Β. Κοτζαμάνης: «Το Δημογραφικό και η Ελλάδα του 2040: Οικογένεια, Οικονομία, Σύγχρονος τρόπος ζωής»

Τη δημογραφική εικόνα της χώρας παρουσίασε ο καθηγητής Δημογραφίας, διευθυντής Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (Ι.Δ.Ε.Μ.) Βύρων Κοτζαμάνης, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο forum «Το Δημογραφικό και η Ελλάδα του 2040: Οικογένεια, Οικονομία, Σύγχρονος τρόπος ζωής».

«Διαφέρει σήμερα σημαντικά από αυτή της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Συνοψίζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της, θα πρέπει να αναφέρουμε πρώτον την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας. Στην απογραφή του 2021 ένας στους δύο κατοίκους μας, έμενε στο 2% της επιφάνειας και το 80% στους 710 οικισμούς, από τους 12.500 που κατοικούνται. Είχαμε και έχουμε τη σημαντική αύξηση των προσδόκιμων ζωής μας, ζούμε περισσότερα χρόνια αλλά ταυτόχρονα η αύξηση των κερδών που έχουμε, τα κέρδη που έχουμε κάθε μήνα κάθε χρόνο, υπολείπονται αυτών της πλειοψηφίας των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Έχουμε μία ταχύτητα μείωσης της γονιμότητας, του αριθμού δηλαδή το παιδιών που έρχονταν στον κόσμο, στις γενιές μετά το 1960 και επομένως αυτό αποτυπώνεται και στις γεννήσεις μετά το 1980, οι οποίες καταρρέουν. Ο συνδυασμός της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της μείωσης της γονιμότητας των γενεών, δηλαδή του αριθμού που φέρνουν στο παιδιά στον κόσμο έχει οδηγήσει προφανώς και στην μείωση των νέων και στην αύξηση των ηλικιωμένων. Βλέπουμε μία ταχύτατη γήρανση του πληθυσμού μας, καθώς οι 65 και άνω σήμερα είναι γύρω στο 23% του πληθυσμού, ενώ το 1950-60 ήταν στο 6 με 7%. Ταυτόχρονα έχουμε την τελευταία 15ετία λόγω της κρίσης, μία αναστροφή των μεταναστευτικών ροών, την περίοδο 2011-2024, είχαμε περισσότερες εξόδους από τη χώρα μας, από εισόδους. Επομένως συνολικά από το 2011 και μετά έχουμε δύο ζυγαριές που είναι αρνητικές, είσοδοι και έξοδοι από τη χώρα μας, γεννήσεις και θάνατοι, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός μας να έχει μειωθεί ανάμεσα στην 1η/1/2011 και 1η/1/2025 σχεδόν στις 705.000 – από αυτές, οι 500.000 οφείλονται στο γεγονός ότι την περίοδο αυτή είχαμε περισσότερους θανάτους από γεννήσεις. Ταυτόχρονα έχουμε την αύξηση των δημογραφικών ανισοτήτων, καθώς όλοι οι δείκτες σε ό,τι αφορά τη γονιμότητα, τη θνησιμότητα κτλ, το δείχνουν και συνοδεύονται με την άνιση κατανομή του εργατικού δυναμικού, των οικονομικών δραστηριοτήτων και του παραγόμενου πλούτου».

