσμους, εθνικούς συνδέσμους, ιδρύματα ερευνών, club επιχειρήσεων και στελεχών ειδικού τύπου, και ο κάθε φορέας από αυτούς με το δικό του προεδρείο, το δικό του τμήμα οικονομικής ανάλυσης, τις δικές του προμήθειες, τη δική του, εν τέλει, ατζέντα. Πρέπει να συντονιστούν, να έχουν μια φωνή, έναν στόχο. Πρέπει να βρεθεί μια ομπρέλα με ρόλο, που θα χαράσσει την κοινή στρατηγική για το πού θέλουν να πάνε οι ελληνικές επιχειρήσεις, εν μέσω της πρωτόγνωρης κρίσης. Είδαμε πρόσφατα τι έγινε με το ζήτημα της δημοσίευσης των ισολογισμών στις εφημερίδες, όπου η επιχειρηματικότητα διχάστηκε στα δύο με τους υποστηρικτικές της διατήρησης του καθεστώτος και τους φερόμενους ως υποκινητές της κατάργησης υποχρέωσης.
Κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να γίνει και με τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όπου μιλάμε φυσικά για πολύ περισσότερα πράγματα από την έννοια του pro bono. Υπάρχει τεράστιο δυναμικό κοινωνικής προσφοράς το οποίο απειλείται με αφανισμό ή με κακή διανομή των πόρων, καθώς οι δυνατότητες πολιτών και επιχειρήσεων να υποστηρίζουν αυτές τις προσπάθειες υποβαθμίζεται διαρκώς. Και εδώ λοιπόν χρειάζεται να συντονιστούν οι προσπάθειες για παροχή τροφής, στέγης, ένδυσης και περίθαλψης στους ανθρώπους και να κεντρικοποιηθούν όσο το δυνατό περισσότερα. έστω και εποπτικά, σε επίπεδο καταγραφής των πόρων και των ενεργειών.
Ένας τρίτος πυλώνας pro bono συνεισφοράς ειναι πλέον σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, που αγγίζει όλους μας. Απλό παράδειγμα ειναι η καθημερινή λειτουργία των σχολείων που παρακαλουθούν τα παιδιά μας. Ο εθελοντισμός πρέπει να γίνει μέρος της κουλτούρας μας. Διαμαρτυρόμαστε γιατί σε ένα σχολείο τα παιδιά ξεπαγιάζουν το χειμώνα και δεν αναζητούμε τον πατέρα του παιδιού, που είναι επαγγελματίες υδραυλικός, να βάλει ένα χεράκι. Δυσφορούμε στην παιδική χαρά, όταν ένα ξύλινο παιχνίδι έχει μια χαλαρή βίδα, αλλά δεν σκεφτήκαμε την επόμενη φορά με ένα απλό εργαλείο να τη βιδώσουμε. Περιμένουμε το Δήμο.
Τι θα πετύχουμε με όλη αυτή την προσπάθεια; Απαριθμώ ενδεικτικά τα εξής:
• μείωση των δαπανών του Δημοσίου (μη μισθολογικό κόστος), μειώνοντας την επιβάρυνση των πολιτών και των επιχειρήσεων
• απελευθέρωση πόρων στο Δημόσιο για δημιουργική αξιοποίηση
• συνολική βελτίωση του επιπέδου λειτουργίας του Δημοσίου, η οποία θα επιστρέψει ευεργετικά προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις
• ηθική ικανοποίηση ότι συνεισφέραμε στην προσπάθεια ανοικοδόμησης
• έμπρακτη συμμετοχή στην αναδιανομή ή μερική επιστροφή πλούτου, που μας έδωσε το Δημόσιο άμεσα ή έμμεσα τα τελευταία -πολλά- χρόνια
• μη χρηματική ανταμοιβή, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις, αναγνώριση ως προτιμητέου προμηθευτή του Δημοσίου, όταν με το καλό ορθοποδήσουμε, δημιουργία ενός νέου μητρώου “εθνικών ευεργετών”, που συνεισφέρουν σε είδος.
Και με τα παραπάνω νομίζω ότι αρχίζουμε να βάζουμε τα θεμέλια για την πλέον παρεξηγημένη και κακοποιημένη έννοια της “ανταγωνιστικότητας”.
Ο κ. Πάνος Μιχαλόπουλος είναι διευθύνων σύβμουλος της Hellastat και υποψήφιος με τη ΔΡΑΣΗ στη Β’ Αθήνας.