DR. MONEY: Το ευρώ των νοτίων και των βορείων!

Στις διεθνείς αγορές δεν ανταγωνίζονται οι μισθοί, αλλά οι τιμές, η ποιότητα και η αξιοπιστία των προϊόντων και των υπηρεσιών.

Το κόστος εργασίας είναι σημαντικός παράγοντας του σχετικού κόστους, αλλά είναι λάθος να αγνοούνται οι υπόλοιποι συντελεστές της παραγωγής, η παραγωγικότητά τους και τα ποσοστά κέρδους όταν υπολογίζεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών.

Παρ’ όλα αυτά, οι διεθνείς οργανισμοί και οι τράπεζες επιμένουν να χρησιμοποιούν τον δείκτη της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας σταθμίζοντας τη συναλλαγματική ισοτιμία είτε με το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είτε με τους σχετικούς δείκτες τιμών καταναλωτή, χονδρικής κ.τ.λ.

Συνήθως, οι ίδιοι οργανισμοί και οίκοι χρησιμοποιούν το σχετικό μοναδιαίο κόστος εργασίας -το οποίο ενσωματώνει μισθούς και παραγωγικότητα- για να μετρήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα.

Αυτό ακριβώς έκαναν πριν από λίγες μέρες οι αναλυτές της Morgan Stanley για τις χώρες της ευρωζώνης και όπως μπορεί να φανταστεί κανείς το αποτέλεσμα έδειξε ένα σημαντικό χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της ευρωπεριφέρειας, πλην της Ιρλανδίας, και εκείνων του σκληρού πυρήνα.

Λαμβάνοντας ως έτος βάσης το 1998, και πιο συγκεκριμένα το δ΄ τρίμηνο εκείνης της χρονιάς, η Morgan Stanley υπολόγισε τα κέρδη και τις απώλειες σε ανταγωνιστικότητα κάθε χώρας μέχρι σήμερα.

Το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος χρησιμοποιήθηκε για να εκτιμηθεί η ποσοστιαία μεταβολή της ανταγωνιστικότητας κάθε χώρας και η «δίκαιη» συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου.

Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, προκύπτει ότι η Γερμανία ήταν εκείνη που είδε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της να αυξάνεται περισσότερο από κάθε άλλη από το τελευταίο τρίμηνο του 1998 μέχρι πρόσφατα.

Η ανταγωνιστικότητά της ενισχύθηκε κατά 21,9% το ανωτέρω διάστημα.

Αν αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα προσδιορισμού της «δίκαιης» ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου, τότε 1 ευρώ θα άξιζε όσο 1,62 δολάριο.

Πρόκειται για επιβεβαίωση της γνωστής θεωρίας που θέλει η Γερμανία να είναι η μεγάλη χαμένη από μια ενδεχόμενη διάλυση της ευρωζώνης, αφού το εθνικό της νόμισμα θα ανατιμηθεί πολύ, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της.

Αν η παρουσία της Γερμανίας στην πρώτη θέση δεν προκαλεί εντύπωση, η δεύτερη θέση της Ιρλανδίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έκπληξη.

Η πρώην κέλτικη τίγρη είδε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, με βάση το σχετικό εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος, να ενισχύεται κατά 12%, με τη «δίκαιη» ισοτιμία ευρώ – δολαρίου να διαμορφώνεται στο 1,49.

Στην τρίτη θέση βρέθηκε η Αυστρία, με αύξηση της ανταγωνιστικότητας κατά 10,8%, που προσδιορίζει την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου στο 1,47.

Ακολούθησε η Φινλανδία, με κέρδη ανταγωνιστικότητας ύψους 5,1%, και οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας τοποθετούν την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου στο 1,39.

Η Ολλανδία ήρθε ίσα βάρκα, ίσα νερά, ενώ η Γαλλία, η Ισπανία και το Βέλγιο κατέγραψαν απώλειες από 1,2% έως 2,1%.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η Ελλάδα εμφανίζεται να καταγράφει τις μεγαλύτερες απώλειες ανταγωνιστικότητας, που υπολογίζονται σε 16,8%.

Αν η ισοτιμία ευρώ – δολαρίου έπρεπε να προσδιοριστεί με βάση τις ελληνικές επιδόσεις, πολλοί εξαγωγείς στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη θα χοροπηδούσαν από τη χαρά τους αφού η ισοτιμία ευρώ – δολαρίου θα έπρεπε να διαμορφωθεί στο 1,10.

Η Ιταλία και η Πορτογαλία ακολουθούν στον πίνακα των χωρών που καταγράφουν τις μεγαλύτερες απώλειες σε ανταγωνιστικότητα ύψους 9,8% και 6,2% αντίστοιχα.

Η «δίκαιη» ισοτιμία ευρώ – δολαρίου θα έπρεπε να βρίσκεται στο 1,20 με βάση τις ιταλικές επιδόσεις και στο 1,24 με βάση τις πορτογαλικές.

Τα ανωτέρω στοιχεία δείχνουν κυρίως δύο πράγματα:

Πρώτον, το χάσμα ανταγωνιστικότητας που χωρίζει τις χώρες της ευρωπεριφέρειας, πλην της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, από τις χώρες «ΑΑΑ» του σκληρού πυρήνα, με κριτήριο το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

Δεύτερον, τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα και δευτερευόντως η Ιταλία και η Πορτογαλία σε σχέση με τις άλλες χώρες και πόσο περισσότερο θα διευκόλυνε τη σταθεροποίηση και την ανάκαμψη των οικονομιών τους ένα ασθενέστερο ευρώ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι απαιτήσεις της τρόικας για μείωση του εργατικού κόστους στη χώρα μας, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού τομέα, δεν θα έπρεπε να εκπλήξουν.

Όμως, τα ανωτέρω δείχνουν ακόμη κάτι:

Το ευρώ αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα και δεν πρόκειται να επιλυθούν όσο οι αποκλείσεις στις οικονομικές επιδόσεις των χωρών του Νότου και του Βορρά της ευρωζώνης παραμένουν μεγάλες.