Στα 11,5 δισ. ευρώ που αναζητά η ελληνική κυβέρνηση για τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας αντιστοιχεί το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης της ΑΤΕBank αλλά και των σωρευτικών ζημιών, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλος, μιλώντας στη διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε ο κ. Προβόπουλος, την περασμένη Παρασκευή, η Τράπεζα της Ελλάδος εφάρμοσε μέτρα εξυγίανσης στην ΑΤΕ, που προβλέπει η νομοθεσία (ν. 3601/2007 και 4021/2011). Αυτό έγινε στο πλαίσιο του Μνημονίου, (που αποτελεί και νόμο του Ελληνικού Κράτους – ν. 4046/2012), και πριν την παρέλευση της προθεσμίας που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τα υγιή στοιχεία της ΑΤΕ μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Πειραιώς. Το υπόλοιπο τμήμα παραμένει στην λεγόμενη «κακή» τράπεζα για εκκαθάριση ή για αξιοποίηση από το Δημόσιο, ανάλογα με την περίπτωση.
Οι ενέργειες αυτές έγιναν βάσει των όσων προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Ακολουθήθηκαν κατά γράμμα οι προβλεπόμενες διαδικασίες, διαβεβαίωσε ο κ. Προβόπουλος για να προσθέσει πως το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχε αποφασίσει ότι μετά το τέλος Ιουλίου δεν θα μπορούσε να παρέχει ρευστότητα στην ΑΤΕ.
Διότι η τράπεζα αυτή:
• ήταν σημαντικά υποκεφαλαιοποιημένη,
• δεν ήταν βιώσιμη και
• δεν υπήρχε προοπτική ο βασικός μέτοχος να την ανακεφαλαιοποιήσει.
Αν δεν εφαρμόζονταν επομένως τα μέτρα εξυγίανσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα διέκοπτε την παροχή ρευστότητας, ύψους 6,3 δις ευρώ.
Αν όμως διακοπτόταν η παροχή ρευστότητας, επισήμανε ο κ. Προβόπουλος στη συνέχεια, η Αγροτική θα έκλεινε αμέσως. Και θα είχαμε πάνω από 5000 ακόμη ανέργους, ενώ θα έπρεπε να ανευρεθούν 14 δις ευρώ για την αποζημίωση των καταθετών και άλλα 6,3 δις ευρώ για την επιστροφή της ρευστότητας στο Ευρωσύστημα, συνολικά πάνω από 20 δις ευρώ.
Ποιες ήταν οι εναλλακτικές επιλογές; Ο κ. Προβόπουλος ανέφερε:
Η Αγροτική Τράπεζα δεν ήταν βιώσιμη. Αυτό είναι σαφές, αφού:
• Εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα.
• Παρουσίαζε χαμηλή παραγωγικότητα και ελλείψεις στην οργανωτική και τη λειτουργική της διάρθρωση.
• Εμφάνιζε ένα κακής ποιότητας ενεργητικό λόγω του κρατικού εναγκαλισμού και αδυναμιών στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Αυτά κατέληγαν συχνά σε μια δανειοδοτική πολιτική που παρέβλεπε τα τραπεζικά κριτήρια.
• Και κυρίως, παρά τις συνεχείς ενέσεις κεφαλαίων από το Δημόσιο, η Αγροτική Τράπεζα αντιμετώπιζε κεφαλαιακή ανεπάρκεια.
Απόδειξη των μεγάλων αδυναμιών της ήταν ότι κατετάγη στην τελευταία θέση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή το 2011. Τελευταία πανευρωπαϊκά επί συνόλου 91 μεγάλων τραπεζών!
Εξαιτίας μάλιστα όλων αυτών των αδυναμιών και των χρονίως αδύνατων επιδόσεων, ορισμένοι εκπρόσωποι της Τρόικα θεωρούσαν ότι η Αγροτική έπρεπε να κλείσει.
Η άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος (αλλά και της κυβέρνησης) ήταν ότι μια τέτοια λύση θα έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί, ιδιαίτερα για λόγους συστημικής σταθερότητας και κόστους.
Γι αυτό η ΤτΕ επέμεινε και έπεισε να αναζητηθεί μια προσφορότερη οδός. Για ένα διάστημα λοιπόν η ΑΤΕ αφέθηκε να εφαρμόσει το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, που, ούτως ή άλλως, έπρεπε να ακολουθήσει βάσει των υποχρεώσεων που προέκυψαν από τη χρηματοδότηση μέσω των ρυθμίσεων του ν. 3723/2008.
