21η Απριλίου: Τι έγινε το 1967 που το ξέχασαν πολλοί, πολιτικοί και πολίτες – τ. Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ο πρωθυπουργός του Παπαδόπουλου

Το στρατιωτικό πραξικόπημα που επέβαλλε την επταετή χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 με επικεφαλής τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό και τους συνταγματάρχες Γεώργιο Παπαδόπουλο και Νικόλαο Μακαρέζο.

Εν μέσω προεκλογικής περιόδου, η ημερομηνία διεξαγωγής τους είχε οριστεί για τις 28 Μαΐου, διαφαινόταν νίκη της Ένωσης Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου και παράλληλα υπήρχε μια συγκρατημένη ελπίδα για τερματισμό της διετούς πολιτικής αστάθειας που είχε προκληθεί από την «Αποστασία» και τα «Ιουλιανά», τα γεγονότα που οδήγησαν στην παραίτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965 μετά και τη ρήξη των σχέσεων του με το παλάτι και τον βασιλιά Κωνσταντίνο.

To σοβαρότερο ρήγμα στις τάξεις της Ένωσης Κέντρου σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1965. Αφορμή υπήρξε η απόφαση του Γ.Παπανδρέου να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης και η άρνηση του βασιλιά να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, ( θα όριζε υπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου) αν ο διάδοχος του Γαρουφαλιά δεν απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης του.

Ο Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του. Από εκείνη την ημέρα και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1966, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να σχηματίσει κυβερνήσεις – φαντάσματα με τη συμμετοχή κατά διαστήματα 48 βουλευτών της Ένωσης Κέντρου που εγκατέλειψαν τον Γεώργιο Παπανδρέου. Οι κυβερνήσεις αυτές που στηρίζονταν στη Βουλή από την ΕΡΕ και τους αποστάτες της Ένωσης Κέντρου, αποδείχθηκαν θνησιγενείς.

Με εντολή του Κωνσταντίνου και τη σύμφωνη γνώμη της Ε.Κ. στις 3 Απριλίου την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελόπουλος για να διεξάγει βουλευτικές εκλογές στις 28 Μαΐου 1967.

Προκειμένου να αποφευχθεί η επιστροφή της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία, το παλάτι, στρατηγοί, αλλά και πολιτικοί της Δεξιάς αντιμετώπιζαν θετικά το ενδεχόμενο μιας παρέμβασης του στρατού στα πολιτικά πράγματα.

Όμως οι χαμηλόβαθμοι συνταγματάρχες τους αιφνιδίασαν με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, προφασιζόμενοι τον κίνδυνο ανατροπής της δημοκρατίας από κομουνιστικές δυνάμεις. Ωστόσο, κομουνιστικός κίνδυνος δεν υπήρχε μιας και η εκπροσώπηση της Αριστεράς στη βουλή ήταν χαμηλή μέσω της ΕΔΑ, υποδηλώνοντας ένα έντονα μετριασμένο ρεύμα υπέρ των κομουνιστικών δυνάμεων, αφαιρώντας έτσι οποιοδήποτε επιχείρημα ύπαρξης λαϊκού ερείσματος για μια τέτοια απόπειρα.

Αντιθέτως η μετεμφυλιακή Ελλάδα, εν μέσω ψυχρού πολέμου, είχε κληρονομήσει ένα στρατιωτικό κατεστημένο, μέσα στο οποίο υπήρχαν αρκετά ακροδεξιά στοιχεία, που θεωρούσε παράδοση και δικαίωμά του να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή, μια σειρά μετεμφυλιακών κυβερνήσεων που βάθυναν τις πληγές της αδελφοκτόνας σύρραξης που είχε προηγηθεί και μια μοναρχία η οποία ασκούσε εξουσία συχνά υπονομεύοντας ή παραγκωνίζοντας τις επίσημες εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Επιπλέον, ήδη από το 1963 η δράση παρακρατικών ακροδεξιών ομάδων είχε ενταθεί με κορυφαίο γεγονός τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη.

«Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο Στρατός ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας. Εντός ολίγου θα μεταδοθεί διάγγελμα του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων», ήταν η πρώτη αναγγελία την 21η Απριλίου 1967 από το Εθνικό Ίδρυνα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ).

Η ανακοίνωση έγινε περίπου στις 06:30, αλλά πολλοί είχαν ξυπνήσει ώρες νωρίτερα από έναν ασυνήθιστο και διαπεραστικό θόρυβο. Ήταν το κροτάλισμα από τις ερπύστριες των αρμάτων μάχης που περνούσαν μπροστά από τα σπίτια τους κατευθυνόμενα προς συγκεκριμένα σημεία της πόλης.

