UniCredit: Ανεβάζει στο 2,3% την ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος – “Ατμομηχανή” η βιομηχανία

H UniCredit αυξάνει την πρόβλεψή της για το ΑΕΠ του 2024 από 1,9% σε 2,3% το 2024 (έναντι 2,0% το 2023) λόγω μιας ισχυρότερης από την αναμενόμενη μεταφερόμενης επίδρασης, ενώ διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψή της στο 1,7% το 2025.

«Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εξέπληξε, για άλλη μια φορά, προς τα πάνω το β’ τρίμηνο, καθώς αυξήθηκε κατά 1,1% σε τριμηνιαία βάση (qoq) μετά από +0,8% qoq προηγουμένως, χάρη στην επιτάχυνση της βιομηχανικής δραστηριότητας εν μέσω υγιούς εγχώριας και παγκόσμιας ζήτησης. Η αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας μεταφράστηκε σε έντονη συσσώρευση αποθεμάτων τελικών, ημιτελών και ενδιάμεσων προϊόντων και σε σημαντική αύξηση των εισαγωγών, από τις οποίες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η βιομηχανική παραγωγή. Η καθαρή επίδραση στην αύξηση του ΑΕΠ ήταν σταθερά θετική», επισημαίνει ο ιταλικός οίκος.

Οι έρευνες για τις επιχειρήσεις δείχνουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ είναι πιθανό να επιβραδύνθηκε το καλοκαίρι, καθώς η μειωμένη ζήτηση για τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα άρχισε να τροφοδοτεί τα χαμηλότερα επίπεδα παραγωγής. Η ανάπτυξη των υπηρεσιών πιθανότατα επίσης αμβλύνθηκε, αν και πιθανότατα συνέχισε να παραμένει σε αξιοπρεπή επίπεδα χάρη στην ανθεκτικότητα των τομέων που σχετίζονται με τον τουρισμό.

«Αναμένουμε, επομένως, μια ήπια φάση το γ’ τρίμηνο, ακολουθούμενη από μια μέτρια εκ νέου επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο. Η υγιής αύξηση της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αντισταθμίσει εν μέρει την αρνητική συμβολή των καθαρών εξαγωγών, καθώς η εξασθενημένη παγκόσμια ζήτηση επιβαρύνει τις εξαγωγές αγαθών, ενώ η αύξηση των εισαγωγών παραμένει ανθεκτική. Οι πάγιες επενδύσεις πιθανότατα θα υποστηριχθούν περαιτέρω από την ώθηση που θα δοθεί από τα κεφάλαια του NGEU και τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση θα ωφεληθεί από την υγιή αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, καθώς ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί περισσότερο από την αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος από την εργασία», συνεχίζει η τράπεζα.

«Ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στο 3% σε ετήσια βάση τον Αύγουστο, λόγω της σημαντικής επιτάχυνσης του πληθωρισμού της ηλεκτρικής ενέργειας και, σε μικρότερο βαθμό, των τιμών των τροφίμων, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού παρέμεινε αμετάβλητος στο 3,7%. Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιβραδυνθεί τους επόμενους μήνες λόγω της εξομάλυνσης των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και των βιομηχανικών αγαθών. Η υποτονική παγκόσμια ζήτηση είναι πιθανό να καταστήσει δύσκολο για τους κατασκευαστές να μετακυλήσουν την αύξηση των τιμών των ενδιάμεσων αγαθών και των τελών αποστολής στους πελάτες. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να μειωθεί σταδιακά λόγω του επίμονου πληθωρισμού των τιμών των υπηρεσιών», προβλέπει η ιταλική τράπεζα.

Ο προϋπολογισμός του 2025 αναμένεται να στοχεύσει σε ευρεία σταθεροποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,0% περίπου, επιβεβαιώνοντας τη βούληση της κυβέρνησης να επιμείνει σε μια σε γενικές γραμμές ουδέτερη δημοσιονομική στάση το επόμενο έτος.  Δεδομένης της αύξησης των εισοδηματικών ανισοτήτων και της φτώχειας στην Ελλάδα μετά την πανδημική κρίση, η κυβέρνηση παραμένει αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί την πρόοδο που έχει επιτευχθεί με την ενίσχυση του πρωτογενούς πλεονάσματος ώστε να υιοθετηθούν πιο αναδιανεμητικές δημοσιονομικές πολιτικές. Για τον σκοπό αυτό, ανακοίνωσε πρόσφατα μια περαιτέρω δέσμη μέτρων ύψους 1 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) με στόχο την ανακούφιση των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα και τη στήριξη της αύξησης της απασχόλησης.

«Αν και η δέσμη αυτή ενέχει τον κίνδυνο αύξησης του πρωτογενούς ελλείμματος, αν η αύξηση του ΑΕΠ αποδειχθεί ασθενέστερη από την προβλεπόμενη (η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,6% το 2025), αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα λάβει διορθωτικά μέτρα για να αποφύγει τυχόν σημαντική διολίσθηση των δημοσιονομικών ισορροπιών, αν χρειαστεί (όπως έκανε στο παρελθόν). Ο συνδυασμός ενός μεγάλου πρωτογενούς πλεονάσματος και σημαντικών αποτελεσμάτων χιονοστιβάδας αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ (εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF) σε 153,1% και 146,8% του ΑΕΠ το 2024 και το 2025, αντίστοιχα», καταλήγει η UniCredit Bank.