Έκτοτε οι οικονομικές συνθήκες χειροτέρευσαν θεαματικά. Η μεγάλη αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η αρνητική επίπτωση από το PSI επιβάρυναν περαιτέρω τη θέση της τράπεζας. Στη διάρκεια του 2011, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας υπολειπόταν του ελάχιστου ορίου του 8%. Μετά και το PSI, ο δείκτης είχε διαμορφωθεί στο -26%, στα τέλη του 2011, αφού τα ίδια κεφάλαια ήταν αρνητικά κατά 3 δις ευρώ.
Αν η ανακεφαλαιοποίηση της ΑΤΕ ήταν εφικτή, θα απαιτούνταν 5 δις ευρώ. Και σημειώστε ότι ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαιακών αυτών αναγκών δεν εξηγείται από το PSI, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά από το δανειακό χαρτοφυλάκιο.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έγιναν αλλεπάλληλες ενέσεις κεφαλαίων στην ΑΤΕ, που σωρευτικά ανέρχονται σε 4 δις ευρώ. Σε σημερινές μάλιστα τιμές ξεπερνούν τα 5 δις ευρώ. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι αδύναμες επιδόσεις της τράπεζας δημιούργησαν σωρευτικές ζημιές 4,9 δις ευρώ. Δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος όχι μόνον είχε αρνητική απόδοση για τα χρήματα που έβαλε, αλλά επιπλέον θα εκαλείτο να βάλει και άλλα 5 δις ευρώ για να καλύψει την μαύρη τρύπα της περιόδου αυτής και να συνεχίσει η τράπεζα τη λειτουργία της. Ανεβάζοντας, έτσι, το συνολικό κόστος για τον Έλληνα φορολογούμενο στα 10 περίπου δις ευρώ.
Σήμερα, που η χώρα αναζητά μέσα από οδυνηρές θυσίες 11,5 δις ευρώ, αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία του μεγέθους μιας τόσο παραπλήσια μεγάλης ζημιάς της Αγροτικής, προσθέτει ο κ. Προβόπουλος.
Μιας τράπεζας που έχει άλλωστε παύσει να είναι «αγροτική», αφού μόνο το 13% των χορηγήσεων κατευθύνονται στους αγρότες και τους Συνεταιρισμούς.
Και συνεχίζει: Θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι ακόμη και αν αγνοήσουμε τη χρήση του 2011, που εκτάκτως επιβαρύνθηκε λόγω PSI, τα σωρευτικά κέρδη της ΑΤΕ στην περίοδο 1997-2010, μόλις φθάνουν τα 190 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, σε ολόκληρη τη «χρυσή περίοδο», η τράπεζα, παρά τις ισχυρές κεφαλαιακές ενέσεις των 4 δις ευρώ, είχε οριακά θετικό αποτέλεσμα, ουσιαστικά μηδενικό.
Στην ίδια περίοδο, η Εθνική Τράπεζα κατάφερε να έχει κέρδη 5,3 δις ευρώ, η Alpha Bank 4 δις ευρώ, η Eurobank 3,5 δις ευρώ και η Πειραιώς 1,7 δις ευρώ. Γεγονός που υποδηλώνει και την μεγάλη διαφορά κερδοφορίας μεταξύ των τεσσάρων και της ΑΤΕ.
Μετά από όλα αυτά θα μπορούσε άραγε η ΑΤΕ να θεωρηθεί ως «πηγή ευημερίας του ελληνικού λαού»;
Θα παραθέσω επίσης και μερικά άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
• Η ΑΤΕ για τις θυγατρικές της είχε επενδύσει 1,2 δις ευρώ και σήμερα, ύστερα από αλλεπάλληλες απομειώσεις και διαγραφές, έχουν απομείνει 156 εκατ. ευρώ. Έχασε δηλαδή πάνω από 1 δις ευρώ ή το 85% της αξίας των θυγατρικών της.
• Παρά την εμφανή αδυναμία της στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων, η Αγροτική προχώρησε σε μαζικές τοποθετήσεις σε υψηλού κινδύνου προϊόντα, με τις ζημίες από συναλλαγές σε παράγωγα να ανέρχονται σε 285 εκατ. ευρώ την τριετία 2009-2011.
• Ως αποτέλεσμα των δανείων που είχε χορηγήσει με ελαστικά κριτήρια, η ΑΤΕ πραγματοποίησε διαγραφές ύψους 2,5 δις ευρώ στην τελευταία 10ετία.