Σύμφωνα με τον διευθυντή του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών το ζήτημα των δημογραφικών ανισοτήτων είναι εξαιρετικά σημαντικό: «Οι έντονες δημογραφικές ανισότητες σε περιφερειακό και ενδοπεριφερειακό επίπεδο σε συνδυασμό συνήθως με εξίσου έντονες οικονομικές ανισότητες, υποθηκεύουν εκτός των άλλων την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και την εδαφική συνοχή της χώρας μας. Έχουν ήδη επηρεάσει κυρίως την ηπειρωτική Ελλάδα και τον πληθυσμό πολλών περιοχών όπου καταγράφονται ετησίως πολύ περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις. Θα δώσω μόνο δύο στοιχεία για τις περιφερειακές ανισότητες: ενώ σε εθνικό επίπεδο στην απογραφή του 2021 διαπιστώνουμε ότι ο πληθυσμός μας μειώθηκε ανάμεσα στο 2011 και το 2021 κατά 3%, υπάρχουν περιφερειακές ενότητες όπου ο πληθυσμός μειώθηκε 14% και άλλες που αυξήθηκε 15% και δήμοι όπου πληθυσμός τους μειώθηκε σε μία δεκαετία κατά 33% ή αυξήθηκε και τα 18%. Επομένως παρατηρούμε τεράστιες διαφοροποιήσεις. Το 2024 αντιστοιχούν 185 θάνατοι ανά 100 γεννήσεις σε εθνικό επίπεδο. Η αναλογία είναι συνταρακτική. Έχουμε 67.000 γεννήσεις και 125.000 θανάτους. Σε επίπεδο όμως νομών τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Έχουμε για παράδειγμα, τα Γρεβενά και την Ευρυτανία όπου πέρσι είχαμε 375 έως 376 θανάτους ανά γέννηση. Σε επίπεδο δήμων -οι δήμοι μας είναι 325- σε 10 μόνο δήμους είχαμε μία ισορροπία θανάτων και γεννήσεων, ενώ ένας στους 5 δήμους είχε περισσότερους από 4 θανάτους ανά γέννηση. Σε επίπεδο χώρας το 2024, οι 65 και άνω ετών ήταν 23%. Υπάρχουν τρεις νομοί σήμερα που το ποσοστό αυτό αγγίζει το 40%, επομένως έχουμε κάτω από τους μέσους εθνικούς όρους. Κρύβονται συνταρακτικές δημογραφικές ανισότητες – συνήθως συνάδουν με οικονομικές ανισότητες».

Στην παρέμβαση του, ο Βύρων Κοτζαμάνης σχολίασε πως τα ζευγάρια, κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά:

«Στην Ελλάδα έχουμε κάποιες ιδιαιτερότητες. Πρώτον η μείωση του αριθμού των παιδιών που έφεραν στον κόσμο τα ζευγάρια συνεχίζεται σχεδόν χωρίς ανακοπή εδώ και 130 χρόνια. Δηλαδή βάσει των δεδομένων μας, τα ζευγάρια από το 1880 μέχρι σήμερα, μέχρι τα ζευγάρια που γεννήθηκαν το 1980, συνεχίζουν να κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά. Μικρή εξαίρεση τα ζευγάρια που γεννήθηκαν στον μεσοπόλεμο. Η μείωση της γονιμότητας επιταχύνεται μετά το 1960 καθώς όσοι γεννήθηκαν το 1960 κάνουν κατά μέσο όρο 2 παιδιά, τα παιδιά τους που γεννήθηκαν από το 1980-85 θα κάνουν, έκαναν, σχεδόν 1,5. Η χώρα μας εντάσσεται ταυτόχρονα σε εκείνη την ομάδα των χωρών, που μετά το 1980 η δείκτες γονιμότητας, είναι κάτω από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα. Η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες ηλικίες στις γυναίκες για την απόκτηση παιδιών και ταυτόχρονα σαν χώρα, έχουμε στις νεότερες γενεές, από το υψηλότερο ποσοστό άτεκνων ζευγαριών, δηλαδή τα ζευγάρια που γεννήθηκαν το 1980 σχεδόν ένας στους τέσσερις δεν έχει ή δεν θα αποκτήσει παιδιά.

Επομένως έχουμε κάποιες ιδιαιτερότητες και ταυτόχρονα η Ελλάδα είναι σήμερα -και θα παραμείνει και στις απόμενες δεκαετίες- από τις πιο γερασμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως οι εξελίξεις αυτές μάς προβληματίζουν όλο και περισσότερο και όχι μόνο σε αυτό το παρελθόν και το παρόν αλλά και το μέλλον. Η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού μας δεν πρόκειται να μειωθεί, αν δεν υπάρξει μία εθνική στρατηγική για την περιφερειακή ανάπτυξη».

