«Η «Ώρα της Ελληνικής Οικονομίας» είναι μια διοργάνωση που αποτελεί θεσμό στο οικονομικό και αναπτυξιακό γίγνεσθαι της χώρας μας. Γιατί παρέχει κάθε χρόνο ένα σημαντικό βήμα συζήτησης, ανταλλαγής απόψεων, προβληματισμών αλλά και προτάσεων, σχετικά με την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Το φετινό συνέδριο πραγματοποιείται σε μια συγκυρία εξαιρετικά δύσκολη. Σε μια περίοδο όπου η οικονομία μας βρίσκεται πραγματικά στην «ώρα μηδέν». Βρίσκεται ανάμεσα σε κρίσιμες εξελίξεις και αποφάσεις, από τις οποίες θα εξαρτηθεί όχι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον της.
Πριν από λίγες ημέρες ολοκληρώθηκε μια ακόμη Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θεωρήθηκε ως η ύστατη ευκαιρία για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και τη σωτηρία του κοινού νομίσματος.
Το αποτέλεσμά της ήταν να δρομολογηθούν σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής ενοποίησης της ευρωζώνης. Μιας ενοποίησης η οποία συνοδεύεται από αυστηρά κριτήρια και όρους, ακολουθώντας πιστά το δόγμα της πειθαρχίας και της λιτότητας που πρεσβεύει η Γερμανία.
Όμως, παρά τις δηλώσεις ικανοποίησης εκ μέρους των Ευρωπαίων ηγετών, οι αγορές δεν φαίνεται να έχουν πειστεί. Και οι λόγοι είναι προφανείς.
Οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων έδειξαν ότι το πρόβλημα των αγορών δεν είναι το έλλειμμα και το χρέος της μίας ή της άλλης χώρας. Είναι η βιωσιμότητα της ίδιας της νομισματικής ένωσης. Είναι η δυνατότητα να διασφαλίσει τη συνοχή της και να εγγυηθεί συνολικά για το αξιόχρεο των μελών της. Είναι η ικανότητα των οικονομιών του ευρώ να υπερβούν τη στασιμότητα των τελευταίων ετών και να επιταχύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους.
Απέναντι σε όλα αυτά τα ζητήματα, η προσέγγιση της Συνόδου Κορυφής υπήρξε τραγικά μονόπλευρη.
Η θέσπιση δρακόντειων κανόνων και η αυτόματη επιβολή κυρώσεων, δεν επιλύουν το πρόβλημα της φερεγγυότητας, εφόσον δεν συνοδεύονται από έναν ισχυρό μηχανισμό προστασίας, όπως η έκδοση ευρωομολόγου ή η ευρύτερη ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Επιπλέον, δεν δόθηκε λύση σε ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες: το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας, το οποίο παγώνει τις επενδύσεις και καθηλώνει την ανάπτυξη σε όλους τους κλάδους.
Εάν η Ευρώπη περιοριστεί στην επιβολή σκληρής λιτότητας, χωρίς συνολικές εγγυήσεις για το χρέος και χωρίς οξυγόνο στην πραγματική οικονομία, η εμπιστοσύνη των αγορών δεν θα επιστρέψει. Και η κρίση χρέους αντί να αμβλύνεται θα επιδεινώνεται. Και το κόστος για την αντιμετώπισή της θα αυξάνεται.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, πάντως, το μήνυμα είναι σαφές. Η αλληλεγγύη στο πλαίσιο της ευρωζώνης, όποια μορφή κι αν τελικά έχει αυτή η αλληλεγγύη, θα παρέχεται μόνο σε αυτούς που τηρούν τους νέους κανόνες.
Όποιος δεν μπορεί ή δεν θέλει να τους ακολουθήσει, θα βλέπει την πόρτα της εξόδου από το ευρώ, με θεσμικά κατοχυρωμένο πλέον τρόπο.
