Γ. Στουρνάρας: Οι τράπεζες μπορεί και πρέπει να ηγηθούν της προσπάθειας για ένα βιώσιμο μέλλον

Η βιωσιμότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για την πορεία μας στο μέλλον, ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας κατά την έναρξη του τρίτου Sustainability Summit.
Ο επαναπροσδιορισμός της ανάπτυξης είναι αναπόφευκτος και η έννοια της βιωσιμότητας έρχεται να τονίσει αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα, μία ισότιμη και παράλληλη ανάπτυξη τριών πυλώνων, της οικονομίας, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας.
Η Ατζέντα 2030 των Ηνωμένων Εθνών, η οποία εγκρίθηκε από τους παγκόσμιους ηγέτες το 2015, αποτελεί το παγκόσμιο πλαίσιο βιωσιμότητας και θέτει 17 στόχους με σκοπό την εξάλειψη της φτώχειας και την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα έως το 2030, χωρίς αποκλεισμούς, εστιάζοντας στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την περιφερειακή και παγκόσμια σταθερότητα, τη διασφάλιση της «υγείας» του πλανήτη μας, τις δίκαιες και ανθεκτικές κοινωνίες και τις ευημερούσες οικονομίες.
Οι σημερινές κοινωνίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, αντιμετωπίζουν σημαντικές και παράλληλες προκλήσεις, όπως η ανεργία των νέων, η γήρανση του πληθυσμού, η μετανάστευση, τα περιβαλλοντικά προβλήματα και η κλιματική αλλαγή.
Μέσα στο ευρωπαϊκό κοινωνικό πλαίσιο είναι κρίσιμο να επενδύουμε στους νέους, να προάγουμε τη διατηρήσιμη, περιβαλλοντικά ορθή και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και να αμβλύνουμε τις ανισότητες, με στόχο την κοινωνική συνοχή.
Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις αυτές μέσα από μοντέλα βιώσιμης ανάπτυξης μπορούμε να προσαρμοστούμε στην πολυπλοκότητα της σημερινής συνθήκης και να προετοιμαστούμε καλύτερα για το μέλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια κυκλική οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα είναι αναγκαία συνθήκη για την προάσπιση του φυσικού μας κεφαλαίου.
Η καθαρή ενέργεια, η αποδοτική χρήση των πόρων, η επαναχρησιμοποίηση και η ελαχιστοποίηση της σπατάλης είναι αναγκαστικές και επείγουσες επιλογές, με θετική επίδραση στην παραγωγή, την απασχόληση, το κλίμα, τη φύση, τους φυσικούς πόρους και την κοινωνική ευημερία.
Επιπλέον, με ισχυρή ενίσχυση του «Τριγώνου της Γνώσης», το οποίο υποστηρίζει όλους σχεδόν τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, οι προκλήσεις δύναται να μετατραπούν σε ευκαιρίες για νέες επιχειρήσεις και νέες θέσεις εργασίας. Το «Τρίγωνο της Γνώσης», όπως εισήχθη στη στρατηγική της Λισαβόνας το 2000, συνδέει την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή «μονόδρομη» ροή πληροφοριών με μία «αμφίδρομη» κυκλική ροή μεταξύ των τριών αυτών πυλώνων (Πανεπιστήμιο – Έρευνα – Επιχειρήσεις), συμβάλλοντας στην ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης, στην αύξηση του αποθέματος γνώσης και παραγωγικού κεφαλαίου μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων, στην ανάπτυξη εξωστρεφών κλάδων και στην προώθηση της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης ευρύτερα.
Η παρούσα συγκυρία αναδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής. Έναν χρόνο μετά την παρουσία μου στο αντίστοιχο συνέδριο του 2018, το δεύτερο Sustainability Summit, το θέμα της κλιματικής αλλαγής έχει ανέβει ακόμα πιο ψηλά στην παγκόσμια ατζέντα, ενώ ο όρος κλιματική κρίση χρησιμοποιείται πλέον ευρέως για να δηλώσει τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Παρόλη την αυξανόμενη παγκόσμια ανησυχία, οι δεσμεύσεις των κρατών για μειώσεις των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν είναι ικανές να συγκρατήσουν την άνοδο της θερμοκρασίας στο στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου έως το 2100 – με το σενάριο των 3 βαθμών να φαίνεται πιθανότερο, τη στιγμή που είμαστε ήδη περίπου 1 βαθμό Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη κεντρική τράπεζα που ασχολήθηκε και ασχολείται συστηματικά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Το 2009 σύστησε την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), η οποία συνεχίζει όλα αυτά τα χρόνια να συμβάλλει με την έρευνά της στο κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής του κλίματος.
