Υπό εξαφάνιση οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Σε εκ βάθρων αλλαγή της δομής του επιχει­ρείν και της οικονομίας οδηγεί η σημερινή κρίση, εξαφανίζοντας κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και ενισχύοντας μεγάλες πο­λυεθνικές. Δύο ξεχωριστές εκθέσεις, μία της ΕΚΤ και μία του ΟΟΣΑ, καταδεικνύουν το γεγονός αυτό, καθώς και το ότι η αλλαγή του επιχειρηματικού σκηνικού έχει επιταχυνθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια, εφόσον η πρόσβαση των μεσαίων στη χρηματοδότηση γίνεται ολοένα πιο δύσκολη.

Στη χώρα μας φέτος, περίπου 180.000 μικρομε­σαίες επιχειρήσεις κινδυνεύουν να βάλουν λου­κέτο, σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ. Μάλιστα, με βάση τον συντελεστή βιωσιμότητας περισσό­τερες από 61.000 επιχειρήσεις θα κλείσουν σίγουρα. Εξ αυτών, 12.000 εκτιμάται ότι θα βάλουν λουκέτο το αμέσως επόμενο τρίμηνο.

Οι προβλέψεις της ΓΣΕΒΕΕ κάνουν λόγο και για απο­γείωση της ανεργίας και αναφέρουν τον κίνδυνο απώ­λειας 240.000 θέσεων απασχόλησης, μέσα σ’ ένα χρό­νο. Ταυτόχρονα μιλούν για απώλεια επιπλέον 106.000 θέσεων μισθωτής εργασίας μέχρι τον επόμενο Ιούλιο, καθώς και για περαιτέρω επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων. Να σημειωθεί ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2011 χάθηκαν τουλάχιστον 65.000 θέσεις εργασίας.

Αυτή τη στιγμή, το 1/3 των μικρομεσαίων επιχει­ρήσεων αδυνατεί να φανεί συνεπές στις υποχρεώσεις του προς δημόσια ταμεία και οργανισμούς, ενώ 4 στις 10 επιχειρήσεις χρωστούν ασφαλιστικές εισφορές στον ΟΑΕΕ.

Παράλληλα, στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπόρων αναφέρουν ότι τα χρέη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ξεπερνούν τα 193,2 δισ. ευρώ, οι λη­ξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία τα 41,1 δισ. ευρώ, στο ΙΚΑ οι οφειλές ξεπερνούν τα 11,5 δισ. και στη ΔΕΗ τα 1,2 δισ. ευρώ.

Εν τω μεταξύ, συνεχίζεται η πτώση του τζίρου, λόγω της διαρκώς αυξανόμενης υποκατανάλωσης. Το 2011 ο τζίρος μειώθηκε κατά μέσο όρο 33%, ενώ οι προβλέ­ψεις των μικρομεσαίων για το 2012 κάνουν λόγο για επιδείνωση στον κύκλο εργασιών σε ποσοστό 78,6% των ερωτηθέντων, στη ζήτηση σε 76,5%, και στη ρευ­στότητα σε ποσοστό 79,9%.

Το μεγάλο πρόβλημα, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, είναι η έλλειψη ρευστότητας. Οι τράπεζες δεν δανείζουν ή αναχρηματοδοτούν παλαιότερα δάνεια, με αποτέλεσμα ακόμα και μέχρι πρότινος υγιείς επιχειρή­σεις να μην μπορούν να «τρέξουν» τις καθημερινές τους ανάγκες, αφού τα βερεσέδια ή οι ακάλυπτες επιταγές τις έχουν γονατίσει. Αυτό έχει αντίκτυπο στη ραχοκο­καλιά της ελληνικής οικονομίας, με δεδομένο ότι η συ­ντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι μικρομε­σαίες. Σύμφωνα με την Κομισιόν, το 2010 η Ελλάδα είχε 742.600 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούσαν 2.512.493 άτομα, ποσοστό μεγαλύτερο από το 85% των συνολικά εργαζόμενων στη χώρα, και ρεκόρ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό η «Ομάδα Δράσης» για την Ελλάδα θεωρεί απαραίτητο να διευκολυνθούν οι χρηματοδοτήσεις. Ωστόσο μέχρι σήμερα το μόνο που υπάρχει είναι οι διαπιστώσεις.

Είναι ενδεικτικό ότι, με βάση έκθεση της ΕΚΤ που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη, οι μικρομε­σαίες επιχειρήσεις στην Ευρωζώνη εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην εξασφάλιση τραπεζικής χρηματοδότησης, παρότι η ίδια έχει χορη­γήσει στο σύστημα 1 τρισ. ευρώ! Την ίδια ώρα, όπως αποτυπώνει η έκθεση, οι μεγάλες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρωζώνη θεωρούν τρίτο τη τάξει πρόβλημα την έλλειψη χρηματοδότησης!