Οι προβλέψεις για το μέλλον δεν είναι ευοίωνες, εάν δεν ληφθούν μέτρα, επισήμανε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών: «Ο συνολικός πληθυσμός μας στην περίπτωση που η ζυγαριά -είσοδοι και έξοδοι- είναι μηδενική, δηλαδή όσοι μπαίνουμε βγαίνουμε ή δεν μπαίνει και δεν βγαίνει κανένας, θα μειωθεί το 2060 στη χειρότερη το περιπτώσεων κατά 2,5 εκατομμύρια, στην καλύτερη των περιπτώσεων δύο εκατομμύρια. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο φυσικό ισοζύγιο -δηλαδή γεννήσεις και θάνατοι- το οποίο μέχρι το 2060 θα είναι εξαιρετικά αρνητικό ό,τι και να κάνουμε. Δεν σημαίνει ότι θα γίνει θετικό μετά το 2060, αλλά μπορώ να ελπίζω για μετά το 2060, αν πάρουμε κάποια μέτρα από τώρα και με δεδομένο ότι μετά το 2060 θα έχουμε μια μείωση των θανάτων γιατί θα φτάσουν σε ηλικία υψηλής θνησιμότητας οι λίγοι που γεννήθηκαν τις δεκαετίες του 2000-2010».

Όπως σημείωσε ο κ. Κοτζαμάνης «το πλήθος είναι μονάχα μία μεταβλητή» και εξήγησε: «Το πόσα άτομα για παράδειγμα εργαζόμαστε, είναι μία μεταβλητή, δεν είναι όμως η μόνη μεταβλητή. Ο παραγόμενος πλούτος της χώρας μας, σε οποιαδήποτε χώρα, δεν εξαρτάται από το πλήθος των ατόμων που εργάζονται, τα οποία -αν η μετανάστευση είναι μηδενική-, θα είμαστε κατά 700.000 λιγότερα τα άτομα, που θα εργαζόμαστε το 2060. Εξαρτάται και από τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά -παιδεία, υγεία, δεξιότητες- και από την αξιοποίησή τους από το παραγωγικό σύστημα. Το λένε όλες οι εκθέσεις, έχουμε σημαντικά δομικά προβλήματα τα οποία κατά τη γνώμη μου, η επίλυσή τους επιτάσσεται και από τη δημογραφικές εξελίξεις. Ποια είναι αυτά προβλήματα; χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις, χαμηλή είσοδος νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, χαμηλή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας. Επομένως με δεδομένο ότι θα έχουμε μία μείωση των εργαζομένων κατά 700.000, είναι σημαντικό να κάνουμε μία σειρά από αλλαγές που θα επιτρέψουν το συγκεκριμένο πλήθος να το αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο τόπο ώστε να αυξηθεί ο παραγόμενος πλούτος, ο οποίος είναι η βάση όχι μονάχα για τις συντάξεις αλλά και για το σύστημα παιδείας, υγείας, εθνικής άμυνας».

Ο ίδιος, επίσης, μίλησε για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν: «Χωρίς να θέλω να είναι απαισιόδοξος σε αυτή την υπόθεση πρέπει υπάρξουν αλλαγές. Μία πολιτική αφορά τη στήριξη της οικογένειας του παιδιού. Πρέπει να μειώσουμε το πολύ υψηλό κόστος -αναλογικά με τα εισοδήματά μας- που έχει η έλευση και το μεγάλωμα ενός παιδιού. Πρέπει να αμβλύνουμε σημαντικά τις έμφυλες διακρίσεις στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο. Πρέπει να αμβλύνουμε τις δυσκολίες που υπάρχουν στον συνδυασμό οικογενειακής και οικονομικής ζωής. Πρέπει να αυξήσουμε τα πραγματικά εισοδήματα των νέων μας. Να αμβλύνουμε το αίσθημα αβεβαιότητας για το μέλλον, και από κει στα μεγάλα αστικά κέντρα που είναι συγκεντρωμένο το 70% των νέων πρέπει να αμβλύνουμε και να επιλύσουμε άμεσα το στεγαστικό. Κατά τη γνώμη μου η άμβλυνση του προβλήματος και η επίλυσή του μεσοπρόθεσμα, μπορεί να γίνει κυρίως μέσω μιας δημιουργίας ενός stock κοινωνικά ενοικιαζόμενων κατοικιών και τα υπόλοιπα μέτρα είναι επικουρικά και δευτερεύοντα» σημείωσε και προσέθεσε:

«Σε ό,τι αφορά τους γενικούς άξονες θα πρέπει να παρθούν μέτρα πρώτον για να αμβλυνθεί, αν θέλετε, η έξοδος των νέων μας και ένα μεγάλο τμήμα τους αν είναι δυνατόν να επιστρέψει πίσω. Επίσης μέτρα τα οποία έχουν σχέση με την υγεία μας τα οποία θα μας επιτρέψουν να έχουνε μία υγιή και ενεργή γήρανση. Για να έχουμε ενεργή γήρανση πρέπει να έχουμε υγιή γήρανση και η υγιής γήρανση δεν χτίζεται στα 65, αλλά χτίζεται από το μηδέν. Πρέπει να ληφθούν μέτρα τα οποία θα επιτρέψουν στους νέους οι οποίοι μένουν στον εξωαστικό χώρο, να παραμείνουν σε αυτόν. Σε αυτούς που έχουν φύγει και επιθυμούν να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους να το κάνουν και ταυτόχρονα σε όσους έχουν απαυδήσει από τις συνθήκες στα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στη μητροπολιτική περιοχή Αθηνών και Θεσσαλονίκης και επιθυμούν να αλλάξουν ζωή μετεγκατεστάμενοι στην ύπαιθρο να μπορέσουν να το υλοποιήσουν. Πρέπει να πάρουμε μέτρα τα οποία θα μας επιτρέψουν να ενσωματώσουμε τους υπάρχοντες αλλοδαπούς στη χώρα μας και ταυτόχρονα να δεχτούμε και να ενσωματώσουμε ανάλογα με τις πολιτικές που θα επιθυμούμε, νέους αλλοδαπούς οι οποίοι για να συνεισφέρουν και δημογραφικά όχι μόνο οικονομικά θα πρέπει να είναι ισορροπημένοι ανά φύλο. Επομένως η δημογραφική πολιτική πρέπει να λάβει υπόψη της το σύνολο των συνιστωσών του δημογραφικού: γονιμότητα, θνησιμότητα, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, είναι συγκοινωνούντα δοχεία που διέπονται από αμφίδρομες σχέσεις. Ταυτόχρονα επηρεάζουν και επηρεάζονται από εξωγενείς μεταβλητές της δημογραφίας – κοινωνικές οικονομικές και πολιτισμικές. Επομένως μία πολιτική που έχει σαν στόχο να ανορθώσει μακροπρόθεσμα δημογραφικά τη χώρα μας πρέπει να είναι μία πολιτική η οποία θα λαμβάνει μέτρα και στις 4 συνιστώσες και ταυτόχρονα μια πολιτική η οποία στους υπόλοιπους τομείς, οικονομικούς, κοινωνικούς, θα λαμβάνει υπόψη της ότι τα μέτρα τα οποία παίρνονται δεν θα πρέπει να κονταροχτυπιούνται με τους στόχους που βάζει η δημογραφική πολιτική».

Οι δημογραφικές πολιτικές και πολιτικές στήριξης της οικογένειας και του παιδιού, κατέληξε ο κ. Κοτζαμάνης, «αποτελούν μέτρα αποτελεσματικά τα οποία θα αποδώσουν -όχι αύριο ούτε μεθαύριο- μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, δηλαδή σε βάθος δεκαετίας».