Στόχος μας είναι η ανάδειξη των κινδύνων και των ευκαιριών που εκπορεύονται από την μεταβολή του κλίματος, καθώς οι μελέτες έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη των σχετικών πολιτικών.
Το μέχρι σήμερα έργο της ΕΜΕΚΑ έχει υπογραμμίσει τη σημασία ύπαρξης μιας συγκεκριμένης πολιτικής προσαρμογής, αναγκαίας ως μέτρου περιορισμού των ζημιών από την κλιματική αλλαγή. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο Μνημονίου Συνεργασίας που υπογράψαμε με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Ακαδημία Αθηνών, σχεδιάσαμε την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, και τώρα παρακολουθούμε την εφαρμογή της μέσα από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Life IP – Boosting the implementation of adaptation policy across Greece.
Το οκταετές αυτό πρόγραμμα αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο έργο για την προσαρμογή της χώρας μας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Τελεί υπό τον συντονισμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τη συμμετοχή 19 φορέων, μεταξύ άλλων, της Ακαδημίας Αθηνών, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Περιφερειών και Δήμων της χώρας. Στόχος του έργου είναι να υποστηριχθεί τόσο η διαδικασία σχεδιασμού όσο και η υλοποίηση των αναγκαίων μέτρων προσαρμογής σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και να αποτελέσει μοχλό κινητοποίησης προκειμένου να προσαρμοστούμε στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια.
Εμβαθύνοντας στο ζήτημα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ίσως το σημαντικότερο που μπορούμε σήμερα να κάνουμε είναι να εκπαιδεύσουμε τους νέους. Η κλιματική παιδεία έχει ζωτική σημασία στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, διότι βοηθά τους νέους να κατανοήσουν τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και παράλληλα τους εμπνέει να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους και γίνουν φορείς της αλλαγής που χρειάζεται, ενώ περιορίζει τα περιθώρια αμφισβητήσεων σχετικά με αυτό το σοβαρό θέμα.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η Τράπεζα της Ελλάδος προωθεί ενεργά την κλιματική παιδεία και έχει οργανώσει κατά την τελευταία δεκαετία μεγάλο αριθμό συνεδρίων, εργαστηρίων, σεμιναρίων, συζητήσεων, ακόμη και δημόσια διαβούλευση για θέματα κλιματικής αλλαγής και ενέργειας στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Παρισίων το 2015.
Η πιο πρόσφατη δράση μας για την κλιματική παιδεία είναι το μνημόνιο συνεργασίας με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, το οποίο μας φιλοξενεί στις εγκαταστάσεις του σήμερα, για το σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικού προγράμματος για μαθητές, με βάση το ερευνητικό έργο της ΕΜΕΚΑ.
Εκπαιδεύοντας τη νεολαία, ενδυναμώνουμε τη νέα γενιά, που θα είναι περισσότερο εκτεθειμένη στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ώστε να αναλάβει δράση και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που σχετίζονται με το κλίμα και να οικοδομήσει μια νέα βιώσιμη συνθήκη για την κοινωνία.
Μακροπρόθεσμα, η βιωσιμότητα της κοινωνίας σχετίζεται άμεσα με τη διαχείριση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.  Στην προσπάθεια να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη σε ισορροπία με την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική ευημερία, ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος (τράπεζες και άλλα ιδρύματα, όπως ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, κ.ά.) πρέπει να είναι καταλυτικός.
