Στην ανάγκη περικοπών στα ειδικά μισθολόγια και στις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τις αποκλίσεις στο πρωτογενές έλλειμμα του ελληνικού προϋπολογισμού αναφέρεται η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, στο Εβδομαδιαίο Δελτίο της το οποίο τιτλοφορεί “Citius, Altius, Fortius”.
Όπως αναφέρει η Alpha, «η περικοπή των μισθών των αμειβομένων με ειδικά μισθολόγια είναι επιβεβλημένη για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτον, διότι η περικοπή στους μισθούς των ειδικών μισθολογίων αποτελεί μέτρο εναρμόνισης με τις πολύ μεγαλύτερες περικοπές που έγιναν στους μισθούς των υπαλλήλων του υπόλοιπου ευρύτερου δημόσιου τομέα και πολύ περισσότερο του ιδιωτικού τομέα. Εάν δεν γίνουν οι περικοπές στα ειδικά μισθολόγια τότε θα πρόκειται περί της συνήθους πολιτικής προστασίας των ημετέρων που δεν έχει καμιά θέση στη σημερινή Ελλάδα που πασχίζει να εξέλθει από την μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της.
Δεύτερον, διότι οι περικοπές αυτές είναι αναγκαίες, όπως απολύτως αναγκαία είναι και τα ισοδύναμα μέτρα, όσα μπορεί να βρεθούν, ιδιαίτερα δε αν αυτά συνιστούν μείωση της σπατάλης και κατάργηση φορέων του Δημοσίου που δεν είναι αναγκαίοι. Σε καμιά περίπτωση, όμως, η εξεύρεση ισοδύναμων μέτρων, τα οποία θα είναι εξίσου επώδυνα, δεν θα πρέπει να αποτελέσει αφορμή αποτροπής της λογικής (και μελετημένης) περικοπής των ειδικών μισθολογίων. Τρίτον, και σπουδαιότερο, διότι στην τρέχουσα περίοδο δεν συμφέρει την Ελλάδα να επαναφέρει στη συζήτηση μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί και εφαρμόζονται, τη στιγμή που βασική της επιδίωξή θα πρέπει να είναι η ταχύτερη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα και η κανονική καταβολή των δόσεων της χρηματοδοτικής βοήθειας.
Αυτό είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, για την επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες και την σταδιακή αποκατάσταση της ομαλής χρηματοδότησης της οικονομίας. Έτσι μόνον θα επισπευσθεί η ανάκαμψη που αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα για την όσο το δυνατό λιγότερο επώδυνη συνέχιση της αναγκαίας ακόμη δημοσιονομικής προσαρμογής στα επόμενα έτη».
Αναφορικά με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για αποκλίσεις στο πρωτογενές έλλειμμα, η Alpha Bank σχολιάζει ότι «δεν δικαιολογούνται από τις μέχρι σήμερα εξελίξεις και δεν θα πρέπει να υιοθετηθούν από την κυβέρνηση ως αναπόφευκτες. Είναι δική μας αποκλειστικά ευθύνη να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας και να αφαιρέσουμε από την Τρόικα ή από οποιονδήποτε άλλο κάθε δυνατότητα καταστρεπτικής για το οικονομικό κλίμα και την οικονομία παρέμβασης. Σε κάθε περίπτωση, το 2012 έχουμε μοναδική ευκαιρία να εκτελέσουμε τον Π2012 όπως έχει σχεδιαστεί, και χωρίς την λήψη νέων μέτρων».
«Οι εκτιμήσεις αυτές στηρίζονται ασφαλώς στις ευρέως διαδεδομένες στην τρέχουσα περίοδο υποθέσεις αφενός για τη διστακτικότητα ή αδυναμία της κυβέρνησης όσον αφορά τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων και, αφετέρου, για το αναπόφευκτο της μεγάλης πτώσης του ΑΕΠ της χώρας και για το 2013, ότι και αν γίνει στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. Ειδικότερα, οι δανειστές μας έχουν την τάση να υποβαθμίζουν εκ προοιμίου, παρά την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή και την πολύ σημαντική πρόοδο στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχει επιτευχθεί έως σήμερα, την δυνατότητα της Ελλάδος να σημειώσει πρόοδο στους κρίσιμους τομείς που μπορεί να συμβάλλουν στην έξοδο της οικονομίας από την κρίση. Έτσι, με βάση τα ανωτέρω, αναμένεται για το 2013 και νέα πτώση του ΑΕΠ κατά -3,0%, ή ακόμη περισσότερο.