Ειδικότερα για την Ελλάδα, σχεδόν οι μισές επι­χειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα, ανέφεραν επιδείνωση των συνθηκών εξασφάλισης τραπεζικού δανεισμού. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Πορτογαλία ανέρχεται σε 35%.

Η έρευνα (στην οποία συμμετείχαν περισσότερες από 7.500 μικρομεσαίες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις) αναφέ­ρει ότι, ενώ η ζήτηση για χρηματοδότηση αυξήθηκε την περίοδο Οκτωβρίου – Μαρτίου, δίνονται πολύ λιγότερα δάνεια. Συγκεκριμένα το ένα πέμπτο των συμμετεχό­ντων στην έρευνα της ΕΚΤ δήλωσε ότι η κατάσταση, ως προς την εξασφάλιση τραπεζικής πίστωσης, έχει επι­δεινωθεί. Παράλληλα, η ισχυρή πλειοψηφία προβλέπει ακόμη δυσμενέστερες συνθήκες τραπεζικής πίστωσης τους επόμενους έξι μήνες. Επίσης, κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη, το ποσοστό απόρριψης αιτήσεων για δάνεια από μικρομεσαίες επιχειρήσεις ανέρχεται σε 13%, ενώ στην προηγούμενη έκθεση προ εξαμήνου, περιοριζό­ταν στο 10%. Παράλληλα, το 17% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, αναφέρει ότι η ελλιπής πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει.

Και όμως αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελ­λάδα, συμβαίνει σε όλο τον κόσμο και καταδεικνύει τις τεκτονικές αλλαγές που γίνονται πλέον στο πα­γκοσμιοποιημένο σύστημα. Κρίσιμος παράγοντας σ’ όλο αυτό είναι η εξεύρεση χρηματοδότησης. Την πε­ρασμένη εβδομάδα ο ΟΟΣΑ εξέδωσε μελέτη σε 18 χώρες – μέλη του, που εντοπίζει ως αδύναμο κρίκο της σημερινής κρίσης τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και αυτό, καθώς από το 2007 ως το 2010 (περίο­δος που εξετάζει η έκθεση), αντιμετώπιζαν τις πιο δυσχερείς συνθήκες στην αγορά και ιδίως απρόθυ­μες τράπεζες και επενδυτές να δανείσουν ώστε να κινηθεί η επιχείρηση.

Στα όρια της φτώχειας το 30% των Ελλήνων

Η αύξηση της ανεργίας με συνεχή ρυθμό, η ανατροπή όλων των εργασιακών σχέσε­ων, τα δάνεια και τα τραπεζικά γραμμάτια που διαμαρτύρονται, οι κατασχέσεις, αλλά και οι πιέσεις για συνολική εσωτερική υπο­τίμηση στη μάχη της ανταγωνιστικότητας με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, αποδομούν πλέον το οικονομικό μοντέλο που άκμασε στις δυτικές οικονομίες τις τελευταίες δε­καετίες, και την πάγια αντίληψη ότι πάντα η ευημερία της επόμενης γενιάς θα είναι μεγαλύτερη. Μία ευημερία επίπλαστη, που στηρίχτηκε κυρίως στα δανεικά.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, για πρώτη φορά μεταπολεμικά οι φτωχοί αυξάνονται στις δυτικές οικονομίες, ενώ την ίδια ώρα οι πλούσιοι συνεχίζουν να γίνονται πλουσιό­τεροι, αυξάνοντας τις ανισότητες. Εξάλλου κοινή διαπίστωση είναι ότι το 1% του πλη­θυσμού στον κόσμο έχει στα χέρια του το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα εισοδήματα στη χώρα μας πέρυσι, κατά την πρώτη εφαρ­μογή του μνημονίου μειώθηκαν σε πραγ­ματικούς όρους κατά 14%, κάτι που ση­μαίνει ότι ο μέσος μισθός επέστρεψε στα επίπεδα του 2003. Επίσης, στη χώρα μας το 30% των Ελλήνων είναι πλέον στα όρια της φτώχειας, σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση, που αφορούσε το 2010. Έκτοτε τα πράγματα έχουν χειροτερεύσει. Αποκο­ρύφωμα: στην τελευταία μέτρηση του Ευ­ρωβαρόμετρου, ένας στους δύο Έλληνες απάντησε ότι δυσκολεύεται ακόμα και να εξασφαλίσει την τροφή του!