Ο γερμανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope Ratings, διατήρησε την Ελλάδα στη βαθμίδα BBB αλλά προχώρησε στην αναβάθμιση των προοπτικών της πιστοληπτικής αξιολόγησης τσε “θετικές” από “σταθερές”.
Η αναβάθμιση των προοπτικών αντανακλά, όπως σημειώνει η Scope, την αυξημένη ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς, τη διατηρούμενη δημοσιονομική πειθαρχία και την προοδευτική μείωση του χρέους, παρά την ύπαρξη δομικών περιορισμών στην ανάπτυξη και το επίμονο εμπορικό έλλειμμα.
Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση, ο δυναμικός τουρισμός και οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας συνεχίζουν να στηρίζουν την ανάπτυξη.
Παράλληλα, οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τη φορολογία και την αγορά εργασίας ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, ενώ ο τραπεζικός τομέας ενισχύεται περαιτέρω, ενδυναμώνοντας τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας συνεχίζουν να υπερβαίνουν τους στόχους του προϋπολογισμού, με πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης περίπου 0,6% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα γύρω στο 3,6% για το 2025.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από περίπου 145% το 2025 σε 122% το 2030, στηριζόμενος σε συντηρητικού προσανατολισμού προϋπολογισμούς, ισχυρή απόδοση εσόδων και μέτρια ονομαστική ανάπτυξη. Η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικό ταμειακό απόθεμα ύψους περίπου 42 δισ. ευρώ (περίπου 17% του ΑΕΠ) και επωφελείται από χαμηλού κόστους δομή χρέους, λόγω χαμηλών επιτοκίων και μακράς λήξης.
Οι κύριες προκλήσεις
i) το υψηλό δημόσιο χρέος.
ii) Η περιορισμένη διαφοροποίηση της ελληνικής οικονομίας και οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις,
iii) Οι εξωτερικές ανισορροπίες, λόγω του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Μετά από ανάπτυξη 2,3% το 2024, το ΑΕΠ αυξήθηκε 2% στο α’ εξάμηνο του 2025 και προβλέπεται να μεγεθυνθεί κατά 2,2% για το σύνολο του έτους, στηριζόμενο στη δυνατή εγχώρια ζήτηση, τις επενδύσεις και τον ισχυρό τομέα υπηρεσιών. Η ανεργία μειώθηκε στο 9,5% το α’ εξάμηνο του 2025 από 11% το προηγούμενο έτος.
Η χρηματοδότηση μέσω του ΤΑΑ συνεχίζει να ενισχύει τις επενδύσεις. Οι μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση, τη φορολογική διοίκηση και την ευελιξία της αγοράς εργασίας ενισχύουν την ικανότητα της χώρας να απορροφά κλυδωνισμούς.
Η επενδυτική δραστηριότητα ενισχύει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Το ακαθάριστο πάγιο κεφάλαιο αυξήθηκε περίπου 60% από το 2019, ανεβάζοντας το ποσοστό επενδύσεων προς το ΑΕΠ στο 15,5% το 2024. Οι επενδύσεις επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στην ψηφιακή υποδομή και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η Scope προβλέπει ότι το σύνολο των επενδύσεων θα φτάσει το 18% του ΑΕΠ το 2027, ποσοστό πάντως χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Ο τραπεζικός τομέας παρουσιάζει σημαντική βελτίωση
Τα επιχειρηματικά δάνεια παρουσιάστηκαν αυξημένα κατά 15,9% στο β’ τρίμηνο του 2025. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μειώθηκαν στο 3,6% τον Ιούνιο, κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης (2,2%). Η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα παραμένουν ισχυρές, με CET1 στο 15,8% και συνολικό δείκτη κεφαλαίου 20,4%, ενώ η κερδοφορία έχει ομαλοποιηθεί, με απόδοση ιδίων κεφαλαίων 13% και κέρδη μετά από φόρους 2,5 δισ. ευρώ στο α’ εξάμηνο 2025.
Παρά το γεγονός ότι οι servicers διαχειρίζονται ακόμη περίπου 94 δισ. ευρώ ιδιωτικού χρέους (περίπου 44% του ΑΕΠ), κυρίως μη εξυπηρετούμενου, αυτό το απόθεμα επηρεάζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά δεν αποτελεί πλέον συστημικό κίνδυνο για τις τράπεζες, τονίζει ο οίκος.
