«Θέλαμε να αποφύγουμε έναν νέο Χριστοφοράκο». Αυτή την απάντηση έδιναν χθες δικαστικοί στην ερώτηση «γιατί τώρα;» σχετικά με τη σύλληψη του Ακη Τσοχατζόπουλου, η οποία έσκασε σαν βόμβα στο πολιτικό σκηνικό και προκάλεσε…
ποικίλες αντιδράσεις.
Η χρονική συγκυρία – συνελήφθη την ημέρα που έκλεινε η Βουλή και ανακοινωνόταν η διεξαγωγή εκλογών στις 6 Μαΐου – οδήγησε αρκετούς στο να εκφράσουν ερωτήματα. Ωστόσο οι εισαγγελείς ήταν απόλυτοι ως προς το επιχείρημα που πρυτάνευσε για τη σύλληψή του.
Ο πρώην υπουργός, ο οποίος παραμένει κρατούμενος στη Γενική Ασφάλεια Αττικής, πρόκειται να απολογηθεί τη Δευτέρα για την κατηγορία του ξεπλύματος χρήματος προερχομένου από μίζες και στη συνέχεια θα κριθεί αν θα προφυλακιστεί ή θα αφεθεί ελεύθερος.
Σημειώνεται ότι υπό κατηγορίαν είναι τόσο η σύζυγός του όσο και η κόρη του – στο σπίτι της οποίας βρέθηκαν ύστερα από εισαγγελική έρευνα 10 πλάκες χρυσού.
Ακόμη, κατηγορίες για το ξέπλυμα αντιμετωπίζουν και άλλοι – συγγενείς, αλλά και συνεργάτες του Ακη Τσοχατζόπουλου -, οι οποίοι εμπλέκονται ως παρένθετα πρόσωπα σε offshore εταιρείες, στις οποίες (σύμφωνα με το κατηγορητήριο) έχουν γίνει μεταφορές ποσών.
Οι δικαστικές Αρχές έχουν προχωρήσει στην ενοποίηση των υποθέσεων προμήθειας οπλικών συστημάτων στις οποίες φέρεται να εμπλέκεται ο πρώην υπουργός. Οπως είναι γνωστό, όλες οι κατηγορίες που αφορούν παθητική δωροδοκία έχουν παραγραφεί, αλλά οι δικαστικοί επιχειρούν να διαμορφώσουν κατηγορίες για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μέσω απόκτησης περιουσιακών στοιχείων με χρήματα από μίζες.
Ο ίδιος ο κ. Τσοχατζόπουλος σε γραπτή δήλωσή του εξαπολύει επίθεση εναντίον των δύο μεγάλων κομμάτων και κάνει λόγο για σκευωρία εναντίον του. Αναφέρει εξάλλου ότι θα επιμείνει μέχρι τέλους στην υπεράσπιση των ενεργειών του
Ύποπτος φυγής για το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος) θεωρήθηκε από τον ανακριτή και την εισαγγελέα ο πρώην υπουργός Ακης Τσοχατζόπουλος, ο οποίος και συνελήφθη χθες το πρωί στο σπίτι του επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Η υπόθεση που έφερε τον Ακη Τσοχατζόπουλο στη θέση του κατηγορουμένου αφορά, κατά τις δικαστικές Αρχές, τον τρόπο της απόκτησης του συνόλου των περιουσιακών του στοιχείων. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, από την πολύμηνη έρευνα που διενήργησαν οι εισαγγελείς Πρωτοδικών Ελένη Σίσκου και Ευγενία Κυβέλου προέκυψαν ενδείξεις ότι ο πρώην υπουργός με τουλάχιστον άλλα δέκα άτομα διέπραξαν από κοινού και κατ’ επάγγελμα ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ. Στον κατάλογο των κατηγορουμένων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η σύζυγός του Βίκυ Σταμάτη και η κόρη του Αρετή Τσοχατζοπούλου, οι οποίες είχαν κληθεί και με την ιδιότητα των υπόπτων τέλεσης αξιόποινης πράξης και είχαν εξεταστεί ανωμοτί (σ.σ.: χωρίς να δώσουν όρκο) στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Ολοι οι κατηγορούμενοι φέρονται ότι νομιμοποίησαν χρήματα από παράνομες δραστηριότητες που συνδέονται με την προμήθεια των γερμανικών υποβρυχίων, αλλά και με συμβάσεις άλλων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Το αδίκημα βέβαια της παθητικής δωροδοκίας για τον Ακη Τσοχατζόπουλο, όπως έχει κρίνει και ο Αρειος Πάγος, έχει πλέον παραγραφεί, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο για το κακούργημα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
«Τα στοιχεία της δικογραφίας είναι πολλά και η υπόθεση ήταν “ώριμη” για τη σύλληψη του πρώην υπουργού», διαβεβαίωναν εισαγγελικές πηγές θέλοντας να καταδείξουν τη σοβαρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που τους οδήγησαν στην έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης όχι μόνο για τον Ακη Τσοχατζόπουλο, αλλά και για τέσσερις ακόμη συγκατηγορουμένους του, οι οποίοι φέρονται ότι χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετα πρόσωπα για το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος».