Η σωστή εκτίμηση και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που πηγάζουν από τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της σωστής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Για αυτούς τους λόγους, οι κεντρικές τράπεζες υποστηρίζουν τη διαφάνεια και τη δημοσιοποίηση στοιχείων που θα επιτρέψουν στις αγορές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία,  ώστε, με σωστή πληροφόρηση, να ενσωματώνουν στις τιμές το κόστος του επιχειρείν, τον κίνδυνο που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή, και κυρίως να αξιολογούν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Ο μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας, στο πλαίσιο της απεξάρτησης του ενεργειακού συστήματος από τον άνθρακα, δεν μπορεί παρά να έχει θετικό πρόσημο.
Ειδικότερα, ο τραπεζικός τομέας μπορεί και πρέπει να ηγηθεί της προσπάθειας για ένα βιώσιμο μέλλον κατευθύνοντας κεφάλαια σε δράσεις που αποφέρουν θετικά αποτελέσματα για την κοινωνία και καθοδηγώντας τους πελάτες του στην ορθή διαχείριση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής  (Responsible Banking Principles – UNEP Finance Initiative), οι οποίες υπεγράφησαν στο τέλος του προηγούμενου μήνα στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών με θέμα τη Δράση για το Κλίμα, επιδιώκουν  να καθορίσουν το ρόλο και τις ευθύνες του τραπεζικού τομέα στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου μέλλοντος. Οι 130 τράπεζες από 49 χώρες που τις υπέγραψαν δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν την επιχειρηματική τους στρατηγική με τους στόχους της παγκόσμιας κοινότητας, όπως αυτοί παρουσιάζονται στους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και στη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή.
Οι Αρχές, ως ένας τραπεζικός οδικός χάρτης προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, θέτουν παγκόσμιους όρους αειφορίας, αποσκοπώντας στη δημιουργία αξίας τόσο για τους μετόχους των τραπεζών όσο και για την κοινωνία. Μεταξύ άλλων, προσδιορίζουν τα κριτήρια για την υπεύθυνη και αειφόρο τραπεζική μέσα από την ολιστική αξιολόγηση των κινδύνων και των ευκαιριών που πηγάζουν από τις δραστηριότητες των τραπεζών. Επίσης, ενθαρρύνουν τις τράπεζες να υπολογίζουν και να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπο, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Την ίδια στιγμή, οι κεντρικές τράπεζες έχουν πλέον εντατικοποιήσει την ενασχόλησή τους με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, με πιο σημαντική την πρωτοβουλία σύστασης του Δικτύου Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα  (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System – NGFS) στο οποίο συμμετέχει και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Πρόκειται για ένα δίκτυο που έχει συσταθεί με σκοπό την ενίσχυση της παγκόσμιας προσπάθειας για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων και την ενδυνάμωση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον αγώνα για τη βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη. Μέλη του Δικτύου είναι σήμερα κεντρικές τράπεζες χωρών που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ συμμετέχουν επίσης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Είναι νομίζω πλέον αυτονόητο για ποιό λόγο οι κεντρικές τράπεζες σήμερα ενδιαφέρονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη: διότι χρηματοοικονομική σταθερότητα χωρίς βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου απλώς δεν νοείται.
Μεγάλο μέρος της παγκόσμιας χρηματοδότησης για την κλιματική δράση προορίζεται για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, μέσω της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της μετάβασης σε οικονομία μηδενικού άνθρακα, μέσω της ενεργειακής αποδοτικότητας και εξοικονόμησης και της ανάπτυξης στρατηγικών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Κρίσιμη είναι όμως και η χρηματοδότηση της ανθεκτικότητας και της προσαρμογής στις μεταβολές του κλίματος, τη στιγμή που μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζει ήδη τις συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Σύμφωνα με έκθεση της Global Commission on Adaptation, την οποία υπογράφουν ο Ban Ki-moon, η Kristalina Georgieva και ο Bill Gates, οι επενδύσεις που χρειάζονται για την ενίσχυση της παγκόσμιας ανθεκτικότητας και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή φτάνουν τα 1,8 τρισεκ. δολάρια,  τα οποία μέσα στην επόμενη δεκαετία υπολογίζεται πως θα συμβάλλουν σε 7,1 τρισεκ. δολάρια «τριπλού οφέλους»  – οικονομικό όφελος από την μείωση του κλιματικού κινδύνου, την αποφυγή ζημιών και εν τέλει το συνολικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό όφελος. Για τους υπολογισμούς αυτούς, η έκθεση εστιάζει σε πέντε κρίσιμους τομείς: τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, τις ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή υποδομές, τις βελτιωμένες γεωργικές καλλιέργειες, την προστασία των δασών θαλάσσιων τροπικών και υποτροπικών περιοχών (mangrove forests ) και τις επενδύσεις στην ανθεκτικότητα των υδάτινων πόρων.
Παρόλο που οι επενδύσεις στην ανθεκτικότητα και τις δράσεις προσαρμογής έχουν σαφή οικονομικά οφέλη, τις περισσότερες φορές απαιτούν σημαντική εμπροσθοβαρή χρηματοδότηση πριν αποκομίσουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κέρδη. Παράλληλα, οι επενδύσεις αυτές δεν δημιουργούν βραχυπρόθεσμο κέρδος για την προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών. Χρειάζεται επομένως ο δημόσιος τομέας να εντείνει τις προσπάθειες χρηματοδότησης και δημιουργίας κινήτρων για την αύξηση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις προσαρμογής.
Επιπλέον, ο ιδιωτικός τομέας χρειάζεται να αναγνωρίζει πως και η δική του βιωσιμότητα βασίζεται στη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας και του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της εταιρείας BASF όπου η πτώση της στάθμης του ποταμού Ρήνου στη Γερμανία, λόγω της μεταβολής του κλίματος, οδήγησε σε σημαντικές δυσκολίες ανεφοδιασμού με πρώτες ύλες και εν τέλει, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, στην κατακόρυφη πτώση των κερδών της εταιρείας για το 2018.
Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται ιδιαιτέρως κρίσιμη και η συνδρομή του ασφαλιστικού τομέα. Η ασφαλιστική βιομηχανία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, λειτουργώντας είτε ως μηχανισμός προσαρμογής, μέσω της απορρόφησης ζημιών από τη διάθεση κατάλληλων ασφαλιστικών προγραμμάτων, είτε ως μηχανισμός μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, μέσω της κατάλληλης επιλογής των επενδύσεων προς δραστηριότητες που στηρίζουν τους κλιματικούς στόχους.
Οι εκτιμήσεις των κλιματικών υποδειγμάτων τεκμηριώνουν την τάση αύξησης της συχνότητας, της έντασης, της χωρικής επίδρασης και της διάρκειας των ακραίων καιρικών φαινομένων (ιδιαίτερα καυσώνων, έντονων βροχοπτώσεων, ξηρασιών και τροπικών κυκλώνων). Η αύξηση της έκθεσης στα ακραία καιρικά φαινόμενα, και συνεπώς της τρωτότητας ευάλωτων πληθυσμών παγκοσμίως, θα οδηγήσει σε αυξημένες πιέσεις για μηχανισμούς αποφυγής, μετριασμού και αποκατάστασης των ζημιών και συνεπώς για πολιτικές μετακύλισης και επιμερισμού του κινδύνου. Για το λόγο αυτό, οι πολιτικές της ασφάλισης κλιματικού κινδύνου μπορούν και πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής της βιώσιμης ανάπτυξης.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια κριτήρια βιωσιμότητας εφαρμόζουν πλέον και οι εταιρείες στις διαδικασίες τους. Τα κριτήρια ESG – Περιβαλλοντικά (Environmental), Κοινωνικά (Social) και Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance) έχουν πλέον σημαντική απήχηση και αποτυπώνουν την ορθότητα των εταιρικών διαδικασιών σε θέματα όπως οι περιβαλλοντικές πρακτικές, η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και των πελατών, η ηγεσία της εταιρείας και ο εσωτερικός έλεγχος. Η υιοθέτηση αυτών των κριτηρίων είναι προϋπόθεση βιώσιμης ανάπτυξης και δημιουργίας αξίας μακροπρόθεσμα. Καθώς τα κριτήρια αυτά χαρακτηρίζουν και αξιολογούν τη συνεισφορά στη βιώσιμη ανάπτυξη ενώ οι εταιρείες επιλέγουν την υιοθέτησή τους για να βελτιώσουν την αξιοπιστία τους και να δημιουργήσουν θετικό αποτύπωμα. Ακόμη και εταιρείες που η παραδοσιακή τους ενασχόληση εναντιώνεται στις αρχές της βιωσιμότητας, όπως για παράδειγμα οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων, προσπαθούν να υιοθετήσουν βιώσιμα μοντέλα, προς όφελος όλων, της εταιρείας, των μετόχων και του πλανήτη.