Στο Μνημόνιο του 2010 αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι «η Αγροτική έχει ένα ιστορικό χορήγησης δανείων που δεν αποπληρώνονται και στη συνέχεια διαγράφονται».
Όλα αυτά τα χρήματα που εξανεμίστηκαν ήταν χρήματα των φορολογουμένων. Και όλοι καταλαβαίνουμε ότι στις σημερινές πολύ δύσκολες συνθήκες θα μπορούσαν να έχουν διατεθεί πολύ πιο αποδοτικά από κοινωνική άποψη.
Ποιες ήταν οι εφικτές λύσεις;
Η Τράπεζα της Ελλάδος από την πλευρά της πίεζε να εξευρεθεί μια βιώσιμη λύση. Αυτό άλλωστε προβλεπόταν ρητά στο τελευταίο Μνημόνιο. Ανελήφθη πράγματι δέσμευση για τη διενέργεια ειδικής μελέτης για την ΑΤΕ. Στο πλαίσιο αυτό, αξιολογήθηκαν από την Κυβέρνηση, την ΤτΕ και την Τρόικα τέσσερα εναλλακτικά σενάρια:
Πρώτο: Κλείσιμο και εκκαθάριση της τράπεζας,
Δεύτερο: Ανακεφαλαιοποίηση και ριζική αναδιάρθρωση της τράπεζας, δηλαδή αναδιάρθρωση πέραν του μέχρι πρότινος εφαρμοζόμενου σχεδίου,
Τρίτο: Αναδιάρθρωση της τράπεζας υπό καθεστώς μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, με στόχο την πώλησή της σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και τέλος,
Τέταρτο: Μεταβίβαση των υγιών στοιχείων της τράπεζας προς άλλη τράπεζα.
Είναι σαφές ότι το κλείσιμο της Τράπεζας αποτελούσε μια ακραία κι ανεπιθύμητη λύση. Θα σήμαινε την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας. Θα σήμαινε το κλείσιμο του δικτύου και άρα την αδυναμία εξυπηρέτησης των πελατών. Τέλος, το οικονομικό κόστος θα ήταν τεράστιο, καθώς θα απαιτείτο άμεσα ένα ποσό μεγαλύτερο των 20 δις ευρώ.
Η ανακεφαλαιοποίηση της ΑΤΕ δεν ήταν εφικτή. Διότι σύμφωνα με το Μνημόνιο, η ανακεφαλαιοποίηση δεν θα μπορούσε να γίνει με κεφάλαια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, επειδή η τράπεζα δεν είναι βιώσιμη.
Έπρεπε λοιπόν να επιλεγεί μία εκ των δύο λύσεων που απέμεναν. Δηλαδή:
• είτε μεταφορά της υγιούς τράπεζας σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον εκδηλωνόταν ενδιαφέρον,
• είτε η αναδιάρθρωση της τράπεζας υπό καθεστώς μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με στόχο την πώλησή του εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.
Και συνεχίζει ο κ. Προβόπουλος: Πριν αναφερθώ στην αξιολόγηση από την ΤτΕ των δύο επιλογών, επισημαίνω ότι δύο ανεξάρτητες μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σαφώς προτιμητέα λύση είναι εκείνη της μεταβίβασης της υγιούς τράπεζας. Οι μελέτες αυτές καταρτίστηκαν από τους διεθνείς οίκους:
• Oliver&Wyman για λογαριασμό της ΕΚΤ, και
• Alvarez & Marsal για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου (Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου και Ειδικών Εκκαθαρίσεων – ΤΑΙΠΕΔ).
Στην δεύτερη μάλιστα μελέτη γίνεται και αναφορά ότι το ζεύγος τραπεζών με τις μεγαλύτερες συνέργειες είναι εκείνο της Τράπεζας Πειραιώς και της Αγροτικής.
