Eurobank: Συρρίκνωση εισοδήματος και βουτιά στις τιμές των διαμερισμάτων τα μεγάλα εμπόδια της οικονομίας

Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων αποτελούν εμπόδιο για την ανάκαμψη της κατανάλωσης, σημειώνει η Eurobank στο τελευταίο τεύχος του «7 ημέρες Οικονομία», προσθέτοντας ότι η σταθεροποίηση του διαθέσιμου εισοδήματος και του συνολικού πλούτου των νοικοκυριών αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης.

Η Eurobank σημειώνει ότι στο 2ο τρίμηνο του 2014 καταγράφηκε ετήσια πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της τάξης του -4,30%, ενώ σε νομισματικές αξίες αυτή η μείωση ισοδυναμεί με απώλεια της τάξης των 1,38 δισ. ευρώ.

Την ίδια χρονική περίοδο (2014q2-2013q2) η πτώση του δείκτη τιμών των διαμερισμάτων προσέγγισε το -7,3%, αναφέρει η τράπεζα.

Τόσο το διαθέσιμο εισόδημα (προσέγγιση τρέχοντος εισοδήματος) των νοικοκυριών όσο και η συνολική αξία των διαμερισμάτων (προσέγγιση πλούτου) αποτελούν σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της ιδιωτικής δαπάνης για κατανάλωση, σημειώνει στην ανάλυση της η Eurobank.

Σύμφωνα εξάλλου με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει, από το 2ο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το 2ο τρίμηνο του 2014, η συσσωρευμένη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των τιμών των διαμερισμάτων ήταν της τάξης του 21,36%, 28,73% και 35,84% αντίστοιχα.

Ειδικότερα, η Eurobank αναφέρει τα εξής:

Η πτώση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος και η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων δημιουργούν φραγμούς για την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης. Σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία των μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών των θεσμικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, το 2ο τρίμηνο του 2014 καταγράφηκε συρρίκνωση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) κατά 4,30% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενο έτους.1 Σε νομισματικές αξίες η συγκεκριμένη πτώση αντικατοπτρίζεται σε μια μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 1,38 δις ευρώ (από 32,18 σε 30,80). Επιπρόσθετα, το 2ο τρίμηνο του 2014 αποτέλεσε το 18 συνεχόμενο τρίμηνο πτώσης (σε ετήσια βάση) του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (2010q1-2014q2). Ως ενθαρρυντικό στοιχείο μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι από το 4ο τρίμηνο του 2013 και έπειτα έχει σημειωθεί σημαντική επιβράδυνση του ποσοστιαίου ρυθμού πτώσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ήτοι από -13,95% στο -4,30%.

Παράλληλα με την μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, από το 1ο τρίμηνο του 2009 και έπειτα σημειώνεται και συνεχής πτώση (22 τρίμηνα) του δείκτη τιμών των διαμερισμάτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο 2ο τρίμηνο του 2014 η μείωση ήταν της τάξης του -7,30%. Η υψηλή προσφορά που δημιουργήθηκε την δεκαετία του 2000 και η κατακόρυφη πτώση της ζήτησης, κυρίως λόγω μείωσης των πιστώσεων και αύξησης της φορολογίας, αποτέλεσαν του κυριότερους παράγοντες δημιουργίας αυτού του φαινόμενου. Όπως είναι ευρέως γνωστό, η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων δεν αποτέλεσε μόνο ελληνικό φαινόμενο. Τουναντίον, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ισπανία και στην Ιρλανδία σημειώθηκε σημαντική πτώση της τιμής των κατοικιών η οποία μάλιστα είχε ξεκινήσει από το τέλος του 2006. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ από το 2006 μέχρι και το 2009 η συσσωρευμένη συρρίκνωση της τιμής των κατοικιών ήταν της τάξης του 30%. Το γεγονός αυτό, παράλληλα με την ύπαρξη πολλών δανείων χαμηλής εξασφάλισης στους ισολογισμούς των τραπεζών και της υψηλής μόχλευσης πολλών πιστωτικών ιδρυμάτων δημιούργησε σε έναν βαθμό την μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007-2009.

Όπως και με τους περισσότερους δείκτες (μακροοικονομικούς ή μικροοικονομικούς) της ελληνικής οικονομίας (π.χ. ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης), και σε αυτό το πεδίο καταγράφεται επιβράδυνση του ποσοστιαίου ρυθμού συρρίκνωσης. Πιο συγκεκριμένα, από το 4ο τρίμηνο του 2012 και έπειτα καταγράφεται σταδιακή εξομάλυνση του ρυθμού πτώσης των τιμών των διαμερισμάτων (από -12,80% στο -7,30%).

Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η πτώση της αξίας των διαμερισμάτων δύναται να αποτελέσουν σημαντικούς φραγμούς για την ανάκαμψη της ιδιωτικής  καταναλωτικής δαπάνης. Η τελευταία μεταβλητή είναι θετική συνάρτηση τόσο διαθέσιμου εισοδήματος όσο και του συνολικού πλούτου (χρηματοοικονομικού, π.χ. μετοχές, φυσικού, π.χ. παρούσα αξία μελλοντικών εισοδημάτων από εργασία) των νοικοκυριών. Στην ελληνική οικονομία, το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης (84,8% και 64% για την Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 (ΕΕ-15)) μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την αξία των διαμερισμάτων ή των κατοικιών ως ένα πολύ σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα του συνολικού πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών. Συνεπώς, η συνεχής πτώση των τιμών των διαμερισμάτων δύναται να επηρεάσει αρνητικά την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη.

Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων συνοδεύτηκαν από μια εξίσου σημαντική μείωση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Πιο συγκεκριμένα, από το 2ο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το 2ο τρίμηνο του 2014, η συσσωρευμένη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν της τάξης του 21,36%, του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ήταν της τάξης του 28,73% και των τιμών των διαμερισμάτων ήταν της τάξης του 35,84%. Επιπρόσθετα, ο συντελεστής συσχέτισης (δείγμα: 2007q1-2014q2) ανάμεσα στον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης και στον αντίστοιχο ρυθμό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των τιμών των διαμερισμάτων λαμβάνει την τιμή +0,76 και +0,82 αντίστοιχα.

Μέσω της παρουσίασης των συγκεκριμένων στοιχείων καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων δημιουργούν αρνητικές δυνάμεις για την σταδιακή ανάκαμψη και σταθεροποίηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Η τελευταία μεταβλητή, εξαιτίας του υψηλού μεριδίου που κατέχει στο σύνολο της δαπάνης για εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης (ποσοστιαία μεταβολή του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ)) και ως εκ τούτου η επιβράδυνσή της ανακόπτει την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας.