Deutsche Welle: «Παραμένει η σκληρή στάση απέναντι στην Ελλάδα»

Απαισιόδοξες για την Ελλάδα οι σημερινές εκτιμήσεις του γερμανικού τύπου σύμφωνα με την Deutsche Welle, ενόψει και της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, στη Γερμανία.

«Το Βερολίνο διατηρεί τη σκληρή στάση του απέναντι στην Ελλάδα» γράφει η εφημερίδα «Die Welt» του Βερολίνου και περιγράφει τις εξελίξεις σε τίτλους: «Ο υπουργός Οικονομικών Σόϊμπλε λέει όχι σε ένα τρίτο πακέτο βοήθειας. Η μαύρη τρύπα (στην Ελλάδα) είναι μεγαλύτερη από το αναμενόμενο. Η Γαλλία θέλει να αποφύγει την έξοδο της Αθήνας από την ευρωζώνη με κάθε αντίτιμο».

Στην Ελλάδα, την οποία χαρακτηρίζει «ιδιαίτερη περίπτωση» στην ευρωζώνη, αναφέρεται ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των κυβερνώντων χριστιανοδημοκρατών Φόλκερ Κάουντερ, μιλώντας στο περιοδικό «Der Spiegel»: «Μία χρεοκοπία της Ελλάδας θα ήταν ακριβή για τη Γερμανία. Αλλά οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται, αλλιώς δεν πρόκειται να προχωρήσουμε στην Ευρώπη. Δεν μπορούμε συνεχώς να δίνουμε καινούρια προγράμματα βοήθειας ή διευκολύνσεις για την υλοποίησή τους. Κάποια στιγμή και οι Έλληνες θα πρέπει να δώσουν μία απάντηση στο ερώτημα: ή θα κάνουμε ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια ή θα εγκαταλείψουμε το ευρώ».

«Όχι άλλα λεφτά για την Ελλάδα» τιτλοφορεί το σχόλιό της η «Bild» και εξηγεί: «Η Αθήνα υποσχέθηκε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες δεν υλοποιεί. Ο ίδιος ο λαός μποϊκοτάρει τις προσπάθειες να εισπραχθούν οι φόροι. Αλλά όλοι οι Έλληνες θεωρούν αυτονόητο ότι οι σκληρά εργαζόμενοι Γερμανοί φορολογούμενοι θα δώσουν ακόμα περισσότερα χρήματα. Αν λοιπόν ο Έλληνας πρωθυπουργός Σαμαράς θέλει να ζητήσει πιο πολλά χρήματα αυτήν την εβδομάδα στο Βερολίνο, τότε καλύτερα να μην κάνει αυτό το ταξίδι».

«Τελευταίος γύρος για την Ελλάδα» τιτλοφορεί η εφημερίδα «Rheinische Post» του Ντύσσελντορφ το σημερινό αφιέρωμα στην ελληνική κρίση, δομημένο σε μορφή ερωταπαντήσεων. Στο ερώτημα «Μπορεί η Ελλάδα να παραμείνει στο ευρώ;» η απάντηση είναι η εξής: «Κατά βάση η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να ξεπεράσει την κρίση με τις δικές της δυνάμεις. Θα πρέπει όμως να μειώσει ακόμη κατά 30% τους μισθούς, που έχουν μειωθεί ήδη κατά 20%, έτσι ώστε να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της. Μεγαλύτερες ακόμη περικοπές θα πρέπει να γίνουν και σε κρατικούς υπαλλήλους, συνταξιούχους και ασφαλισμένους. Άλλες χώρες όπως η Εσθονία και η Σλοβακία έχουν αποδείξει ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Εξαρτάται λοιπόν από τους Έλληνες και την κυβέρνησή τους».

Ζητείται πολιτική λύση. Αλλά ποιά;

Διαφορετική προσέγγιση με κριτική προς κάθε κατεύθυνση από την «Tagesspiegel» του Βερολίνου: «Η πολιτική έχει από-πολιτικοποιήσει την κρίση. Της έχει αφαιρέσει κάθε δυνατότητα αξιολόγησης. Αντί να εξηγήσει ποιες είναι η εναλλακτικές λύσεις, μας προσφέρει μόνο μία εναλλακτική λύση. Αντί να συζητήσει και να αξιολογήσει τις αιτίες που μας οδήγησαν εδώ, αφήνει την κρίση να γιγαντώνεται στο τερατώδες δίλημμα ‘πόλεμος ή ειρήνη’. Αντί να υποδείξει πολιτικές δομές που καταπολεμούν τα αίτια της κρίσης, εξουδετερώνει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς που ήδη υπάρχουν. Δεν προσφέρει επιχειρήματα, αλλά μόνο εξάψεις, οδηγώντας σε ριζοσπαστικές συμπεριφορές: Τεμπέληδες Έλληνες και εγωϊστές Γερμανοί. Ή σχέδιο ιστορικής ευθύνης ή πεταμένα λεφτά. ‘Η ευρωπαίος ή εθνικιστής».

Μήπως λοιπόν η λύση είναι η θεσμική ανασυγκρότηση της Ευρώπης; Σκεπτικισμός από την «Süddeutsche Zeitung»: «Όποιος θέλει να βοηθήσει την Ευρώπη, ας σταματήσει να φαντασιώνεται λύσεις μεγάλης κλίμακας. Η κρίση και η σημερινή κατάσταση της Ε.Ε. είναι προβλήματα που δεν επιλύονται ταυτόχρονα. Πρώτα πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση του ευρώ, εν ανάγκη με εκδίωξη της Ελλάδας και μαζική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην αγορά ομολόγων. Μόνο όταν παρέλθει ο πανικός, τα κράτη-μέλη και οι λαοί της Ευρώπης θα βρουν την ηρεμία που χρειάζονται, για να αναζητήσουν λύσεις σχετικά με την μελλοντική αποστολή τους».

«Δεν υπάρχουν λύσεις χαμηλού κόστους» σχολιάζει η εφημερίδα «Tageszeitung» του Βερολίνου. Και διερωτάται: «Μήπως οι δανειακές υποχρεώσεις (της Ελλάδας) αυξάνονται και πάλι, γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει άλλες περικοπές; Μήπως λόγω της βαθιάς ύφεσης, που έχει ως αποτέλεσμα να καταρρέουν τα φορολογικά έσοδα; Ή μήπως φταίει ότι το τελευταίο κούρεμα δεν ήταν αρκετό; Δυστυχώς και οι τρεις αυτές εξηγήσεις είναι σωστές, αυτό είναι που κάνει τόσο δύσκολη μία πολιτική λύση» σημειώνει η αρθρογράφος και συμπεραίνει: «Η ιστορία δείχνει ότι κανείς ποτέ δεν έχει κατορθώσει να νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά μίας χώρας που βρίσκεται σε ύφεση. Πρέπει πρώτα να επενδύσει στην ανάπτυξη. Αυτό προϋποθέτει βέβαια νέα δάνεια, αλλά και με τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας πάλι σε νέα χρέη καταλήγουμε».