Και η ειδική μελέτη που κατάρτισε η ΤτΕ σε συνεργασία με την Bain και συζητήθηκε εκτενώς με την Τρόικα, κατέληξε ότι η επιλογή της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων είναι η καλύτερη. Για τους εξής λόγους:
Πρώτον, αποτελεί μόνιμη-βιώσιμη λύση σε σύγκριση με την ίδρυση μεταβατικής τράπεζας, όπου θα έπρεπε να εξευρεθεί σύντομα ιδιώτης αγοραστής,
Δεύτερον, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην δραστική μείωση του προσωπικού και του δικτύου, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση της μεταβατικής τράπεζας,
Τρίτον, επιταχύνει την προσαρμογή της εταιρικής κουλτούρας και αναβαθμίζει την αποτελεσματικότητα του μεταβιβαζόμενου υγιούς τμήματος,
Τέταρτον, ενέχει το μικρότερο τελικό κόστος, λαμβάνοντας υπόψη και την ενίσχυση της μελλοντικής κερδοφορίας λόγω συνεργειών,
Πέμπτον, συντρέχει μειωμένος κίνδυνος επιπρόσθετων αναγκών ανακεφαλαιοποίησης στο μέλλον. Διότι εάν δεν βρισκόταν ενδιαφερόμενος επενδυτής σύντομα να αποκτήσει την μεταβατική τράπεζα, η τελευταία θα χρειαζόταν αργά ή γρήγορα και νέα κεφάλαια,
Τέλος, ενώ το χρηματοδοτικό κόστος εμφανίζεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι το ίδιο και στις δύο λύσεις, στην πραγματικότητα το τελικό πραγματικό κόστος θα είναι χαμηλότερο στην περίπτωση της μεταβίβασης. Διότι τις συνέργειες που θα επιτευχθούν θα τις καρπωθεί πρωτίστως ο κύριος μέτοχος της Τράπεζας Πειραιώς. Που δεν είναι άλλος από το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του ΤΧΣ.
Οι διαδικασίες μεταφοράς εφαρμόστηκαν με απόλυτο σεβασμό του νόμου και διαφάνεια, διαμηνύει ο κ. Προβόπουλος.
Η διαδικασία μεταφοράς των υγιών στοιχείων πραγματοποιήθηκε βάσει προσωρινής αποτίμησης, όπως ορίζει ο νόμος.
Για τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια, η ΤτΕ αξιοποίησε την έκθεση που είχαν ετοιμάσει για λογαριασμό της δύο διεθνείς ελεγκτικές εταιρείες: η Ernst&Young και η Grant Thornton. Παράλληλα, ελήφθησαν υπόψη και τα ευρήματα της BlackRock.
Σύμφωνα με την προσωρινή αποτίμηση, το χρηματοδοτικό έλλειμμα (δηλαδή η διαφορά μεταξύ στοιχείων ενεργητικού και παθητικού) ανέρχεται σε 6,67 δις ευρώ. Το ποσό αυτό διασφαλίζει πλήρως τους καταθέτες που μεταφέρθηκαν στην ανάδοχο τράπεζα. Αυτό το έλλειμμα καλύπτεται από το ΤΧΣ και θα μειωθεί σε βάθος χρόνου κατά περίπου 2,5 δις ευρώ από τη ρευστοποίηση των μη υγιών στοιχείων ενεργητικού.
Το υγιές τμήμα της ΑΤΕ περιλαμβάνει κυρίως, συνεχίζει ο κ. Προβόπουλος:
• τα ενήμερα δάνεια,
• τις συμμετοχές του χρηματοπιστωτικού τομέα (πλην leasing),
• το χαρτοφυλάκιο τίτλων,
• τις καταθέσεις και τις υποχρεώσεις προς το Ευρωσύστημα.
Υπάρχουν συμμετοχές που δεν μεταβιβάζονται και θα αξιοποιηθούν από το Δημόσιο. Είναι, για παράδειγμα, η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, η ΣΕΚΑΠ, η Δωδώνη κ.α. Θα υπάρξει επίσης μέριμνα από την Πολιτεία για τα μη ενήμερα δάνεια που έχουν ενέχυρο αγροτική γη.
Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι αντίστοιχα μέτρα εξυγίανσης έχουν προβλεφθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ., στην Αγγλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, τη Δανία). Άλλωστε, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε προ διμήνου σχετική πρόταση Οδηγίας, η οποία βρίσκεται στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση. Η Οδηγία θα καταστεί μέχρι τα τέλη της χρονιάς υποχρεωτική για όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Ελλάδα ο νομοθέτης έκρινε αναγκαίο να εισαγάγει το πλαίσιο εξυγίανσης πριν από την υιοθέτηση της ευρωπαϊκής οδηγίας, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του τραπεζικού χώρου.