Η είδηση της σύλληψης του πρώην υπουργού Εθνικής Αμυνας και η προσαγωγή του στα δικαστήρια ήταν το κυρίαρχο θέμα συζήτησης χθες στην Ευελπίδων. Νομικοί κύκλοι δεν έκρυβαν τον προβληματισμό τους για τη χρονική συγκυρία της σύλληψης του Ακη Τσοχατζόπουλου, επισημαίνοντας ότι πριν από λίγες ημέρες απολογήθηκε στο Εφετείο για ανακριβή δήλωση πόθεν έσχες και τότε δεν είχε κριθεί ύποπτος φυγής και είχε αποχωρήσει ελεύθερος, με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
«Πώς γίνεται ο ίδιος άνθρωπος, για τον οποίο μάλιστα έχουν κλείσει τα σύνορα της Ελλάδας, μέσα σε λίγες ημέρες να… μετατρέπεται σε ύποπτο φυγής και να διατάσσεται η σύλληψή του;», ήταν το ερώτημα που έθεταν δικηγόροι οι οποίοι έτυχε να βρεθούν έξω από το κτίριο 16 των δικαστηρίων όπου στεγάζεται η Εισαγγελία.
«Ο ανακριτής μελέτησε τη δικογραφία, είδε τα στοιχεία και έκρινε ότι έπρεπε να προχωρήσει στην έκδοση εντάλματος σύλληψης. Δεν μπορεί κανένας να συνδέσει αυτή την κίνηση με τις επικείμενες εκλογές. Αν ο δικαστής άφηνε να περάσει ο χρόνος και ο κατηγορούμενος είχε φύγει, τότε θα… χρέωναν στη Δικαιοσύνη έναν νέο Χριστοφοράκο», αντέτειναν εισαγγελικοί κύκλοι, απαντώντας με τον τρόπο αυτόν στις αιτιάσεις όσων επιχείρησαν να δώσουν πολιτική διάσταση στη σύλληψη Τσοχατζόπουλου.
Με τη συνοδεία ανδρών από την Υπηρεσία Οργανωμένου Εγκλήματος ο πρώην υπουργός οδηγήθηκε χθες το απόγευμα αρχικά στην εισαγγελέα Αθηνά Θεοδωροπούλου για την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψής του και αμέσως μετά στον ανακριτή-πρόεδρο Πρωτοδικών Γαβριήλ Μαλλή, ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση με βάση τον πρόσφατο νόμο για τη διαφθορά κρατικών αξιωματούχων και πολιτικών προσώπων, ο οποίος προβλέπει ταχεία ανάκριση εντός τεσσάρων μηνών.
Συνοδευόμενος από τους δικηγόρους του Λ. Κοτσαλή, Γ. Παγορόπουλο και Γρ. Τσόλια, ζήτησε προθεσμία από τον ανακριτή και θα απολογηθεί τη Δευτέρα του Πάσχα. Την ημέρα εκείνη ανακριτής και εισαγγελέας θα αποφασίσουν αν ο επόμενος σταθμός για τον πρώην υπουργό θα είναι ή όχι η φυλακή. Εως τότε θα παραμείνει κρατούμενος στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και με τη συνεργασία των δικηγόρων του θα χαράξει και την υπερασπιστική του τακτική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ακης Τσοχατζόπουλος από την ώρα που βρήκε από το εισαγγελικό γραφείο θέλησε να κάνει δήλωση για τη σύλληψή του. Κάτι που τελικά δεν έγινε ούτε όταν βγήκε από το ανακριτικό γραφείο. Πληροφορίες ανέφεραν ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό ήταν να φορέσει χειροπέδες, όπως προβλέπει το τυπικό μέρος για όλους τους κρατουμένους.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ. Η αντίστροφη μέτρηση για τη σύλληψη του Ακη Τσοχατζόπουλου άρχισε πριν από περίπου 15 ημέρες, όταν ασκήθηκε από την Εισαγγελία η ποινική δίωξη.
Ο ανακριτής συνεκτιμώντας τα στοιχεία της δικογραφίας και τη βαρύτητα των κατηγοριών αποφάσισε, με τη σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα, να εκδώσει εντάλματα σύλληψης εις βάρος των Ακη Τσοχατζόπουλου, Γιώργου Σαχπατζίδη, Νίκου Ζήγρα, Ευφροσύνης Λαμπροπούλου και Αστέριου Οικονομίδη (σ.σ.: παραμένει ασύλληπτος), για τους οποίους μάλιστα η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ελένη Ράικου εξέδωσε και διάταξη δημοσιοποίησης των ονομάτων τους, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος.
Οι τρεις πρώτοι φέρονται ως εκπρόσωποι offshore εταιρειών, οι οποίες είχαν εμπλακεί στην αγοραπωλησία ακινήτων του Ακη Τσοχατζόπουλου, και η κ. Λαμπροπούλου ήταν η λογίστρια του πρώην υπουργού.
Ρεπορτάζ : Μίνα Μουστάκα
(από ΤΑ ΝΕΑ)