Ισχυροί πόλοι στην οικονομική ζωή της Νιγηρίας παραμένουν οι εταιρείες που ίδρυσαν Έλληνες μετανάστες

Ισχυροί πόλοι στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή στη Νιγηρία παραμένουν εταιρείες που ίδρυσαν τον προηγούμενο αιώνα Έλληνες μετανάστες. Σε μια χώρα που γνωρίζει οικονομική άνθηση, λόγω και των κοιτασμάτων πετρελαίου και παρά το κλίμα ανασφάλειας, η ολιγάριθμη ελληνική παροικία ευημερεί και εταιρείες όπως η Nigerian Bottling Company και η Flour Mills of Nigeria, που ίδρυσαν o Αναστάσιος Λεβέντης και ο Γεώργιος Κουμάνταρος, αντίστοιχα, πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν κολοσσοί.

BBC: Είναι η Νιγηρία έτοιμη να ηγηθεί της Αφρικής; - ΤΟ ΒΗΜΑ

Άλλωστε, η ελληνική παρουσία στη χώρα είναι συνυφασμένη με τη δραστηριότητα των ελληνικών εταιρειών, όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ιστορικός-ερευνητής, Αντώνης Χαλδαίος, με αφορμή το βιβλίο του για τον ελληνισμό στη Νιγηρία, το 12ο με θέμα την ομογένεια στην αφρικανική ήπειρο.

«Είναι η μοναδική ελληνική παροικία στην οποία οι εταιρείες διαμόρφωναν την ελληνική παρουσία και κατεύθυναν εν πολλοίς και τη δράση της ελληνικής κοινότητας», τόνισε ο κ. Χαλδαίος.

Χαρακτηριστικό είναι, πρόσθεσε, ότι το καταστατικό της Ελληνικής Κοινότητας που δημιουργήθηκε το 1959 στην πόλη Λάγος, προβλέπει τη συμμετοχή στο διοικητικό συμβούλιο ενός εκπροσώπου από από κάθε μεγάλη εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στη χώρα. Οι εταιρείες χρησίμευαν και ως χώροι συγκέντρωσης των Ελλήνων, καθώς δεν υπήρχε κοινοτικό ίδρυμα.

 

Η εμπορική εταιρεία που έφερε τους Έλληνες στη Νιγηρία

Η «Πάτερσον και Ζοχώνης» (PZ) ήταν η πρώτη ελληνική εταιρεία που δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η εμπορική εταιρεία, που ξεκίνησε από τη Σιέρα Λεόνε, άνοιξε το πρώτο κατάστημα στο Λάγος και στη συνέχεια και σε άλλες πόλεις της Νιγηρίας και τα στελέχωσε με Έλληνες. «Οπότε σε κάθε μικρή και αργότερα μεγαλύτερη πόλη δημιουργούνταν καταστήματα στα οποία οι Έλληνες εργάζονταν ως υπάλληλοι και αργότερα ως τμηματάρχες ή διευθυντές. Και αυτό αποτέλεσε την αφετηρία για να εγκατασταθούν οι Έλληνες στα τέλη του 19ου αιώνα στη Νιγηρία», εξήγησε ο κ. Χαλδαίος και πρόσθεσε πως μέχρι και τη δεκαετία του 1920 η PZ ήταν συνυφασμένη με την παρουσία των Ελλήνων στη χώρα.

 

Unilever εναντίον Ελλήνων

Οι Έλληνες και γενικότερα οι ξένοι στη Νιγηρία ασχολούνταν με το εμπόριο, αρχικά του φοινικέλαιου και του κακάο και αργότερα, τη δεκαετία του ’40 και του ’50 των προϊόντων που ήταν βασισμένα στο βαμβάκι.

Τις δεκαετία του ’30 και του ’40 υπήρχαν κι άλλες μικρότερες ελληνικές εταιρείες, όπως αυτές του Φλοιώνη, του Θωμόπουλου και του Μαυρίδη.

Την εποχή εκείνη το μερίδιο του λέοντος στο εμπόριο το είχαν οι μεγάλες βρετανικές εταιρείες όπως η Unilever, οι οποίες μαζί με γαλλικές πολυεθνικές, θορυβημένες από την όλο και μεγαλύτερη δραστηριότητα των Ελλήνων, δημιούργησαν ένα είδος καρτέλ.

«Και μάλιστα με διάφορες εμπορικές συμβάσεις οι οποίες φαίνονται από τα αρχεία της Unilever και των άλλων εταιρειών, με στόχο να αφήσουν εκτός της αγοράς τις ελληνικές εταιρείες, που παίρνουν μεγαλύτερο μερίδιο όπως η PZ ή οι εταιρείες που άρχισαν σιγά-σιγά να εμφανίζονται όπως εκείνη του Αναστασίου Λεβέντη», τόνισε ο κ. Χαλδαίος.

 

Από το εμπόριο στη βιομηχανία εμφιάλωσης

Ο Αναστάσιος Λεβέντης, με καταγωγή από την Κύπρο, είχε έρθει το 1934 στη Νιγηρία για να εργαστεί για λογαριασμό μιας ελληνικής εταιρείας και το 1936 ίδρυσε τη δική του. H «A.G. Leventis» δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο φοινικέλαιου, κακάο και διάφορων άλλων προϊόντων. Σταδιακά, έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά κι έφτασε τη δεκαετία του ’50 και του ’60 να είναι το αντίπαλο δέος της Unilever.