Σε ένα ανωτέρω εξαιρετικά, λοιπόν, αρνητικό περιβάλλον, η Κυβέρνηση πρέπει να προσδιορίσει έως την επόμενη εβδομάδα μέτρα μείωσης των δημοσίων δαπανών ύψους € 7,8 δις το 2013 και επιπλέον € 3,9 δις για το 2014. Επιπλέον, εάν τελικά επικρατήσει η άποψη ότι η πτώση του ΑΕΠ το 2013 θα διαμορφωθεί σε -3,0%, τότε τα μέτρα τα οποία θα επιβληθεί να ληφθούν για το 2013 και το 2014 ενδέχεται να είναι περισσότερα από τα € 11,7 δις, τα οποία είχαν διαμορφωθεί με την υπόθεση ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ το 2013 θα ήταν μηδενικός. Σχετικά με αυτό το πολύ σημαντικό θέμα σημειώνονται τα ακόλουθα:
Πρώτον, από κανένα δεν θα πρέπει να αμφισβητείται η ανάγκη για συνέχιση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και εξορθολογισμού του ευρύτερου δημόσιου τομέα στα επόμενα έτη. Η διαδικασία αυτή ωστόσο θα πρέπει να έχει ως στόχο τόσο την καλύτερη οργάνωση των κρατικών οργανισμών, τομέων και διευθύνσεων για την προσφορά υψηλού επιπέδου υπηρεσιών, όσο και τη σημαντική μείωση των δαπανών αλλά και την σημαντική αύξηση των εσόδων του κράτους. Η τυχόν μείωση των δαπανών με εσπευσμένα και ανεξέλεγκτα μέτρα δεν θα έχει καμιά αξία για τη δημοσιονομική προσαρμογή αν οδηγεί σε αδυναμία είσπραξης ή και μείωση των εσόδων του κράτους από φόρους, εισφορές ή από την ανάκτηση του κόστους των προσφερόμενων υπηρεσιών από τους χρήστες αυτών των υπηρεσιών. Η εξοικονόμηση πόρων ύψους € 3,0 – €4,0 δις από την συνέχιση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης και βελτίωσης της οργανωτικής δομής του ευρύτερου δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένων των ΟΤΑ, των ΔΕΚΟ, των ΟΚΑ, των τομέων της υγεία και της παιδείας, κ.ά.) είναι απολύτως εφικτή. Για το σκοπό αυτό πρέπει να συνεχισθεί η ορθολογικοποίηση της διάρθρωσης, η συγχώνευση και ακόμη και η κατάργηση και η μείωση των υπηρεσιών και των φορέων του ευρύτερου Δημόσιου τομέα και το σπουδαιότερο να συνεχισθεί η ουσιαστική βελτίωση της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού αυτού του τομέα. Είναι αυτονόητο ότι στα επόμενα δύο ή τρία έτη θα πρέπει να έχουν εξαλειφτεί τα φαινόμενα πλεονάζοντος προσωπικού σε πολλούς τομείς του δημοσίου καθώς και τα φαινόμενα των μεγάλων ελλείψεων προσωπικού σε άλλους κρίσιμους τομείς του δημοσίου. Οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο θα πρέπει να γνωρίσουν ότι είναι υποχρεωμένοι να λειτουργούν αποδοτικά στη συγκεκριμένη υπηρεσία στην οποία εργάζονται, ενώ εάν δεν εκτελούν επαρκώς τα καθήκοντά τους, δεν είναι δυνατό πλέον να θεωρείται ότι θα έχουν τη δυνατότητα να παραμένουν αιωνίως στη συγκεκριμένη υπηρεσία ή στο δημόσιο γενικότερα. Με αυτό το δεδομένο, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των μισθολογικών αμοιβών των εργαζομένων στο Δημόσιο Τομέα και με την πολιτική ουσιαστικής απουσίας προσλήψεων πού ήδη εφαρμόζεται, έχουν τεθεί οι βάσεις για τη σημαντική μείωση του αριθμού των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα στα επόμενα έτη. Τέλος, είναι αυτονόητο ότι στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης, των ΟΤΑ και σε άλλους τομείς υπάρχουν μεγάλα περιθώρια σημαντικής αύξησης των ιδίων εσόδων από την αναγκαία αύξηση του ποσοστού ανάκτησης του κόστους των προσφερόμενων υπηρεσιών από τους χρήστες αυτών των υπηρεσιών.