Η πρώτη αντίδραση των περισσοτέρων ήταν να ανοίξουν τα ραδιόφωνά τους για να πληροφορηθούν τι είχε συμβεί, μια κίνηση όμως που περισσότερες απορίες δημιούργησε πάρα έλυσε.

Στο ραδιόφωνο ακούγονταν εθνικά εμβατήρια ενώ οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν «κοπεί».

Η πραγματικότητα την 21η Απριλίου 1967 ήταν ότι η Δημοκρατία είχε καταλυθεί και ότι τη διακυβέρνηση της χώρας είχε αναλάβει ο στρατός.

 

Ένα δεύτερο ραδιοφωνικό διάγγελμα ενημέρωνε τον ελληνικό λαό για την επιβολή γενικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας καθώς και για την αναστολή μιας μακράς σειράς άρθρων του Συντάγματος, τα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 «λόγω της εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων».

Μία από τις πρώτες ενέργειες των συνωμοτών ήταν να συλλάβουν τον αρχηγό του ΓΕΣ αντιστράτηγο Σπαντιδάκη και να τον αντικαταστήσουν με τον ομοιόβαθμό του Οδυσσέα Αγγελή, που ήταν μυημένος στο κίνημα. Ο νέος αρχηγός του Στρατού έδωσε εντολή σε όλους του μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς να εφαρμόσουν το σχέδιο «Προμηθεύς» κι έτσι να εξασφαλισθεί η υπακοή του στρατεύματος σε όλη τη χώρα.

Η μοναδική ενέργεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα έγινε από την πλευρά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, Γεωργίου Ράλλη, ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ’ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο «Προμηθεύς» είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή, με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να μην λάβει ποτέ το σήμα του Γεωργίου Ράλλη.

Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και στις 3:30 τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το στρατιωτικό κίνημα είχε επικρατήσει και μάλιστα αναίμακτα. Νωρίς το πρωί, το ραδιόφωνο ΕΙΡ έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά άσματα και οι αγουροξυπνημένοι Έλληνες άκουγαν τα πρώτα «Αποφασίζομεν και Διατάζομεν» των δικτατόρων, που ήταν η απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των τριών ατόμων. Με συντακτική πράξη κατά τη διάρκεια της ημέρας ανεστάλησαν οι διατάξεις του Συντάγματος και ματαιώθηκαν οι εκλογές της 28ης Μαΐου 1967.

Αιφνιδιασμένοι από τις εξελίξεις φαίνεται να ήταν και οι Αμερικανοί, που δεν περίμεναν την κίνηση του Παπαδόπουλου. Τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Φίλιπ Τάλμποτ ξύπνησε ο ανιψιός του πρωθυπουργού Κανελλόπουλου, Διονύσης Λιβανός, και του ανακοίνωσε την είδηση. Όταν μετά από λίγες μέρες ο Τάλμποτ είπε στο σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Τζακ Μέρι, ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτός του απάντησε κυνικά: «Μα, πως είναι δυνατόν να βιάσεις μία πόρνη;..»

Μόνο δύο πρωινές εφημερίδες πρόλαβαν να περιλάβουν στην ύλη τους την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Η «Καθημερινή» στην πρώτη της σελίδα είχε ένα μονόστηλο με τίτλο «Την 2αν πρωινήν εξερράγη στρατιωτικόν κίνημα. Συνελήφθησαν πολιτικοί άνδρες», ενώ η «Αυγή» πάνω από τον τίτλο της έγραφε: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ. Γλέζος, Λ. Κύρκος, Α. Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων».

Στις 7 το πρωί, η ηγεσία των πραξικοπηματιών επισκέφθηκε στα Ανάκτορα του Τατοΐου τον Κωνσταντίνο και του ζήτησε να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Η περιοχή ήταν περικυκλωμένη από τανκς για να μην υπάρξει περίπτωση δυναμικής αντίδρασης από τον άνακτα.

Ο βασιλιάς, παρά την προτροπή του συλληφθέντα πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου να αντισταθεί, συμβιβάστηκε μαζί τους «για να μην χυθεί αίμα ελληνικό» και αργά το απόγευμα όρκισε την κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια. Επρόκειτο βέβαια για πρωθυπουργό – μαριονέτα, αφού τα νήματα κινούσε ο ισχυρός άνδρας του κινήματος, συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο συλληφθείς και αποπεμφθείς αρχηγός του ΓΕΣ Γρηγόριος Σπαντιδάκης, άνθρωπος του βασιλιά, όπως και ο Κόλλιας, προσχώρησε στους κινηματίες και ανέλαβε Υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Την ίδια μέρα άρχισαν και οι συλλήψεις απλών πολιτών, ενώ είχαμε και τα πρώτα θύματα. Τα όργανα της Χούντας δολοφονούν στον Ιππόδρομο, που είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, το στέλεχος της ΕΔΑ Παναγιώτη Ελή, ενώ ένας στρατιώτης πυροβολεί τη νεαρή Αθηναία Μαρία Καλαυρά, γιατί δεν υπάκουσε στις διαταγές του. Δέκα ημέρες αργότερα, η Χούντα ανακοίνωσε ότι οι συλληφθέντες ανέρχονταν σε 6509 άτομα, στη συντριπτική τους πλειονότητα αριστερών πεποιθήσεων.

