>
Οι διεθνείς χρηματαγορές βασίζονται στην εμπιστοσύνη. Για το λόγο αυτόν, οι κατηγορίες της Λοράνς Παριζό, προέδρου της Ενωσης Εργοδοτών Γαλλίας (MEDEF), τον περασμένο μήνα, που ανέφερε ότι οι εκθέσεις για την αδυναμία των γαλλικών τραπεζών αποτελούν αμερικανική σκευωρία, δεν είναι καλό σημάδι.
«Οι τράπεζές μας υφίστανται ένα είδος ψυχολογικού πολέμου και μια απόπειρα αποσταθεροποίησης της Ζώνης του Ευρώ. Οι τράπεζές μας είναι μεταξύ των ισχυρότερων του κόσμου», είχε πει η κ. Παριζό στις 28 Αυγούστου, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Le Figaro.
Τα πράγματα θα ήταν καλά, όμως, αν τα προβλήματα της Γαλλίας –και ολόκληρης της Ευρωζώνης– ήταν τόσο απλά, όσο μια αγγλοσαξονική συνωμοσία. Μετά τις ατυχείς δηλώσεις Παριζό, οι πραγματικές αδυναμίες των γαλλικών τραπεζών κατέστησαν οφθαλμοφανείς. Την περασμένη Τρίτη, ο οίκος Moody’s υποβάθμισε τις Societe Generale και Credit Agricole, δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, ενώ διατήρησε έναν τρίτο γίγαντα, την BNP Paribas, υπό επιτήρηση.
Αυτό που προκαλεί τρόμο σε αυτό το επεισόδιο της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης είναι ότι βοήθησε στην αναβίωση της ψυχολογίας πανικού, που απείλησε το ίδιο το τραπεζικό σύστημα τον Σεπτέμβριο του 2008. Οι μεγάλοι πιστωτικοί οργανισμοί άρχισαν να αμφισβητούν ο ένας τον άλλο, εκφράζοντας δυσπιστία για τις εκτιμήσεις ρευστότητας που εκδίδει κάθε τράπεζα. Δυστυχώς, το φαινόμενο αυτό είναι εντονότερο μεταξύ των γαλλικών τραπεζών.
Τα πρώτα στάδια του τραπεζικού πανικού –όπως και οι μηχανορραφίες του 2008– έμειναν κρυμμένα από το κοινό. Από τον περασμένο μήνα, όμως, μεγάλοι οργανισμοί αποσύρονται από τη διατραπεζική αγορά, που προσφέρει τα βραχυπρόθεσμα δάνεια, αναγκαία στη διατήρηση ρευστότητας. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Ντέιβιντ Σμικ, αμερικανικά αμοιβαία κεφάλαια σταμάτησαν να καταθέτουν μετρητά σε ορισμένες ευρωπαϊκές τράπεζες εδώ και μερικές εβδομάδες. Νωρίτερα, αυτόν το μήνα, η ΕΚΤ αναγκάστηκε να αναλάβει τη διαχείριση του διατραπεζικού δανεισμού.
Οπως συνέβη και στην οικονομική κρίση του 2008, οι Αρχές υπόσχονται καθημερινά ότι η ρευστότητα του συστήματος δεν έχει πληγεί. Η Ευρωζώνη, όμως, δεν διαθέτει καθησυχαστική φωνή, όπως αυτή του επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ ή του Αμερικανού υπουργού Οικονομίας. Τον ρόλο αυτό ανέλαβε για την Ευρώπη η Fed, με την ανακοίνωση της ΕΚΤ σε συνεννόηση με την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, ότι είναι πρόθυμη να επιτρέψει στις ευρωπαϊκές τράπεζες να δανειστούν σε δολάρια. Η Ουάσιγκτον κατέστη έτσι πάροχος επείγουσας ρευστότητας. Αν κάποιος αμφέβαλλε ότι οι ΗΠΑ παραμένουν ο κυριότερος παίκτης στη διεθνή οικονομική σκηνή, οι εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας θα πρέπει να διαλύσουν τις αμφιβολίες αυτές.
Τι είναι αυτό που έκανε τους επενδυτές τόσο νευρικούς με τις γαλλικές τράπεζες; Βετεράνος οικονομικός αναλυτής εκτιμά πως οι γαλλικές τράπεζες κατέχουν σήμερα 390 δισ. ευρώ σε ομόλογα των προβληματικών οικονομιών της Ιταλίας και της Ισπανίας, ενώ η έκθεσή τους στις ασθενείς ή χρεοκοπημένες οικονομίες της περιφέρειας της Ευρωζώνης ανέρχεται σε 640 δισ. ευρώ. Την ίδια ώρα, το ταμείο έκτακτης στήριξης, EFSF, διαθέτει μόλις 440 δισ. ευρώ στον κορβανά του.
Σημαντικός Αμερικανός επενδυτής ένιωσε νευρικότητα όταν ανέλυσε τους ισολογισμούς των μεγάλων γαλλικών τραπεζών. Παρατήρησε ότι οι γαλλικές τράπεζες διαθέτουν πολύ μικρότερα αποθέματα ρευστού για την αντιμετώπιση δανειακών επισφαλειών, από ό,τι οι αμερικανικοί τραπεζικοί οργανισμοί (μία γαλλική τράπεζα, για παράδειγμα, εμφανίζει κεφαλαιοποίηση ίση με το 25% εκείνης της JP Morgan Chase). Αναλυτές φοβούνται ότι η ρευστότητα γαλλικών τραπεζών βρίσκεται στο ήμισυ εκείνης που σύστησε τον περασμένο Δεκέμβριο η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.
Σε αυτό το κλίμα καχυποψίας, το ενδεχόμενο αυτού που ο Σμικ αποκαλεί «αποπαγκοσμιοποίηση» παραμένει πιθανό, καθώς επενδυτές υποχωρούν σε ασφαλείς αξίες και σε εμπορικούς εταίρους, τους οποίους γνωρίζουν. Εδώ πάλι, ο επικεφαλής της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, και ο υπουργός Οικονομίας, Τιμ Γκάιτνερ, βοηθούν στη διατήρηση κάποιας εμπιστοσύνης, προλαμβάνοντας το πάγωμα του διεθνούς τραπεζικού συστήματος.
Για να συνειδητοποιήσει κανείς το εύρος του ευρωπαϊκού προβλήματος, ας σκεφτεί τη δήλωση του επικεφαλής του Starwood Capital Group, Μπάρι Στέρνλιχ: «Σκεφτείτε ότι η Ευρώπη είναι η General Motors». Ενας βιομηχανικός κολοσσός, που έχει δώσει δυσβάστακτες υποσχέσεις στα σωματεία των εργαζομένων του. Κάθε Ευρωπαίος εργαζόμενος κουβαλά πολλούς συνταξιούχους στην πλάτη του. Οπως και στην περίπτωση της GM, θα χρειαστούν πολλά χρόνια μέχρι να επιτευχθεί ισορροπία, που θα περάσει μέσα από τη συντεταγμένη χρεοκοπία της Ευρωζώνης και την έναρξη ανακεφαλαιοποίησης.
Αυτός ο μήνας θύμισε στους επενδυτές τι σημαίνει πανικός. Από την πλευρά τους, τα αμερικανικά άγχη αφορούσαν δικαίως τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον μπορεί, όμως, να χαίρεται που δεν βρίσκεται στη θέση της Ευρώπης, όπου η πραγματική σταθερότητα θα απαιτήσει την αναμόρφωση των ίδιων των αρχών της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του κοινωνικού συμβολαίου.
Tου David Ignatius – Aρθρογράφου της Washington Post