Όπως είπε ο κ. Χαλδαίος «το 1951 έχουμε την είσοδο του Λεβέντη στο κομμάτι της βιομηχανίας, με την ίδρυση της εταιρείας εμφιάλωσης Nigerian Βottling, η οποία σταδιακά έγινε ο νούμερο ένα “παίκτης” στη βιομηχανία εμφιάλωσης». «Αργότερα», πρόσθεσε, «επεκτάθηκε και στις γειτονικές χώρες και φυσικά και στην Ελλάδα, όπου άνοιξε μία εταιρεία εμφιάλωσης που είναι η σημερινή 3Ε».

Μετά το 1940, οι Έλληνες, πέρα από το εμπόριο, άρχισαν να ασχολούνται και με το κομμάτι της βιομηχανίας. Στην διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουμε στοιχεία για μία ελληνική εταιρεία στον τομέα της σαπωνοποιίας από Έλληνες που είχαν έρθει από το Σουδάν, τον Μεγκίσογλου και τον Πετμεζάκη.

«Μάλιστα, εδώ υπάρχει μία ενδιαφέρουσα και πικρή ιστορία για τον Πετμεζάκη. ο οποίος λίγα χρόνια μετά το ξεκίνημα στη Νιγηρία εξαφανίστηκε. Χάθηκαν τα ίχνη του και η οικογένειά του τον αναζητούσε για αρκετές δεκαετίες, αλλά τελικά δεν βρέθηκε», επισήμανε ο κ. Χαλδαίος.

 

Πρωτοπόρες εταιρίες

Τη δεκαετία του ’60 ιδρύθηκε άλλη μία μεγάλη ελληνική εταιρεία η Flour Mills of Nigeria του Γεωργίου Κουμάνταρου πού ήταν ο πρώτος και εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο παραγωγό αλεύρων στη χώρα. Αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα προϊόντα και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες του αγροδιατροφικού τομέα στην Αφρική.

Tο 1969 οι Έλληνες εισήλθαν στον τομέα της μεταλλουργίας. Ο Ρωμαίος και ο Ιωάννης Βαρβερόπουλος ίδρυσαν τη Nigerian Foundries, η οποία διέθετε το μεγαλύτερο χυτήριο της χώρας. Στη συνέχεια η εταιρεία επεκτάθηκε σε διάφορους άλλους τομείς επεξεργασίας και δημιουργίας μεταλλευμάτων και το 2025 είναι η πρώτη που προχώρησε στην εκτύπωση 3D μηχανημάτων στη Νιγηρία. Τα αδέλφια ξεκίνησαν από το εμπόριο πλαστικών και οι απόγονοί τους θυμούνται, μιλώντας στον κ. Χαλδαίο, πώς πωλούσαν οικογενειακώς τα προϊόντα με ένα καμιόνι.

Τα επόμενα χρόνια, οι Έλληνες ασχολήθηκαν και με τον τομέα των κατασκευών. Τη δεκαετία του ’70 η ΕΔΟΚ ΕΤΕΡ ανέλαβε πλήθος έργων κυρίως στον κομμάτι των υποδομών, όπως δρόμους, γέφυρες κλπ και τη δεκαετία του ’80 οι Έλληνες, μέσω της εταιρείας του Λεβέντη, ασχολήθηκαν με την κατασκευή κτιρίων.

Όπως επισήμανε ο κ. Χαλδαίος, από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες στη χώρα είναι οι κυπριακών συμφερόντων Vita Constructions, η οποία έχει αναλάβει πλήθος κυβερνητικών έργων, όπως κτίρια για την αστυνομία και για άλλους δημόσιους οργανισμούς. Επίσης, βρίσκεται πίσω από τη συντήρηση της ελληνικής εκκλησίας της Αναστάσεως στο Λάγος και την κατασκευή του νέου μητροπολιτικού ναού, στην πρωτεύουσα Αμπούτζα.

Με τις κατασκευές αλλά και το εμπόριο ασχολούνται οι Έλληνες οι οποίοι, χωρίς να έχουν κάποια προηγούμενη επαφή με τη χώρα, ήρθαν στη Νιγηρία, κυρίως στο Λάγος και την Αμπούτζα, τα τελευταία 15 χρόνια, μετά την οικονομική κρίση.

 

Γιατί δεν έφυγαν οι Έλληνες

Η Νιγηρία βίωσε εμφύλιους πολέμους, τρομοκρατία και κάποιοι Έλληνες έπεσαν θύμα απαγωγής. Παρόλα αυτά, η ελληνική παροικία παρέμεινε, αν και σήμερα εκτιμάται ότι αριθμεί 150 με 180 άτομα.

«Οι Έλληνες δεν έφυγαν παρά τις κρατικοποιήσεις που έγιναν μετά τη δεκαετία του ’70 και του ’80, λόγω των στενών δεσμών με την πολιτική ηγεσία και φυσικά τις οικονομικές δυνάμεις της χώρας. Δεσμοί, οι οποίοι εντάθηκαν τα επόμενα χρόνια, μέσω φιλανθρωπιών που έκαναν οι ελληνικές εταιρείες, αρχικά η PZ και αργότερα οι υπόλοιπες. Γενικότερα, υπήρχε μία προσπάθεια να ενισχύσουν την τοπική κοινωνία, ως ένα είδος ευχαριστήριου προς τη χώρα που τους φιλοξένησε και τους έδωσε τη δυνατότητα να γιγαντωθούν οικονομικά», εξήγησε ο κ. Χαλδαίος.

ΠΗΓΗ: ΑΜΠΕ