Η Ελλάδα από την 21η Απριλίου 1967 μπήκε στο «γύψο», κατά την έκφραση του Παπαδόπουλου, για 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες. Η Δικτατορία κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος στις 23 Ιουλίου 1974, μετά το εγκληματικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο.

Η κατάργηση των στοιχειωδών ελευθεριών, οι φυλακές, οι εξορίες και τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες των αντιπάλων του καθεστώτος, ο πνευματικός και πολιτιστικός μεσαίωνας, αλλά και η Κυπριακή τραγωδία, καταγράφουν τη Χούντα των Συνταγματαρχών ως μία από τις μελανότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

 

 

Η σύνθεση της πρώτης κυβέρνησης της δικτατορίας που ορκίστηκε  ενώπιον του Βασιλέως Κωνσταντίνου στις 17:30 της Παρασκευής 21ης Απριλίου 1967:

 

Αποτέλεσμα εικόνας για ΧΟΥΝΤΑ ΜΥΣΤΡΙ

Πρωθυπουργός : Κωνσταντίνος Κόλλιας,
τ. Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως
& Υπουργός Εθνικής Αμύνης :
Γρηγόριος Σπαντιδάκης,
Αντιστράτηγος (ΤΘ), Αρχηγός ΓΕΣ
Υπουργός Προεδρίας : Γεώργιος Παπαδόπουλος,
Συνταγματάρχης (ΠΒ)
Υπουργός Συντονισμού : Νικόλαος Μακαρέζος,
Συνταγματάρχης (ΠΒ)
Υπουργός Εσωτερικών : Στυλιανός Παττακός,
Ταξίαρχος (ΤΘ)

 

 

Υπουργός Εξωτερικών : Παύλος Οικονόμου-Γκούρας,
Πρέσβυς ε.ε.
Υπουργός Παιδείας & Θρησκευμάτων : Κων/νος Καλαμποκιάς,
Αρεοπαγίτης
Υπουργός Δικαιοσύνης : Κων/νος Ροζάκης,
Αρεοπαγίτης
Υπουργός Γεωργίας : Αλέξανδρος Ματθαίου,
καθηγητής Μέσης Παιδείας
Υπουργός Υγείας και Προνοίας : Ευστάθιος Πουλαντζάς,
Γενικός Διευθυντής του ιδίου Υπουργείου
Υπουργός Δημοσίας Τάξεως : Παύλος Τοτόμης,
Οικονομολόγος
Υπουργός Εμπορίου : Γεώργιος Παπαδημητρακόπουλος,
Χημικός, Βιομήχανος, Πρόεδρος του ΕΒΤΕ
Υπουργός Εργασίας : Αλέξανδρος Λέκκας,
Σύμβουλος της Επικρατείας
Υπουργός Οικονομικών : Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος,
Δικηγόρος
Υπουργός Δημοσίων Έργων : Παύλος Τσαρούχης,
Αντιεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Υπουργός Συγκοινωνιών : Ιωάννης Τσαντίλας,
Εισαγγελεύς Εφετών
Υπουργός Βιομηχανίας : Νικόλαος Οικονομόπουλος,
Αρεοπαγίτης
Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας : Αθανάσιος Αθανασίου,
Αντιναύαρχος ε.α.
Υπουργός Βορείου Ελλάδος : Δημήτριος Πατίλης,
Υποστράτηγος ε.α.
Υφυπουργός Εθνικής Αμύνης : Γεώργιος Ζωιτάκης,
Αντιστράτηγος, Διοικητής Γ΄ ΣΣ
Υφυπουργός Συντονισμού : Ιωάννης Ορλάνδος Ροδινός,
Οικονομολόγος
Υφυπουργός Οικονομικών : Σπυρίδων Λιζάρδος,
Γενικός Διευθυντής ΔΕΦΩ
Υφυπουργός Εμπορίου : Γεώργιος Γεωργακέλος,
Πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητήρίου
Υφυπουργός Προεδρίας : Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου,
Δημοσιογράφος – συγγραφεύς

 

B&B