Δεύτερον, από κανένα δεν θα πρέπει να αμφισβητείται η ανάγκη για συνέχιση της διαδικασίας εξορθολογισμού της κοινωνικής πολιτικής που ασκείται στη χώρα μας. Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση του ΚΕΠΕ ότι αν τεθεί πλαφόν στις συντάξεις στα € 2.400 μηνιαίως, το σύστημα θα εξασφάλιζε μείωση δαπανών άνω των €1,0 δις. Με την προϋπόθεση ότι κανείς δεν θα πρέπει να λαμβάνει σύνταξη μικρότερη από αυτήν που προσδιορίζεται με βάση την συγκεντρωθείσα συνταξιοδοτική του αποταμίευση, το θέμα αυτό θα πρέπει προφανώς να εξεταστεί. Ωστόσο είναι επίσης προφανές ότι είναι τελείως διαφορετικό πράγμα το να λαμβάνει σύνταξη € 2.500 μηνιαίως ένας συνταξιούχος που βγήκε στη σύνταξη στ0 65ο έτος της ηλικίας του με 45 έτη συντάξιμη υπηρεσία, από την σύνταξη των € 2.500 που λαμβάνει κάποιος στο 58ο έτους της ηλικίας του μετά από 25 έτη συντάξιμης υπηρεσίας. Επίσης, μόλις ανακοινώθηκαν οι τεράστιες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του μέσου ποσού του εφάπαξ και του μέσου ποσού των εισφορών που ακόμη υπάρχουν σήμερα σε πολλά ταμεία. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τα κοινωνικά – προνοιακά επιδόματα έχει ήδη αποκαλυφθεί η πλήρης απουσία ελέγχου και η σπατάλη πόρων που επικρατούσαν στον τομέα αυτό έως πρόσφατα. Επιπλέον, δεν είναι δυνατό σε περίοδο μεγάλης κρίσης για τη χώρα να λαμβάνουν κοινωνικά-προνοιακά επιδόματα, ή/και σημαντικές φορολογικές απαλλαγές, άτομα και νοικοκυριά με σχετικά υψηλά εισοδήματα. Όσον αφορά τις υπηρεσίες που προσφέρονται από το κράτος, κοινωνική πολιτική δεν είναι πάντοτε η προσφορά τους δωρεάν και αναπόφευκτα σε χαμηλή ποιότητα, αλλά η προσφορά τους σε υψηλή ποιότητα με κόστος για τον πολίτη πολύ χαμηλότερο από το κόστος στο οποίο προσφέρεται η συγκεκριμένη υπηρεσία από τον ιδιωτικό τομέα. Η κατάλληλη προσαρμογή της πολιτικής στους ανωτέρω τομείς, η οποία ήδη είναι σε εξέλιξη, είναι βέβαιο ότι μπορεί να συμβάλλει στη μείωση των σχετικών δαπανών του τομέα κατά περισσότερο από € 3,5 δις στα επόμενα τρία έτη.
Οι επόμενες εβδομάδες είναι κρίσιμες καθώς όλες οι προσπάθειες της κυβέρνησης εστιάζονται πλέον στην εξασφάλιση της επόμενης χρηματοδοτικής δόσης στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, εν μέσω γενικευμένης στενότητας πόρων. Συγκεκριμένα, στο 3ο 3μηνο 2012, ο σχεδιασμός ήταν να δοθούν στην Ελλάδα € 31,3 δις από το EFSF, και η Ελλάδα να συνεισφέρει € 1,0 δις από αποκρατικοποιήσεις για να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες του προγράμματος. Από τους πόρους αυτούς, τα € 23,8 δις είναι για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Συνεπώς, σε καθαρή βάση, οι διαθέσιμοι πόροι θα ανέρχονταν σε € 8,5 δις, εκ των οποίων € 4,6 δις είναι για πληρωμή τόκων και χρεολυσίων. Συνεπώς, το διαθέσιμο ποσό που θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά την οικονομική δραστηριότητα για την ελληνική οικονομία περιορίζεται σε € 3,9 δις. Από αυτό το ποσό, € 1,3 δις είχε προβλεφθεί για να πληρωθούν ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, και ποσό € 2,0 δις για την αποπληρωμή έντοκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου, έτσι ώστε να αυξηθεί η ρευστότητα στις τράπεζες και κατ’ επέκταση στην οικονομία. Τα υπόλοιπα € 0,6 δις προορίζονταν για την χρηματοδότηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης του 3ου 3μηνου.΄12.
Η εκταμίευση της δόσης των € 31,3 δις προϋποθέτει ότι θα έχουν συμφωνηθεί μέτρα € 11,7 δις για το 2013-2014 και ενδεχομένως πρόσθετα μέτρα (πέραν των € 3,0 δις που έχουν ήδη συμφωνηθεί αλλά δεν έχουν υλοποιηθεί) για το 2012, σε περίπτωση που θα κριθεί ότι ο στόχος του Π2012 είναι ανέφικτος λόγω των επιπτώσεων της ύφεσης και των καθυστερήσεων στις ιδιωτικοποιήσεις.
Πέραν τούτου, όμως, υπάρχει ενδεχομένως και θέμα προσωρινής χρηματοδότησης των αναγκών του δημοσίου μέχρι να εκταμιευθεί η δόση, αν και δεν είναι γνωστή η χρηματοδοτική κατάσταση του ελληνικού δημοσίου (δηλαδή τι αποθεματικά έχει και τι ύψους είναι το προς χρηματοδότηση ταμειακό έλλειμμα μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου). Ωστόσο, εάν παρ΄ ελπίδα η εκτέλεση του Προϋπολογισμού οδηγεί σε ελλείμματα πέραν των αποθεματικών που ενδεχομένως υπάρχουν, τότε οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα θα συνεχίσουν να αυξάνονται όχι μόνο σε επιχειρήσεις αλλά και σε νοικοκυριά.
Αυτό, όμως, που είναι γνωστό είναι ότι στις 20 Αυγούστου 2012 πρέπει να πληρωθούν χρεολύσια €3,1 δις στην ΕΚΤ (για ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που κατέχει) και στις 13 Σεπτεμβρίου 2012 πρέπει να πληρωθούν χρεολύσια του ΟΣΕ ύψους € 193 εκατ. και, βεβαίως, υπάρχει η υποχρέωση πληρωμής τόκων ύψους € 1,3 δις. Επιπροσθέτως, υπάρχουν πληροφορίες στον Τύπο ότι το ελληνικό δημόσιο αναζητεί προσωρινή χρηματοδότηση ενόψει των πληρωμών των τοκοχρεολυσίων ως ανωτέρω. Με την υπόθεση ότι μπορεί να καθυστερήσει η εκταμίευση της επόμενης δόσης των € 31,3 δις μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2012 (που είναι λογικό δεδομένων των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με την Τρόικα, αλλά και των εθνικών εκλογών στην Ολλανδία στις 12 Σεπτεμβρίου 2012), είναι μάλλον απίθανο να αποπληρωθούν έντοκα γραμμάτια ύψους € 2,0 δις όπως προβλέπει το πρόγραμμα. Η δε απουσία εσόδων από αποκρατικοποιήσεις ύψους € 1,0 δις, θα σημάνει, κατά πάσα πιθανότητα, ότι θα υπάρξει δυσκολία στην εξόφληση των οφειλών του δημοσίου προς τις ελληνικές επιχειρήσεις στο 3μηνο αυτό, που έχουν προγραμματισθεί σε ύψος € 1,3 δις. Συνεπώς, οι προοπτικές για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας στο 3ο 3μηνο του έτους, μέσω της χρηματοδοτικής βοήθειας της Τρόικας, είναι μάλλον περιορισμένες.
«Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι βρισκόμαστε σε δεινή οικονομική θέση. Η προοπτική αδυναμίας πληρωμών είναι πλέον ορατή και η δυνατότητα διοχέτευσης πρόσθετης ρευστότητας στην αγορά, τουλάχιστον στο τρίμηνο που διανύουμε, είναι μάλλον μηδενική. Προκύπτει, συνεπώς, αβίαστα από την ανωτέρω ανάλυση ότι στις διαβουλεύσεις με την Τρόικα θα πρέπει να διαφυλαχθεί πάνω από όλα η ομαλή χρηματοδότηση της χώρας τους επόμενους μήνες. Πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί μία επανάληψη της χαοτικής κατάστασης που επεκράτησε στο τελευταίο τετράμηνο πέρυσι, και που οδήγησε στο PSI και το νέο Μνημόνιο, με οδυνηρότατες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και κοινωνία» καταλήγει η Alpha Bank.