Κι όπως έχει γίνει προφανές από τις προειδοποιήσεις Ευρωπαίων ηγετών και αξιωματούχων, το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν αποτελεί πια ταμπού. Αντίθετα, συζητείται ως υπαρκτή πιθανότητα.
Γι’ αυτό και στο αμέσως επόμενο διάστημα, καλούμαστε ως χώρα να δώσουμε την ύστατη, την πιο καθοριστική μάχη για την παραμονή στο κοινό νόμισμα. Μια μάχη που απαιτεί ταχύτητα, συγκέντρωση, αποφασιστικότητα και πολλή δουλειά.
Πρώτον, στο μέτωπο της δημοσιονομικής προσαρμογής, με την εφαρμογή ενός νέου μείγματος πολιτικής. Η συνταγή της υπερφορολόγησης και των οριζόντων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις απέτυχε παταγωδώς μέχρι σήμερα.
Παρά τη φοροκαταιγίδα που επιβλήθηκε στη διάρκεια του 2011, τα δημόσια έσοδα παρουσιάζουν δραματική υστέρηση, η ύφεση αναμένεται να φθάσει το 6% και το έλλειμμα υπολογίζεται ότι θα υπερβεί το 9% του ΑΕΠ. Η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να συρρικνώνεται το 2012, για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαιτηθούν νέα μέτρα για την επίτευξη των στόχων του Προϋπολογισμού, ειδικά εάν υπάρξουν προβλήματα ή αποκλίσεις στην εφαρμογή του PSI.
Οι επιλογές σε δημοσιονομικό επίπεδο είναι πλέον περιορισμένες.
ü Είναι ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών, με μόνιμα διαρθρωτικά μέτρα.
ü Είναι η άμεση μείωση της σπατάλης, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να βασιλεύει σε πολλούς τομείς του δημοσίου.
ü Είναι η εξάλειψη του πελατειακού κράτους, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
ü Είναι η αποτελεσματικότερη πάταξη της φοροδιαφυγής, στην πράξη και όχι στα λόγια και στις εντυπώσεις.
ü Είναι η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων η αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, με ένα ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο σχέδιο.
Το δεύτερο σημαντικό μέτωπο, είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας με βάση ένα νέο, υγιές και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Με αιχμή την απελευθέρωση των δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα. Με έμφαση στην εξωστρέφεια και στην παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων. Με επίκεντρο την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Οι προϋποθέσεις είναι σαφείς:
ü Είναι η διαμόρφωση ενός σύγχρονού, σταθερού και ανταγωνιστικού φορολογικού πλαισίου
ü Είναι η μείωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομική δραστηριότητα
ü Είναι η διευκόλυνση της έναρξης νέων επιχειρήσεων και της αδειοδότησης επενδύσεων σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας
ü Είναι η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, η αντιμετώπιση της πολυνομίας και της γραφειοκρατίας.
ü Είναι η επένδυση στην επιμόρφωση και επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού
ü Είναι η στενότερη σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της οικονομίας
Όπως εύστοχα δηλώνει και ο τίτλος του Συνεδρίου, σήμερα είναι η ώρα της δράσης και των αποφάσεων για την ελληνική οικονομία. Η χώρα μας βρίσκεται με το ένα πόδι έξω από το ευρώ. Και κάθε βήμα από εδώ και πέρα, θα είναι καθοριστικό για την πορεία της.
Ζητούμε λοιπόν από την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα να σταθούν στο ύψος της ιστορικής τους ευθύνης, αφήνοντας επιτέλους στην άκρη κομματικές, εσωκομματικές, εκλογικές ή προσωπικές σκοπιμότητες.
Αυτό που διακυβεύεται άμεσα είναι η οικονομική επιβίωση και η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Είτε θα το συνειδητοποιήσουμε και θα κάνουμε αυτό που πρέπει. Είτε θα χρειαστεί να γυρίσουμε πολλές δεκαετίες πίσω».