Επιπλέον, τα κριτήρια αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τις πιθανές επενδύσεις καθώς οι τρέχουσες πρακτικές στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια και οι ίδιοι οι επενδυτές επιλέγουν όλο και περισσότερο  με βάση τα κριτήρια ESG, τόσο για τη διαχείριση του κινδύνου από την κλιματική κρίση, όσο και για τη θετική τους περιβαλλοντική επίδραση και τη δημιουργία αξίας για την κοινωνία. Αξίζει να σημειωθεί πως η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών έχει δείξει πως δεν θυσιάζει τις αποδόσεις. Με αυτόν τον τρόπο οι βιώσιμες επενδυτικές πρακτικές αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία, τη στιγμή που οι σχετικές πολιτικές αναδεικνύουν τα κριτήρια ESG σε μία σημαντική παράμετρο, επιβραβεύοντας έτσι τις βιώσιμες και υπεύθυνες πρακτικές των επιχειρήσεων.
Θα ήθελα να επισημάνω πως οι τρέχουσες εξελίξεις και η επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνουν ότι απαιτείται μια δυναμική στρατηγική και ένα ισχυρό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων της κλιματικής κρίσης και της βιωσιμότητας συνολικά. Υπάρχει ακόμα χρονικό περιθώριο για να αναλάβουμε ουσιαστική δράση για την κλιματική αλλαγή, αλλά δυστυχώς οι σχετικές πολιτικές καθυστερούν σημαντικά. Για να διατηρηθεί η θερμοκρασία στο στόχο του +1,5 βαθμού Κελσίου έως το 2100 χρειάζεται μία μεγάλη – άνευ προηγουμένου – κινητοποίηση, δράση και συνεργασία όλων. Η συνεργασία είναι εξάλλου ο 17ος, ο τελευταίος και ίσως ο πιο θεμελιώδης, στόχος των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Για να γίνει αντιληπτή η προσαρμογή που απαιτείται και τα διλήμματα πολιτικής που τίθενται, πολλοί αναλυτές παραπέμπουν στη σχετική μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Πέμπτη και προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Διότι στη μελέτη αυτή προτείνεται η άμεση επιβολή φόρου στον άνθρακα, με αύξηση στα 75 δολάρια ανά τόνο το 2030, ως το πλέον αποτελεσματικό μέτρο προκειμένου να διατηρηθεί η θερμοκρασία κάτω από τους +2 βαθμούς Κελσίου έως το 2100. Παράλληλα όμως, το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι μια τέτοια αύξηση θα είναι δυσβάσταχτη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ειδικότερα για τις φτωχές χώρες, και παραθέτει ως λύση στο πρόβλημα το παράδειγμα της Σουηδίας: Η Σουηδία αύξησε σταδιακά, σε μια μακρά χρονική περίοδο, τον φόρο άνθρακα, από 28 δολάρια τον τόνο το 1991 σε 127 δολάρια φέτος, μαζί με μειώσεις άλλων έμμεσων και άμεσων φόρων και αυξήσεις κοινωνικών δαπανών και επιδομάτων κάθε είδους για να αντισταθμίσει το κοινωνικό κόστος για τους οικονομικά ασθενέστερους.
Αυτή η μελέτη του ΔΝΤ δείχνει ανάγλυφα το μέγεθος του προβλήματος και τις οικονομικές και κοινωνικές επιλογές που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις εάν πραγματικά στοχεύουν στη διατήρηση της θερμοκρασίας στο στόχο του +1,5 βαθμού Κελσίου έως το 2100.
Οπότε, το ερώτημα προς την επιστημονική κοινότητα είναι το εξής: Υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση εάν ο στόχος του +1,5 βαθμού Κελσίου θεωρηθεί αδιαπραγμάτευτος;, καταλήγει ο κ. Στουρνάρας.