Σε μια περίοδο αυξημένης επιλεκτικότητας από πλευράς διεθνών επενδυτών, όπου η αναζήτηση αγορών με σαφή επενδυτική ταυτότητα, σταθερή παρουσία στους βασικούς δείκτες και επαρκές βάθος τίτλων βρίσκεται στο επίκεντρο, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε ξεκάθαρο σημείο αναφοράς. Σύμφωνα με τη στρατηγική ανάλυση της Bank of America Global Research για την περιοχή Αναδυόμενης Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (EMEA), η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά καταγράφει τη μεγαλύτερη υπερβάλλουσα στάθμιση (overweight) σε σχέση με τον περιφερειακό δείκτη, επιβεβαιώνοντας ότι παραμένει βασική επιλογή για τα διεθνή θεσμικά χαρτοφυλάκια.
Τα στοιχεία της Bank of America δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των αγορών της περιοχής ως προς τη θετική απόκλιση στάθμισης, ξεπερνώντας χώρες όπως η Ουγγαρία και η Τουρκία. Η εξέλιξη αυτή δεν αποδίδεται σε συγκυριακούς παράγοντες, αλλά συνδέεται με τη σταδιακή ενίσχυση των επενδυτικών ροών προς την περιοχή EMEA και τη βελτίωση της διεθνούς επενδυτικής διάθεσης. Το ευνοϊκότερο περιβάλλον ενισχύεται από την υποχώρηση του δολαρίου και την αποκλιμάκωση των ανησυχιών για το παγκόσμιο μακροοικονομικό σκηνικό, στοιχεία που ευνοούν τις αγορές με ξεκάθαρο επενδυτικό αφήγημα.
Για την Bank of America, η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται ως μια περιφερειακή ή «ευκαιριακή» αγορά, αλλά ως αγορά με σταθερή, διαχρονική παρουσία στους διεθνείς δείκτες, γεγονός που αυξάνει τη βαρύτητά της σε παθητικά και ενεργά χαρτοφυλάκια. Η ύπαρξη σαφούς θέσης στους δείκτες, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενισχύει τη δυνατότητα της ελληνικής αγοράς να προσελκύει επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η ισχυρή αυτή εικόνα αποτυπώνεται και στο επίπεδο των επιμέρους εισηγμένων εταιρειών. Στο report της Bank of America περιλαμβάνονται ρητά εννέα ελληνικές μετοχές, οι οποίες καλύπτουν βασικούς και διαφοροποιημένους τομείς της οικονομίας, προσφέροντας στους επενδυτές πολλαπλά «κανάλια» έκθεσης στην ελληνική αγορά.
Κεντρικό ρόλο διατηρεί ο τραπεζικός κλάδος, με την Εθνική Τράπεζα, την Τράπεζα Πειραιώς, τη Eurobank και την Alpha Bank να εμφανίζονται με αυξημένη συμμετοχή στα διεθνή χαρτοφυλάκια. Οι τράπεζες συνεχίζουν να αποτελούν τον βασικό μοχλό επενδυτικής έκθεσης στην ελληνική οικονομία, αντανακλώντας τη βελτίωση της κερδοφορίας, την εξυγίανση των ισολογισμών και τη σταθεροποίηση του πιστωτικού περιβάλλοντος.
Πέραν του τραπεζικού κλάδου, η ανάλυση αναδεικνύει και τη σημασία άλλων τομέων. Ο ΟΠΑΠ και η Jumbo αντικατοπτρίζουν τη δυναμική της εγχώριας κατανάλωσης και την ανθεκτικότητα των καταναλωτικών δαπανών, ο ΟΤΕ εκπροσωπεί τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, προσφέροντας χαρακτηριστικά σταθερότητας και προβλεψιμότητας, ενώ η ΔΕΗ αναδεικνύει την αυξανόμενη βαρύτητα του ενεργειακού τομέα και της πράσινης μετάβασης στο ελληνικό επενδυτικό αφήγημα.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη Metlen, η οποία εμφανίζεται με χαμηλότερη συμμετοχή στα διεθνή χαρτοφυλάκια σε σχέση με άλλες μεγάλες ελληνικές εισηγμένες. Σύμφωνα με την ανάλυση, το στοιχείο αυτό υποδηλώνει ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί πλήρως σε επίπεδο τοποθετήσεων, αφήνοντας περιθώρια για μελλοντική ενίσχυση της παρουσίας της μετοχής, εφόσον επιβεβαιωθούν οι θεμελιώδεις προοπτικές της.
Συνολικά, το συμπέρασμα της Bank of America είναι ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζεται πλέον ως διαρθρωτική επενδυτική επιλογή και όχι ως συγκυριακό trade. Η συγκέντρωση εισηγμένων εταιρειών σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας –τραπεζικό σύστημα, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες και κατανάλωση– ενισχύει τη θέση της χώρας στα διεθνή χαρτοφυλάκια. Σε ένα περιβάλλον όπου οι επενδυτικές ροές προς την περιοχή EMEA εμφανίζονται ανθεκτικές, η ελληνική αγορά φαίνεται να




