Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να θέτει ένα “πάτωμα” κάτω από τα επιτόκια της αγοράς τα επόμενα χρόνια, αλλά οι τράπεζες θα διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στην απόφαση για το πόση ρευστότητα θέλουν, δήλωσαν τέσσερις πηγές στο Reuters.
Η ΕΚΤ επανεξετάζει τον τρόπο με τον οποίο κατευθύνει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια σε μια νέα εποχή κατά την οποία ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος και η τεράστια ποσότητα μετρητών που διοχετεύθηκε στο τραπεζικό σύστημα μέσω των προγραμμάτων τόνωσης της οικονομίας την τελευταία δεκαετία δεν είναι πλέον απαραίτητη και μάλιστα δημιουργεί ορισμένες ανεπιθύμητες παρενέργειες.
Όπως εξηγεί το Reuters, για μεγάλο μέρος των τελευταίων 10 ετών ο μηχανισμός ήταν απλός: η ΕΚΤ διατήρησε τα επιτόκια στο μηδέν ή χαμηλότερα και «πλημμύρισε» τις τράπεζες με περισσότερα μετρητά από όσα χρειάζονταν μέσω αγορών ομολόγων και δανείων, για να τις ενθαρρύνει να δανείσουν και να αναζωογονήσουν τον πληθωρισμό που τότε ήταν πολύ χαμηλός.
Αυτό μείωσε την ανάγκη των τραπεζών να δανείζονται από την ΕΚΤ και καθόρισε το επιτόκιο μίας ημέρας (overnight) που χρεώνουν οι τράπεζες η μία στην άλλη σε αυτό που πληρώνει η ΕΚΤ για τις καταθέσεις.
Αυτό το πλαίσιο πρέπει να αλλάξει τώρα που τα επιτόκια είναι πολύ πάνω από το μηδέν και τα τεράστια ποσά πλεονάζοντος αποθεματικών είναι περιττά – και προκαλούν ακόμη και τεράστιες απώλειες στην ΕΚΤ και σε ορισμένες από τις 20 κεντρικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που συναντήθηκαν στη Φρανκφούρτη την περασμένη εβδομάδα συμφώνησαν ότι η ΕΚΤ θα εμμείνει σε ένα σύστημα «κατώτατου επιπέδου», όπου η κεντρική τράπεζα ουσιαστικά ορίζει το χαμηλότερο επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες θα δανείζουν η μία στην άλλη. Οι συζητήσεις είναι ακόμη εμπιστευτικές.
Όπως εξηγεί το Reuters, υπάρχει μια σημαντική ανατροπή: η ΕΚΤ δεν θα αποφασίσει μόνη της πόση ρευστότητα θα παρέχει στο τραπεζικό σύστημα αφού ολοκληρώσει την εξάντληση των πλεοναζόντων αποθεματικών σε μερικά χρόνια από τώρα.
Αντίθετα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συμφώνησαν ότι οι εμπορικές τράπεζες θα βοηθούσαν στον καθορισμό του δανεισμού των αποθεματικών που χρειάζονται από την ΕΚΤ, σε παρόμοιο πνεύμα με αυτό που κάνει η Τράπεζα της Αγγλίας.
Για να διευκολυνθεί αυτό, η ΕΚΤ θα καταστήσει φθηνότερο για τις τράπεζες το δανεισμό μειώνοντας το επιτόκιο στις εβδομαδιαίες δημοπρασίες μετρητών της, επί του παρόντος στο 4,5% και φέρνοντάς το πιο κοντά στο επιτόκιο καταθέσεων 4,0%, ανέφεραν οι πηγές του Reuters.
Αυτός ο αποκαλούμενος «στενός διάδρομος» θα μείωνε τις οικονομικές κυρώσεις και το στίγμα για τις τράπεζες που έχουν έλλειψη μετρητών, ιδιαίτερα στη μεταβατική φάση.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συμφώνησαν επίσης ότι θα ανεχτούν ορισμένες διακυμάνσεις στο βραχυπρόθεσμο επιτόκιο του ευρώ (ESTR), το σημείο αναφοράς στη διατραπεζική αγορά, γύρω από το επιτόκιο καταθέσεων της ίδιας της ΕΚΤ.
Αναμένουν να ανακοινώσουν αυτό το νέο πλαίσιο – γνωστό στη γλώσσα της αγοράς ως “κατευθυνόμενο από τη ζήτηση όριο” – τον επόμενο μήνα, πιθανώς ήδη από τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 13 Μαρτίου, πρόσθεσαν οι πηγές του Reuters.
Προς το παρόν, δεν προβλέπεται καμία αλλαγή για τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά των τραπεζών, τα οποία θα παραμείνουν στο 1% των καταθέσεων πελατών. Ωστόσο, οι πηγές του Reuters ανέφεραν ότι ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιθυμούν μια τέτοια κίνηση και ενδέχεται να την προτείνουν.
Η έκθεση στα κρατικά ομόλογα
Οι συζητήσεις περιστρέφονται επίσης και γύρω από το πόσο μεγάλο θα πρέπει να είναι το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της ΕΚΤ και εάν θα πρέπει να αποτελείται κυρίως από βραχυπρόθεσμους τίτλους ή και από μακροπρόθεσμους τίτλους. Προς το παρόν, αυτή η συζήτηση είναι κάτι περισσότερο από θεωρητική.
Η ΕΚΤ εξακολουθεί να κατέχει ομόλογα αξίας περίπου 4,7 τρισεκατομμυρίων ευρώ, που σημαίνει ότι ο τραπεζικός τομέας στο σύνολό του θα έχει περισσότερα αποθέματα από όσα χρειάζεται μέχρι το 2029, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της ΕΚΤ.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών προγραμμάτων αγοράς ομολόγων μέσω των οποίων η ΕΚΤ αύξησε μαζικά το ποσό των αποθεματικών στο τραπεζικό σύστημα για να καταπολεμήσει τον χαμηλό πληθωρισμό και τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Christine Lagarde δήλωσε νωρίτερα αυτό το μήνα ότι η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να έχει στον ισολογισμό της «συνδυασμό χαρτοφυλακίου ομολόγων, αλλά και δανειοδοτική λειτουργία διαφορετικών λήξεων».
Σχετική σύσταση του προσωπικού διαπίστωσε ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει στο μισό το απόθεμα ομολόγων της μέχρι τα μέσα του 2026, αλλά στη συνέχεια θα πρέπει να συνεχίσει τις αγορές για να στηρίξει τον δανεισμό των τραπεζών στην οικονομία.
Το επιτόκιο της ΕΚΤ στις τραπεζικές καταθέσεις βρίσκεται επί του παρόντος σε υψηλό επίπεδο ρεκόρ, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι αναμένουν να αρχίσουν να το μειώνουν αργότερα εντός του έτους.