Έχοντας τα προαναφερθέντα υπόψη, στις αρχές του Μαΐου, η Τράπεζα της Ελλάδος κάλεσε τις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες (Εθνική, Alpha, Eurobank και Πειραιώς) να εξετάσουν το ενδεχόμενο απόκτησης των υγιών στοιχείων της ΑΤΕ. Παράλληλα, ανέθεσε σε δυο διεθνείς επενδυτικούς οίκους να διερευνήσουν την ύπαρξη ενδιαφέροντος από το εξωτερικό.
Από το εξωτερικό δεν υπήρξε ενδιαφέρον. Οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες ζήτησαν να μελετήσουν τον φάκελο. Στις 9 Ιουλίου, οι δύο υπέβαλαν στο ΤΧΣ τις προτάσεις τους, ώστε να λάβουν ως όφειλαν τη συναίνεσή του. Στις 24 Ιουλίου, μια εκ των δύο απέσυρε το ενδιαφέρον της. Δεσμευτική πρόταση κατέθεσε στις 27 Ιουλίου η Τράπεζα Πειραιώς.
Το ΤΧΣ αξιολόγησε την πρότασή της και έκρινε ότι ικανοποιούνταν τα απαιτούμενα κριτήρια. Με τη λήψη και της συναίνεσης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΤΧΣ έδωσε τη συναίνεσή του στην Πειραιώς να υποβάλει δεσμευτική προσφορά στην ΤτΕ. Στην πρόταση της Πειραιώς περιλαμβάνεται και η καταβολή ανταλλάγματος ύψους 95 εκατ. ευρώ, ποσό που αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της ‘κακής τράπεζας’.
Αξιολόγηση της προσφοράς
Για την αξιολόγηση της μοναδικής προσφοράς ελήφθησαν κυρίως υπόψη οι πιθανές συνέργειες και η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του νέου σχήματος.
Με βάση τη μελέτη που έγινε για λογαριασμό της Πειραιώς, οι συνέργειες εκτιμώνται σε 155 εκατομμύρια ευρώ μετά από φόρους μέσα στην πρώτη τριετία και σε 155 εκατομμύρια ευρώ για κάθε χρονιά μετέπειτα.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αφού υπάρχουν σημαντικές συνέργειες για την Πειραιώς, το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή ο βασικός της πλέον μέτοχος, θα μπορέσει να ανακτήσει ταχύτερα τα κεφάλαια που έχει τοποθετήσει μέσω του ΤΧΣ.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένα σχόλια για τη διαφάνεια της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Εξ ορισμού η μεταβίβαση μιας ασθενούς τράπεζας πρέπει να γίνεται σε συνθήκες εμπιστευτικότητας. Ειδάλλως, θα προκαλείτο πανικός στους καταθέτες, με αρνητικές συνέπειες για ολόκληρη την οικονομία και την κοινωνία. Αυτό ακριβώς δηλαδή που επιδιώκαμε να αποφύγουμε με την έγκαιρη εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης. Ο νόμος άλλωστε είναι απολύτως σαφής και κατοχυρώνει το απόρρητο της διαδικασίας, προβλέποντας μάλιστα υψηλά πρόστιμα.
Συνοψίζω:
Πρώτον, η Αγροτική Τράπεζα δεν ήταν βιώσιμη. Στη βάση σειράς κριτηρίων, εποπτικών και επιχειρηματικών. Άλλωστε το βεβαρημένο παρελθόν της ακριβώς αυτό πιστοποιεί.
Δεύτερον, ακολουθήσαμε σχολαστικά την κείμενη νομοθεσία.
Τρίτον, αν έκλεινε η ΑΤΕ θα είχαμε χιλιάδες νέους ανέργους. Και θα χρειαζόμασταν πάνω από 20 δις ευρώ για την αποζημίωση των καταθετών και την επιστροφή της χρηματοδότησης στο Ευρωσύστημα. Θα κλονιζόταν η συστημική σταθερότητα, που έχουμε ως τώρα διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού.
Τέταρτον, η λύση που επελέγη ήταν η πλέον συμφέρουσα. Για τους καταθέτες και τους εργαζομένους, για το ίδιο το Δημόσιο μέσα από τις συνέργειες που προκύπτουν, για την σταθερότητα και την ασφάλεια του τραπεζικού συστήματος.
Η λύση που επελέγη αποτελούσε επομένως μονόδρομο και προξενεί την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση για τον φορολογούμενο. Αποτελεί τη μόνη πραγματικά βιώσιμη λύση. Μια λύση που συμβάλλει και στην αναδιάταξη και ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος της χώρας, που έχει ήδη δρομολογηθεί.
Πηγή: www.bankingnews.gr