Συνολικά, η ισχυρή κεφαλαιοποίηση, η κερδοφορία και η ρευστότητα του τραπεζικού κλάδου, μαζί με τη μείωση των παλαιών κινδύνων, αναδεικνύουν τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής ανθεκτικότητας και τη μεγαλύτερη συνεισφορά της στην μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας
Οι δημόσιοι οικονομικοί δείκτες παραμένουν ισχυροί. Το 2025 εκτιμάται ότι θα κλείσει με πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα 3,6%, χάρη στις ισχυρές εισπράξεις και τη συντηρητική δημοσιονομική πολιτική. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 122% του ΑΕΠ έως το 2030, σημαντική μείωση από το 206% του 2020, χάρη σε προβλεπόμενα συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2025–2030 και υψηλή ονομαστική ανάπτυξη.
Για το 2026, η Scope προβλέπει συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα 0,1% του ΑΕΠ, ελαφρώς κάτω από τον προϋπολογισμένο στόχο πλεονάσματος 0,1%. Η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πορεία δείχνει βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους, υποστηριζόμενη από συνεχιζόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Το μεγάλο ταμειακό απόθεμα περίπου 42 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ) παρέχει άνετη κάλυψη ρευστότητας για αρκετά χρόνια εξυπηρέτησης χρέους, ενισχύοντας τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα του κράτους. Το υψηλό ποσοστό μακροπρόθεσμου, χαμηλού επιτοκίου χρέους, κυρίως σε κράτος-πιστωτές, μαζί με το σημαντικό ταμειακό απόθεμα, στηρίζει την ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους της κυβέρνησης και μετριάζει την επίδραση πιθανών διακυμάνσεων της αγοράς και επιτοκίων.
Η Scope αναμένει ότι το κόστος τόκων θα παραμείνει σχετικά σταθερό γύρω στο 3% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Αναμένει επίσης ότι η κυβέρνηση θα επιταχύνει τις πρόωρες αποπληρωμές δανείων της εποχής της χρηματοοικονομικής κρίσης και των μνημονίων, αντανακλώντας τη δέσμευσή της σε συνετή και προληπτική διαχείριση χρέους, στηρίζοντας την πορεία του δημόσιου χρέους.
Παρά τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους από το υψηλό επίπεδο του 2020, (περίπου 206% του ΑΕΠ) το χρέος της Ελλάδας παραμένει το υψηλότερο στην ευρωζώνη, φτάνοντας το 145% του ΑΕΠ το 2025. Αυτό το υψηλό επίπεδο χρέους συνεχίζει να περιορίζει τον δημοσιονομικό χώρο. Ωστόσο, η ευνοϊκή δομή του χρέους, με μακροπρόθεσμες λήξεις, ως επί το πλείστον σταθερά επιτόκια και χαμηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης, υποστηρίζει τη βιωσιμότητά του. Η Scope αναμένει ότι ο λόγους χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά έως το 2030, υποστηριζόμενος από διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρια ονομαστική ανάπτυξη.
Παράγοντες που επηρεάζουν την αξιολόγηση
Αναβάθμιση για την αξιολόγηση ή τις προοπτικές, αν υπάρξει:
– Bιώσιμη και ουσιαστική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, υποστηριζόμενη από συνεχιζόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και συνετή δημοσιονομική διαχείριση και/ή
– Βελτίωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης και ενίσχυση της εξωτερικής ανθεκτικότητας, που αντικατοπτρίζονται στη συνεχή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, στην αύξηση των επενδύσεων, στη διαρκή βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ή στη συνεχή ενίσχυση του τραπεζικού τομέα και του πλαισίου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Υποβάθμιση για την αξιολόγηση ή τις προοπτικές, αν υπάρξει:
– Στασιμότητα ή αντιστροφή της μείωσης του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, λόγω αδύναμη δημοσιονομικής πειθαρχίας ή δυσμενούς ανάπτυξης, και/ή
– Αποδυνάμωση της μακροοικονομικής ανθεκτικότητας, που αντικατοπτρίζεται σε σημαντική επιδείνωση των εξωτερικών ισοζυγίων ή σε νέα αύξηση των κινδύνων στον τραπεζικό τομέα.




